Οι αναγνώστριες που είχαν πέκα με τους διάσημους μού ήταν πάντα μεγάλος πονοκέφαλος. Τις αναγνώστριες που είχαν πέκα με τους ισοβίτες τις συμπαθούσα πολύ περισσότερο. Ισοβίτες ήταν αυτοί που είχαν ερωτευτεί, ωραιότατα, άρα δεν θα έβγαιναν ποτέ έξω -για να μην ξεκάνουν κανέναν άλλον- οπότε κάθονταν μόνες τους τσούκου τσούκου και τους έγραφαν ερωτικά γράμματα και τους τα ταχυδρομούσαν στη φυλακή. Μου περιέγραφαν απλά στα mail τους στη στήλη το δράμα τους, να έχουν ερωτευτεί έναν εγκληματία που δεν έχουν συναντήσει ποτέ (δυστυχώς, γιατί αν τον είχαν συναντήσει, δεν θα ζούσαν κιόλας, άρα θα είχα λιγότερα mail να διαβάζω), τους έλεγα ότι καταλαβαίνω, τους έλεγα μήπως θα έπρεπε να ξεπεράσουν το φονιά και να συνεχίσουν τη ζωή τους με ένα ξενέρωτο πλην καλό παιδί, τους έδινα και το τηλέφωνο μιας εξειδικευμένης ψυχαναλύτριας για να διαπιστώσουν γιατί στο καλό ποθούσαν έναν εγκληματία, οπότε ήταν εύκολη η δουλειά. Οι διάσημοι ήταν η δύσκολη. Ο διάσημος σού αφήνει πάντα το ενδεχόμενο να μπορέσεις και να τον συναντήσεις.
O Gallo δεν απάντησε ξανά στη Μάρα γιατί δεν ήθελε τσίπισσες φαν που δεν είχαν ούτε 50.000 δολάρια για να κοιμηθούν μαζί του και εκείνη ήταν απαρηγόρητη. Πηγαίναμε στο διάσημο Balthazar της Νέας Υόρκης μπας και της βρούμε κανέναν άλλον σταρ (πέρασε ο Μίκι Ρουρκ απ' το δρόμο, αλλά δεν ήταν και στα πιο ωραία του και κάναμε ότι δεν τον είδαμε για να του τη σπάσουμε), πηγαίναμε Nobu που το έχει ο Ρόμπερτ ντε Νίρο αλλά δεν εμφανίστηκε («Εντάξει μωρέ, τι να τον κάνεις το Ντε Νίρο; Είναι woomanizer» λέγαμε της απογοητευμένης Μάρας). Και δεν ήταν καθόλου εύκολο να τρέχουμε στα εστιατόρια του Μανχάταν, εφόσον μέναμε στο Μπρούκλιν φυσικά - όλοι οι trendseters ορκίζονται ότι το Μανχάταν έχει πεθάνει. Κι όχι και σε καμιά καλή γειτονιά του Μπρούκλιν -Williamsburg και τέτοια- καθότι είχαν γεμίσει hipsters άρα δεν θεωρούνταν πια ούτε κι αυτές αυθεντικές. Για την ακρίβεια, μέναμε σε ένα γκέτο στου διαόλου τη μάνα, για να θεωρηθούμε cool, κι έτσι αρχίσαμε κι εμείς τη σταυροβελονιά για να περάσουν όλες αυτές οι ώρες στο μετρό μέχρι να δούμε ξανά λευκό άνθρωπο να μπαίνει μέσα. (Το πλέξιμο θεωρήθηκε αγχολυτικό και ήρθε στη μόδα τα τελευταία χρόνια στη Νέα Υόρκη κι όσο καλοντυμένη και να είσαι, έτσι και δεν βγάλεις βελόνες στο μετρό να φτιάξεις ένα κασκόλ, μια κάλτσα, κάτι, είσαι εντελώς φάουλ).
Ξεκινήσαμε λοιπόν από τα ψηλά, τους πολύ διάσημους, περάσαμε στους ημιδιάσημους και τελικά καταλήξαμε στα hip hop πάρτι της γειτονιάς μας, όπου δεν είχε μπει ποτέ λευκή, να γνωρίζουμε ράπερ που δεν τους ήξερε ούτε η μάνα τους - ή δεν ήθελε πια να τους ξέρει. Την ψήσαμε κουρασμένες ότι ο Easy -έτσι υπέγραφε τα CD του που τα χάριζε- ήταν πολύ διάσημος στην Αμερική, όπως άλλοι είναι διάσημοι στην Ευρώπη μόνο. Έπινε το ένα ποτό πίσω από το άλλο για να χαλαρώσει και να του πιάσει κουβέντα κι έψαχνε ώρες κι ώρες τι να του πει, κάτι έξυπνο αλλά όχι επιτηδευμένο, σέξι αλλά και χαλαρό μαζί, έγραφε ατάκες, έσβηνε ατάκες σε μια χαρτοπετσέτα, και τελικά μια έκλαμψη φάνηκε στο βλέμμα της, σαν να είχε ανακαλύψει το νόμο της βαρύτητας για να πέφτουν γκόμενοι από το δέντρο στο έδαφος και τον πλησίασε επιτέλους και του είπε το εξής πανέξυπνο: «Έχεις φωτιά;». «Λυπάμαι, δεν καπνίζω» είπε εκείνος. Aλλά ευτυχώς η Μάρα είχε σημειώσει στη χαρτοπετσέτα και plan B, την επόμενη πανέξυπνη ατάκα: «Δεν γαμιέται. Θέλεις να κάνουμε σεξ;».
(συνεχίζεται)
σχόλια