Η Ουκρανία διανύει τις πρώτες ημέρες μάχης χωρίς στρατιωτική υποστήριξη από τις ΗΠΑ, με τις εξελίξεις στο πεδίο να αποδεικνύονται ιδιαίτερα δύσκολες. Οι ουκρανικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από περιοχές που είχαν καταλάβει τον περασμένο χρόνο στην περιφέρεια Κουρσκ, ενώ η Ρωσία εντείνει τις επιθέσεις της σε στρατηγικά σημεία της μεθορίου.
Σύμφωνα με τον Ουκρανό στρατιωτικό αναλυτή Μπογκντάν Μιροσνίκοφ, «η κατάσταση στο Κουρσκ είναι πολύ δύσκολη και μπορεί να εξελιχθεί σε καταστροφή αν δεν δράσουμε άμεσα για να διασφαλίσουμε τις γραμμές εφοδιασμού».
Το Σαββατοκύριακο, η Ρωσία κλιμάκωσε την επίθεσή της στην πόλη Σούντζα, επιχειρώντας να αποκόψει τον στενό διάδρομο που συνδέει την περιοχή με την υπόλοιπη Ουκρανία. Αναλυτές αναφέρουν ότι οι Ουκρανοί ενδέχεται να έχουν αποχωρήσει από αρκετά χωριά κοντά στη Σούντζα, ενώ το ρωσικό υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε την κατάληψη του Λεμπέντεβκα (10 χλμ. από το κέντρο της πόλης) και της Κωνσταντινόπολης, στην ανατολική Ουκρανία.
Ομάδες παρακολούθησης του πολέμου, όπως η DeepState, επιβεβαίωσαν την κατάληψη του Λεμπέντεβκα, ενώ ουκρανοί και ρώσοι στρατιωτικοί bloggers ανέφεραν επίθεση ρωσικών δυνάμεων μέσω αγωγού φυσικού αερίου για να παρακάμψουν τις ουκρανικές αμυντικές γραμμές.
Ο Ρώσος στρατιώτης Ρόμαν Αλέχιν, μέλος του τάγματος Akhmat, που έχει ενεργό ρόλο στη μάχη για τη Σούντζα, δημοσίευσε φωτογραφίες μέσα από τον αγωγό, περιγράφοντας την πορεία του «για περισσότερα από 15 χιλιόμετρα, με 4-6 ημέρες επιβίωσης χωρίς νερό και τροφή». Ωστόσο, Ουκρανοί αλεξιπτωτιστές φέρονται να απέκρουσαν την επίθεση τη στιγμή που οι Ρώσοι στρατιώτες εξέρχονταν από τη σήραγγα, σύμφωνα με τον Ουκρανό στρατιώτη Μιροσλάβ Χάι.
Ο φόβος απομόνωσης και η σημασία του Κουρσκ
Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι ο έλεγχος της περιοχής του Κουρσκ είναι στρατηγικής σημασίας, καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαπραγματευτικό χαρτί σε μελλοντικές συνομιλίες με τη Μόσχα.
Ωστόσο, οι οδικές αρτηρίες που επιτρέπουν τον ανεφοδιασμό των ουκρανικών δυνάμεων στο Κουρσκ δέχονται συνεχείς επιθέσεις από ρωσικά drones-καμικάζι, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη τη διατήρηση του ελέγχου της περιοχής.
Παρά την επιδείνωση της κατάστασης στο Κουρσκ, στην υπόλοιπη γραμμή του μετώπου η Ουκρανία αντιστέκεται με τη μαζική χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Σύμφωνα με τον Ντένις Γιαροσλάφσκι, διοικητή μονάδας πληροφοριών της 57ης Ταξιαρχίας, «ο πόλεμος έχει αλλάξει δραματικά». Η Ουκρανία πλέον βασίζεται πολύ περισσότερο σε drones FPV, καθώς το πυροβολικό και τα τεθωρακισμένα οχήματα χρησιμοποιούνται σπανιότερα.
Οι ουκρανικές δυνάμεις πέτυχαν επίσης μερικές αντεπιθέσεις στη γραμμή του Ποκρόβσκ, παρά την απώλεια της Κωνσταντινόπολης, αποτρέποντας την κατάρρευση της άμυνάς τους.
Οι επιπτώσεις της διακοπής της αμερικανικής υποστήριξης
Η διακοπή της αποστολής αμερικανικών όπλων δεν έχει ακόμη άμεσο αντίκτυπο στο πεδίο της μάχης, λόγω της αλλαγής στρατηγικής. Ωστόσο, η παύση της συνεργασίας των ουκρανικών μυστικών υπηρεσιών με τις ΗΠΑ αποτελεί μεγαλύτερη απειλή για την άμυνα της χώρας.
Παράλληλα, το Κίεβο ανησυχεί ιδιαίτερα για την πιθανότητα απώλειας της δορυφορικής υποστήριξης του Starlink, που παρέχεται από τον Έλον Μασκ. Ο ίδιος ο Μασκ δήλωσε σε ανάρτησή του ότι «το Starlink είναι η ραχοκοκαλιά του ουκρανικού στρατού», προειδοποιώντας ότι αν το απενεργοποιήσει, «η ουκρανική γραμμή άμυνας θα καταρρεύσει».
Ο Μασκ συνέχισε με μια αμφιλεγόμενη τοποθέτηση, λέγοντας πως «ο πόλεμος έχει εξελιχθεί σε μια αδιέξοδη σφαγή που η Ουκρανία αργά ή γρήγορα θα χάσει», καλώντας για άμεση ειρήνη.
Παρά τη σταθεροποίηση των ουκρανικών γραμμών σε κάποια μέτωπα, η εξάντληση των ρωσικών δυνάμεων θεωρείται προσωρινό πλεονέκτημα.
«Οι άντρες μας έχουν πολεμήσει εξαιρετικά, ειδικά σε τακτικό επίπεδο», δήλωσε ανώτατος Ουκρανός αξιωματούχος. «Όμως η Ρωσία θα ανασυνταχθεί και θα επιτεθεί ξανά».
Η Ουκρανία βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο πολεμικό τοπίο, όπου η διατήρηση του ανεφοδιασμού και της διεθνούς υποστήριξης θα είναι καθοριστικής σημασίας για τη συνέχιση της αντίστασής της.
Με πληροφορίες από Financial Times