Είναι μια σκηνή θρήνου από τη Μύρινα της Μικράς Ασίας, ένα μικρό πήλινο εύρημα της ελληνιστικής περιόδου που ανασύρθηκε πιθανότατα από κάποιον τάφο και ήρθε εδώ από το Βρετανικό Μουσείο, στο οποίο ανήκει.
Από 7 ξένα μουσεία και 21 ελληνικά συλλέχθηκαν προσεκτικά τα εκθέματα αυτής της έκθεσης, που τα συνδέει η έκφραση του βασικού και κύριου υλικού της ανθρώπινης δημιουργίας: τα Αισθήματα.
Αισθήματα ποικίλα, όσα και οι άνθρωποι. Το αίσθημα ενός ανθρώπου που πενθεί, αλλά και το αίσθημα που νιώθουμε όταν βλέπουμε κάποιον να πενθεί. Αισθήματα αρχαία (ο φθόνος, η μήνις, ο ίμερος, η ερωτική λαχτάρα, η ζήλια) που πήραν ανθρώπινη μορφή, πρώτη φορά, στην αρχαία ελληνική τέχνη, έγιναν μέχρι και θεότητες, κι ακόμα ταλαιπωρούν ή θέλγουν τα κοκοράκια με τα γκρι κουστούμια και τον αλαζονικό αέρα στους γύρω δρόμους που πάνε στις δουλειές τους – δεν είμαι σίγουρος αν τους απασχολεί ακριβώς τι είναι έρωτας και πένθος, σίγουρα πάντως φθόνος, οργή και ζήλια ξέρουν καλά τι είναι. Είναι το καύσιμο αυτής της γιγαντιαίας μηχανής.
Οι Έλληνες όλα τα ήθελαν στο μέτρο του ανθρώπου. Γι' αυτό ακόμα συγκινούν. Έτσι, όπως το Κάλλος ήταν γι' αυτούς μια κλίμακα πνευματική (και όχι απλή απόλαυση στο μάτι), έτσι και η αρχαία ελληνική τέχνη δεν ήθελε απλώς να τη θαυμάζεις αλλά να σε αλλάζει μέσα από τα αισθήματα που εκφράζει και ταυτόχρονα σου προκαλεί.
Είθισται, για λόγους ευγένειας, να λες καλά λόγια για εκείνον που σε κάλεσε. Αλλά εννοώ κάθε λέξη που λέω. Η έκθεση αυτή, προϊόν συνεργασίας ανάμεσα σε τρεις ξεχωριστούς επιστήμονες –τον Άγγελο Χανιώτη, τον Νίκο Καλτσά και τον Γιάννη Μυλωνόπουλο–, σε λίγα μόλις τετραγωνικά κατορθώνει πολλά. Δείχνει πώς πρώτοι οι Έλληνες (οι πρώτες σωζόμενες λέξεις της ελληνικής γραμματείας είναι το ομηρικό Μήνιν άοιδε) μίλησαν για τα αισθήματα ή θέλησαν να τα κινητοποιήσουν στο θυμικό των θεατών μέσα από λέξεις, εικόνες ή κινήσεις του σώματος – το μειδίαμα μιας Κόρης ή το διάπλατο στόμα μιας Μέδουσας με τη γλώσσα έξω και τα δόντια τεταμένα, τη λάγνα κλίση των γοφών ενός Πόθου από πεντελικό μάρμαρο που κατά τη σωκρατική ερμηνεία εκφράζει το αίσθημα μιας ηδονής παλιάς που αποζητάς και πάλι, με το είδος της εγκαρτέρησης που τόσο γνώριμα εξέφρασε κι ο Καβάφης. Δείχνει πώς, βάζοντας μέσα στο ανθρώπινο κορμί πνοή και αίμα, πάθη και αισθήματα, οι Έλληνες αναγκαστικά το έφεραν στα μέτρα τους. Το εξανθρώπισαν – όπως περίπου και τους θεούς τους.
Θα ήταν αδύνατον π.χ., και να 'θελαν, τα μνημειακά αγάλματα της Αιγύπτου να εκφράσουν πόθο, λαχτάρα ή οργή. Θα ήταν γελοία. Είναι εκεί για να προκαλούν δέος, πέρα και πάνω απ' τα ανθρώπινα.
Αλλά οι Έλληνες όλα τα ήθελαν στο μέτρο του ανθρώπου. Γι' αυτό ακόμα συγκινούν. Έτσι, όπως το Κάλλος ήταν γι' αυτούς μια κλίμακα πνευματική (και όχι απλή απόλαυση στο μάτι), έτσι και η αρχαία ελληνική τέχνη δεν ήθελε απλώς να τη θαυμάζεις αλλά να σε αλλάζει μέσα από τα αισθήματα που εκφράζει και ταυτόχρονα σου προκαλεί.
