Το 2021 είναι η χρονιά που η Ευρώπη θα πρέπει να μάθει να ζει χωρίς την Άνγκελα Μέρκελ, αλλά η μετάβαση δεν θα είναι χωρίς ρίσκο, γράφει στο Politico ο Mujtaba Rahman, επικεφαλής για των αναλύσεων για την Ευρώπη στο Eurasia Group.
Ο κίνδυνος δεν συνδέεται με το ποιος θα διαδεχθεί την Μέρκελ στην καγκελαρία, τονίζει, σημειώνοντας ότι πιθανότατα από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου στη Γερμανία πιθανότατα θα προκύψει ένας κυβερνητικός συνασπισμός των CDU/ CSU με τους Πράσινους.
«Στο τέλος, αυτό θα είναι καλά νέα για τη Γερμανία και την Ευρώπη. Αλλά βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα η αποχώρηση της Μέρκελ θα αφήσει ένα μεγάλο κενό που κανένας ηγέτης της ΕΕ δεν μπορεί να καλύψει αξιόπιστα. Ο Εμανουέλ Μακρόν σίγουρα θα προσπαθήσει αλλά, χωρίς την Μέρκελ ή το απίθανο ενδεχόμενο ενός ισχυρού εταίρου στο Βερολίνο, δεν θα επιτύχει», επισημαίνει.
Η διαφορά Μακρόν- Μέρκελ
«Ο Μακρόν είναι πολύ πιο διχαστική φιγούρα, με περισσότερο φιλόδοξες αλλά και αμφιλεγόμενες ιδέες για τη μεταρρύθμιση της ΕΕ. Θα πασχίσει- ή θα έχει μικρότερο ενδιαφέρον- να πετύχει τους εύθραυστους συμβιβασμούς πάνω στους οποίους είναι οικοδομημένη Ευρώπη», εξηγεί ο αναλυτής.
«Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις επιδέξιες πολιτικές ικανότητες της Μέρκελ, τις οποίες επέδειξε άψογα στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς. Υπό την ηγεσία της Μέρκελ, η γερμανική προεδρία της ΕΕ κατάφερε να βοηθήσει να "κλειδώσει" η οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης, με τη συμφωνία για το πρόγραμμα- ορόσημο των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, παρά τη σφοδρή αντίθεση της Ουγγαρίας και της Πολωνίας», φέρνει ως παράδειγμα και συνεχίζει, αναφερόμενος στις κινήσεις της καγκελαρίου:
«Επίσης κατάφερε να κλείσει η εμπορική συμφωνία με τη Βρετανία και μια επενδυτική συμφωνία με την Κίνα, η πραγματική αξία των οποίων είναι το πλαίσιο και η βάση για ευρύτερη πολιτική και στρατηγική συνεργασία που παρέχουν. Αν αυτό δεν ήταν αρκετό, επίσης κατάφερε να αναβαθμιστεί η κλιματική φιλοδοξία της ΕΕ και ο στόχος για το 2030 για μείωση των εκπομπών ρύπων».
Ο Rahman σημειώνει ότι υπάρχουν και πολλές επικρίσεις εναντίον της Άνγκελα Μέρκελ και των συμβιβασμών που έχει πετύχει και ως πιο σοβαρή από αυτές τις αντίθετες φωνές αναφέρει ότι τα παγιωμένα βιομηχανικά συμφέροντα εντός του CDU την ανάγκασαν να υποκύψει ξανά στους απολυταρχικούς στη Βαρσοβία, τη Βουδαπέστη και το Πεκίνο. «Υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτό. Αλλά οι επικριτές της Μέρκελ δίνουν λίγη σοβαρή προσοχή στο κόστος που συνεπάγεται μια εναλλακτική πορεία δράσης», σχολιάζει.
«Για παράδειγμα στο ταμείο ανάκαμψης, αν πίεζε υπερβολικά τη Βαρσοβία ή τη Βουδαπέστη για το κράτος δικαίου, θα ρίσκαρε να ενδυναμώσει τους λαϊκιστές και υπερεθνικιστές και στις δύο χώρες ακριβώς τη στιγμή που αποδυναμώνονταν. Αποκλείοντας μέλη από τα κονδύλια της ΕΕ επίσης σίγουρα θα προκαλούσε ρήξη στην Ένωση και ακόμη και θα δημιουργούσε ανοίγματα για την Κίνα και τη Ρωσία. Επίσης η συνοχή της ΕΕ θα δοκιμαζόταν περαιτέρω καθώς η οικονομική ανάκαμψη θα έφθινε, ενώ δίχως μια αξιόπιστη δημοσιονομική στήριξη από την ΕΕ, θα έπεφτε μεγαλύτερη πίεση στην ΕΚΤ και στις περιφερειακές, υπερβολικά χρεωμένες περιφερειακές οικονομίες, για να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη», επιχειρηματολογεί ο αναλυτής.
Μπορεί μόνος ο Μακρόν;
«Θα μπορούσε ο Μακρόν να έχει πετύχει μόνος αυτές τις λύσεις;», είναι το ερώτημα που διατυπώνει ο αναλυτής και απαντά: «Απολύτως όχι». Αλλά, συνεχίζει, χωρίς τον Γάλλο πρόεδρο, πολλές από αυτές τις ιδέες δεν θα είχαν «φυτευτεί». Η σύλληψη του ταμείου ανάκαμψης έγινε στο Ελιζέ, κατά πολλούς μία επανάληψη του «προϋπολογισμού ευρωζώνης» που ήταν η κορυφαία ευρωπαϊκή προτεραιότητα του Μακρόν όταν εξελέγη, αναγνωρίζει.
Παρομοίως, η «στρατηγική αυτονομία», το πλαίσιο του Παρισιού για την ανεξαρτησία της ΕΕ και τη γεωπολιτική σύνδεση, επίσης έβαλε τις βάσεις για την πρόσφατη πρωτοβουλία της Ένωσης με την Κίνα, συμπληρώνει.
«Βέβαια, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το Brexit, ο Ντόναλντ Τραμπ και η πανδημία του κορωνοϊού έπαιξαν τον ίδιο καθοριστικό ρόλο με τον Γάλλο πρόεδρο στην αλλαγή της στάσης της Μέρκελ. Αλλά η καγκελάριος είδε ξεκάθαρα την ανάγκη να απομακρυνθεί από την παλιά γερμανική ισορροπία ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και την ανατολική Ευρώπη και τη Μόσχα και να κάνει ισχυρότερους δεσμούς με τον νότο της Ευρώπης, ειδικότερα την Ιταλία και την Ισπανία, όπως και με τη Γαλλία», συνεχίζει.
Συνεπώς, ο Μακρόν μπορεί να υποστηρίξει ότι πέτυχε εκεί όπου απέτυχαν οι προκάτοχοί του, Νικολά Σαρκοζί και Φρανσουά Ολάντ, γράφει ο Rahman. «Το πέτυχε αυτό εν μέρει επειδή είχε ένα ευρωπαϊκό όραμα στρατηγικής να πουλήσει στους Γερμανούς, τη στιγμή που χρειάζονταν ένα, και όχι απλά μια απαίτηση για γερμανική οικονομική υποστήριξη».
Αλλά, ενώ ο Μακρόν ξεκάθαρα περιμένει ότι θα είναι η δύναμη καθοδήγησης στη μετά τη Μέρκελ Ευρώπη, θα χρειαστεί- περισσότερο από ποτέ- έναν σύμμαχο με κατανόηση στο Βερολίνο. Και αυτό δεν είναι στο χέρι του, τονίζει ο αναλυτής.
«Ο μεγαλύτερος φόβος του- ένας καγκελάριος που που θα στρέψει το βλέμμα προς το εσωτερικό- είναι σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένος», σημειώνει. Ο νέος ηγέτης της Γερμανίας, άπειρος πιθανότατα, θα είναι πιο απορροφημένος με την εντός των συνόρων πολιτική και τη διαχείριση του συνασπισμού, από ό,τι ήταν η Μέρκελ.
Παράλληλα όμως, η ενέργεια και οι προσπάθειες του ίδιου του Μακρόν φέτος θα είναι σε μεγάλο βαθμό επικεντρωμένες στις κρίσεις της δημόσιας υγείας και της οικονομίας. Και όταν προκύψει ο νέος ηγέτης της Γερμανίας, θα πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές της Γαλλίας, που θα γίνουν την άνοιξη του 2022. «Αυτό αποτελεί εγγύηση ότι Γαλλία και Γερμανία δεν θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες για κάποιο καιρό και ότι η Ευρώπη θα ηγείται αναποτελεσματικά για τους επόμενους 12-15 μήνες», επισημαίνει ο αναλυτής, ενώ στα συμπεράσματά του κάνει αναφορά και στον κίνδυνο που μπορεί να προκαλέσει αυτό στην ανατολική Μεσόγειο.
«Χωρίς την Μέρκελ ή την αποτελεσματική Γαλλο-γερμανική συνεργασία που υπήρχε με τους Μέρκελ- Μακρόν, ψυχικά ασταθείς ηγέτες, όπως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μπορεί να επιδιώξουν να εκμεταλλευθούν το κενό, αυξάνοντας τον κίνδυνο για συγκρούσεις στην ανατολική Μεσόγειο», προειδοποιεί ο αναλυτής.