Υπάρχει κάτι εξόχως οξύμωρο στην ελληνική δημοσιογραφία, δεκαετίες τώρα που θεωρείται και παράσημο τιμής: η ασύστολη κομματικοποίηση του δημοσιογράφου. Να σκίζει δηλαδή τα ιμάτιά του για κάποιο κόμμα, επώνυμα, υπογεγραμμένα. Αλλά ταυτόχρονα να θέλει να θεωρείται αντικειμενικός κοινωνός της πολιτικής κατάστασης.
Έτσι, συχνά παρατηρεί κανείς δημοσιογράφους να χρησιμοποιούν τη δουλειά τους για να συγχρωτιστούν με αυτούς τους οποίους έπρεπε να κρίνουν, να γίνονται μία από τα ίδια, να κορδώνονται για λίγο σε κάποιο οφίκιο και τέλος να γυρνάνε σαν τις άδικες κατάρες στα απόσκια της δημοσιογραφίας, που τους φαίνεται πια λίγη, αλλά και εκείνη πλέον τους περιφρονεί.
Δεν είναι πάντα χειρότεροι από τους υπόλοιπους «σωτήρες». Αλλά ούτε και κανένας ελάμπρυνε το είδος. Βυθίστηκαν χαρούμενοι στην καφενειακή, ημιμαθή και ολίγον αγοραία ατμόσφαιρα του Κοινοβουλίου, αποκτώντας βαθμηδόν αυτό το βλέμμα που έχουν όσοι έχουν εξουσία ― κάτι μεταξύ παραλυσίας και κυνισμού.
Δεν είναι μόνο όσοι πολιτεύτηκαν. Ή όσοι πήγαν στα διάφορα γραφεία (ενίοτε μουλωχτά, ενίοτε με ταρατατζούμ). Ή όσοι έγιναν ποικιλοτρόπως σύμβουλοι ή αυλικοί πολιτικών. Είναι και όσοι με «αγνά», ας πούμε, κίνητρα, αγορεύουν από τα μέσα τους υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος επειδή «το πιστεύουν», από φόρτωμα προσωπικό, πίστη σε κάτι, τάξιμο σε ένα πολιτικό πρόσταγμα, χωρίς να ευελπιστούν σε κάποιο αντάλλαγμα (πράγμα σπάνιο).
Και οι μεν και οι δε, έχουνε κάψει κάθε τεκμήριον αθωότητος. Η εμφατική κομματικοποίηση ενός δημοσιογράφου είναι ο βαθμός μηδέν της αξιοπιστίας του. Που μαθηματικά πηγάζει από την αυτολογοκρισία και το ψέμα του (ή την επιλεκτική αλήθεια του, που είναι το ίδιο). Κανείς δεν θέλει να τον υπηρετείς για να του λές ολόκληρη την αλήθεια.
Γνώμη μου είναι ότι δεν είναι δυνατόν να δημοσιογραφείς ή να είσαι εκδότης εάν μπορούν να σε εκβιάσουν κυριολεκτικά ή συναισθηματικά οι πολιτικοί, ή η επιβίωσή σου να εξαρτάται από τις χειρονομίες τους. Τα μαγαζιά που είναι χρεωμένα ή αμαρτωλά, αργά ή γρήγορα εκχωρούν την ελευθερία του λόγου τους. Ό,τι δεν λειτουργεί με υγιείς κανόνες αγοράς (να σε θέλουν οι αναγνώστες), επιβιώνει μόνο με τρεις τρόπους:
Πρώτον, με εμφανείς ή αφανείς χρηματοδότες, που θέλουν μόνο ένα πράγμα: να σου υπαγορεύουν και να γράφεις -να είσαι όργανό τους.
Δεύτερον, με δικούς σου ψιλομαφιόζικους εκβιασμούς, προκειμένου οι πολιτικοί και οι επιχειρηματίες να θορυβηθούν και να σου πετάξουν το ξεροκόμματό σου.
Τρίτον, με κρατική διαφήμιση δυσανάλογη του μεγέθους σου, προδήλως για να βουλώνεις το στόμα στις ενδεχόμενες στραβές τους― και να εκδηλώνεις τακτικά τον αγνό σου ενθουσιασμό.
Θέλω να πιστεύω ότι όσο ωριμάζουν το κράτος, η δημοκρατία και η δημοσιογραφία (τρία πράγματα που το ένα καθρεφτίζεται και ενηλικιώνεται στα μάτια του άλλου), τόσο θα εμφανίζονται δημοσιογράφοι ή μέσα που ακριβώς επειδή δεν χρωστάνε σε κανέναν, ούτε περιμένουν κάποιο αντάλλαγμα, λένε ΕΛΕΥΘΕΡΑ τη γνώμη τους, δεν συναλλάσσονται με αυτό που κρίνουν, και προπαντός αψηφούν τον φανατισμό και τη μονομέρεια που έχουν οι ταγμένοι!
Ό,τι γράφουν, μπορεί να μην φαίνεται ηρωικό και παθιασμένο (κάποιοι μάλιστα θα το θεωρήσουν απολίτικο και διστακτικό), θα είναι όμως καθαρό και ειλικρινές.
σχόλια