Είχα την τύχη να με ξεναγήσει ο Νίκος Καλτσάς στην έκθεση, ο λαμπρός διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου επί 11 χρόνια, ένας άνθρωπος σοβαρός και απροσποίητος, που μιλάει για τα αγάλματα και τις σκηνές των αγγείων σαν να περιγράφει ένα δράμα στο διπλανό διαμέρισμα. Με τη στοχαστική συμπάθεια ενός ανθρώπου που ξέρει, όταν πιάνει ένα μάρμαρο, πόσα άλλα χέρια περαστικά το έχουν αγγίξει, πλησιάζει την κύλικα του Ζωγράφου της Πενθεσίλειας, αυτό το ερυθρόμορφο αριστούργημα της αττικής αγγειογραφίας, χαμηλώνοντας κάπως τη φωνή του. Η κύλικα, η χαμηλή πεπλατυσμένη κούπα απ' όπου έπιναν κρασί, στο πλάι ενός μαύρου ηλικιωμένου φύλακα που μας παρακαλεί να μην την πλησιάζουμε πολύ, δείχνει εξωτερικά μια ομάδα νεαρών πολεμιστών που ετοιμάζονται για μάχη. Αλλά στο εσωτερικό υπάρχει μια πολύ πιο δραματική σκηνή: ο Αχιλλέας σκοτώνει κατά τη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου την Πενθεσίλεια, τη βασίλισσα των Αμαζόνων, που πολεμούσε στο πλευρό των Τρώων. Την ύστατη στιγμή, η βασίλισσα, γονατισμένη, πιάνεται απ' τα χέρια του φονιά της και τον κοιτάει με λατρεία στα μάτια, ενώ ο Αχιλλέας, αντιγυρίζοντας το βλέμμα της, νιώθει το πρώτο σκίρτημα ενός έρωτα ανέφικτου, μετανιώνοντας για την πράξη του. Το βλέμμα των ερωτευμένων, χωρισμένο από το ξίφος που μπήγεται στο στήθος, είναι όντως μια κορυφαία στιγμή της αρχαίας ελληνικής τέχνης αλλά και της συγκεκριμένης έκθεσης, καθώς δείχνει μια καραμπόλα αξεδιάλυτων αισθημάτων: έρωτα, πόνο, μετάνοια, πένθος, απαντοχή, λαχτάρα για ζωή...
Στις ομιλίες τους, όλοι είπαν ωραία πράγματα. Η ψυχή του Ιδρύματος, ο Αντώνης Παπαδημητρίου, έβγαλε έναν μεστό λόγο. Η υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου, ομολογώ, με εξέπληξε ευχάριστα – η εικόνα της και τα δελτία Τύπου της την αδικούν, είναι μια σοβαρή κι ευχάριστη παρουσία, με ωραία αγγλικά και γνώση των κανόνων, επίσης διαβασμένη για το θέμα. Ο επιμελητής της έκθεσης Άγγελος Χανιώτης μίλησε με την άνεση, την απλότητα και το χιούμορ εκείνου που κατοικεί μέσα στην επιστήμη του.
Την επόμενη μέρα ένα ήσυχο χιόνι έπεφτε ανάμεσα στους ουρανοξύστες του Μανχάταν. Στα μικρά παρτέρια και στο Σέντραλ Παρκ το έστρωσε. Πόναγε το κρέας μου απ' το κρύο, αλλά τα στελέχη με προσπερνούσαν ανήμερα, αμέριμνα, χωρίς να καταλαβαίνουνε Χριστό. Όλα είναι δύναμη σε αυτή την πόλη. Κι η έκφραση αυτής της δύναμης έχει απομειωθεί σε μια παντομίμα στοιχειωδών εκφράσεων, που βασικά της αισθήματα είναι το Κερδίζω και το Χάνω. Ειδικά στην εποχή του Τραμπ.
Πόσο πιο πλούσιος, ποικίλος, ποιητικός και όμορφος είναι ο Κόσμος των Ελλήνων στο υπόγειο της έκθεσης. Πόσο πιο μετρημένος, ανθρώπινος και απτός...
―Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
Info:
9 Μαρτίου- 24 Ιουνίου, 2017
Onassis Cultural Center New York, Olympic Tower, 645 5th Ave, New York, NY 10019
Με δωρεάν είσοδο
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO