Ο Ντόναλντ Τράμπ στην πρώτη ομιλία του ως εκλεγμένος πλέον πρόεδρος των ΗΠΑ εμφανίστηκε απρόσμενα ενωτικός, σχεδόν καθησυχαστικός, γεγονός που χαιρετίστηκε από τα μέσα ενημέρωσης και όσους θέλουν διακαώς να πιστέψουν πως ο πρόεδρος - Τραμπ θα αποστασιοποιηθεί από την ακραία ρητορική που ακολούθησε ο υποψήφιος - Τραμπ.
Ωστόσο, τα πρώτα ονόματα που ανακοινώθηκε ότι θα στελεχώσουν την "ομάδα μετάβασης" όχι μόνο δεν πείθουν ότι ο Τραμπ σκοπεύει να γίνει Πρόεδρος όλων των Αμερικανών, αντίθετα γεννούν ανησυχίες και μάλλον δικαιολογημένα. Η ομάδα μετάβασης είναι το σύνολο των συμβούλων που καλούνται να καθοδηγήσουν τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο επί πολιτικών ζητημάτων μέχρι την ορκομωσία του τον Ιανουάριο, και να τον προετοιμάσουν για το έργο που θα κληθεί να υλοποιήσει κατά τις πρώτες 100 ημέρες του στην εξουσία. Ειδικά στην περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ, ενός άνδρα που ανήλθε στο ύψιστο αξίωμα των Ηνωμένων Πολιτειών χωρίς καμία προηγούμενη πολιτική εμπειρία ή θητεία ως εκλεγμένος αξιωματούχος, καθίσταται σαφές πως τα άτομα που θα απαρτίζουν αυτόν τον στενό κύκλο συνεργατών θα έχουν την δυνατότητα να χαράξουν πολιτικές που θα εκφράζουν τις δικές τους θέσεις σε φλέγοντα ζητήματα.
Αν μία από τις πρώτες επιλογές του επόμενου Προέδρου των ΗΠΑ είναι ένας άνθρωπος που ποτέ δεν έκρυψε τις ρατσιστικές του θέσεις, αλλά αντίθετα έχει αφιερώσει όλη του την πολιτική σταδιοδρομία στην ενίσχυση και την εδραίωση τους, τότε μάλλον οι υποσχέσεις που έδωσε στην νικητήρια ομιλία του είναι κενές.
Για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών το πρώτο λίαν ανησυχητικό δείγμα των προθέσεων του νεοεκλεγέντος προέδρου είναι πως ήδη από την επομένη των εκλογών επέλεξε ως μέλος της σημαντικής αυτής ομάδας τον Kris Kobach, τον αρχιτέκτονα του πλέον ρατσιστικού νόμου στη σύγχρονη αμερικανική ιστορία. Ο Kobach θεωρείται ένας από τους πλέον ανοιχτά ρατσιστές πολιτικούς στις Ηνωμένες Πολιτείες και επί σειρά ετών είχε εργαστεί ως δικηγόρος για τον νομικό βραχίονα της FAIR, της Ομοσπονδίας για την Μεταναστευτική Μεταρρύθμιση στην Αμερική (Federation for American Immigration Reform), η οποία έχει χαρακτηριστεί από το 2007 ομάδα μίσους από το Southern Poverty Law Center. Είναι επίσης γνωστός για τις στενές του σχέσεις με τον John Tanton, τον ιθύνοντα νου πίσω από το σύγχρονο αντιμεταναστευτικό κίνημα, υποστηρικτή της ευγονικής, αντισημίτη και πρόσωπο κλειδί του εθνικιστικού κινήματος της υπεροχής της λευκής φυλής στις ΗΠΑ.
Ο Kris Kobach κατέχει το αξίωμα του Secretary of State στην πολιτεία του Κάνσας, μία θέση ιδιαίτερης σημασίας, καθώς οι αρμοδιότητες του συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων την υψηλή επίβλεψη και τη θέσπιση του πλαισίου διεξαγωγής των εκλογών σε πολιτειακό επίπεδο και έχει διακριθεί για τις προσπάθειες του να διασφαλίσει, χάριν του αξιώματος του, ότι θα είναι πρακτικά αδύνατον για τα άτομα που ανήκουν σε εθνοτικές μειονότητες, για τις γυναίκες και τους ψηφοφόρους χαμηλού εισοδήματος να συμμετάσχουν στις εκλογές. Σε πλήρη ευθυγράμμιση με τις θέσεις του Ντόναλντ Τραμπ περί τοίχου και μεταναστευτικής πολιτικής, ο Kobach πρόσφατα δήλωσε "Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο τοίχος θα χτιστεί. Το μόνο ερώτημα είναι πόσο γρήγορα και ποιος θα τον πληρώσει."
Εκείνο όμως που τον εκτόξευσε στο πάνθεον των ρατσιστών πολιτικών ήταν το ότι υπήρξε συντάκτης του νόμου SB 1070 που ψηφίστηκε στην Αριζόνα το 2010 και αναθεωρήθηκε το 2012 ώστε να αμβλυνθεί (ελάχιστα). Περί τίνος πρόκειται; Σύμφωνα με τον SB 1070 το γεγονός και μόνο ότι κάποιος έχει σκούρο δέρμα, ή μιλάει με εμφανώς ξένη προφορά, έδινε το δικαίωμα στους αστυνομικούς να τον σταματήσουν, να τον συλλάβουν και να απαιτήσουν να αποδείξει ότι είναι πολίτης των ΗΠΑ ή ότι βρίσκεται νόμιμα στην χώρα. Ο νόμος αυτός αναπόφευκτα νομιμοποιούσε τις συλλήψεις βάσει φυλής ή εθνοτικής προέλευσης και αποτέλεσε το έναυσμα για την υιοθέτηση παρόμοιων νομοθετημάτων σε άλλες πολιτείες, πέντε εκ των οποίων ήταν η Αλαμπάμα, η Τζόρτζια, η Ιντιάνα, η Νότια Καρολίνα και η Γιούτα.
Αν, λοιπόν, μία από τις πρώτες επιλογές του επόμενου Προέδρου των ΗΠΑ είναι ένας άνθρωπος που ποτέ δεν έκρυψε τις ρατσιστικές του θέσεις, αλλά αντίθετα έχει αφιερώσει όλη του την πολιτική σταδιοδρομία στην ενίσχυση και την εδραίωση τους, τότε μάλλον οι υποσχέσεις που έδωσε στην νικητήρια ομιλία του είναι κενές. Και οι ελπίδες όσων επιθυμούν διακαώς να μη διχαστεί περαιτέρω ο αμερικανικός λαός αποδεικνύονται φρούδες.