"Δε γράφω ούτε σχόλια, ούτε γνώμες, ούτε προσωπικές απόψεις. Πάντα πίστευα και συνεχίζω να πιστεύω ότι ο ρόλος μας δεν είναι να κρίνουμε. Είμαι δημοσιογράφος, όχι δικαστής. Αρκούμαι στο να διηγούμαι τα γεγονότα. Τα γεγονότα όπως συμβαίνουν, όπως είναι." -- Άννα Πολιτκόφσκαγια
Ακολουθώντας τα χνάρια της έρευνας της σπουδαίας ρωσίδας δημοσιογράφου Άννας Πολιτκόφσκαγια που δολοφονήθηκε για τα πιστεύω της, ο ιταλός θεατρικός συγγραφέας της νεώτερης γενιάς Στέφανο Μασίνι, ένας από τους πιο δραστήριους και ήδη αναγνωρισμένους θεατρικούς συγγραφείς στη Δυτική Ευρώπη, συνθέτει ένα θεατρικό παζλ, με αφορμή τα γραπτά, τις συνεντεύξεις της, την ίδια της τη ζωή και την πορεία της προς τον προδιαγεγραμμένο θάνατό της και μας παραδίδει ένα σπουδαίο θεατρικό έργο σε πρώτη παρουσίαση στην Ελλάδα με τίτλο "Ανεπίδεκτη διόρθωσης".
Η παράσταση θα παίζεται από Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου και κάθε Δευτέρα και Τρίτη για 12 παραστάσεις στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων με την υποστήριξη της Διεθνούς Αμνηστίας σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κοιλάκου και με τον ίδιο και την Τάνια Παλαιολόγου να ερμηνεύουν τους ρόλους του σπουδαίου πολιτικού έργου.
Μία ενέδρα των Ρώσων στο Κουρτσαλόι της Τσετσενίας, οι συνεντεύξεις της σε έναν ρώσο στρατιώτη, σε έναν τσετσένο γιατρό, στον αρχηγό των ανταρτών στο θέατρο Ντουμπρόβκα στη Μόσχα, σε έναν ανώτατο αξιωματικό στο Χατούνι της Τσετσενίας, η ομηρία στο Μπεσλάν της Οσετίας, η επίσκεψη στο βομβαρδισμένο προαύλιο του προεδρικού μεγάρου στο Γκρόζνι, μία τηλεφωνική συνομιλία με τον γιο της, θραύσματα από γραπτά, σκέψεις και εξομολογήσεις της ρωσίδας δημοσιογράφου, μέσα από την ελλειπτική γραφή του Μασίνι διατρέχουν σαν ένα αλλόκοτο χρονικό τα βήματα που ακολούθησε η Πολιτκόφσκαγια για να βρεθεί απέναντι στον δολοφόνο της.
Ας πάρουμε την ιστορία της από το τέλος.
Τον Ιούνιο του 2014 το δικαστήριο της Μόσχας αποφάσισε να επιβάλει ισόβια κάθειρξη στον άντρα που σχεδίασε την εκτέλεση της Ρωσίδας δημοσιογράφου Άννα Πολιτκόφσκαγια, καθώς και του ηθικού αυτουργού της δολοφονίας. Οι τρεις συνεργοί του καταδικάστηκαν σε ποινές από 12 μέχρι είκοσι χρόνια κάθειρξης. Ο δολοφόνος της, Ρουστάμ Μαχμούντοφ την πυροβόλησε στην είσοδο της πολυκατοικίας της, ενώ ο θείος του Λομ-Αλί Γκαϊτουκάγεφ ήταν αυτός που το δικαστήριο έκρινε ότι οργάνωσε το φόνο. Ακόμα και στην περίπτωση της δίκης των δολοφόνων της, η δημόσια συζήτηση ήταν μεγάλη σχετικά με το αν θα γινόταν κεκλεισμένων ή όχι των θυρών. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου αποφάσισε η δίκη να έχει δημόσιο χαρακτήρα. Η απόφαση άλλαξε την τελευταία στιγμή.
Η διεθνής κοινότητα, μέχρι σήμερα, οκτώ χρόνια αργότερα δεν έχει πειστεί για το ποιός βρίσκεται πίσω από τη δολοφονία της. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι ο άνθρωπος που διέταξε τη δολοφονία της παραμένει άγνωστος. Η έρευνα της υπόθεσης ανατέθηκε σε έναν εισαγγελέα ονόματι Μπαστρίκιν, μια έρευνα που εξελίχθηκε σε παρωδία της δικαιοσύνης. Ο ρωσικός Τύπος έδειξε να αγνοεί ότι ο συγκεκριμένος δικαστικός ήταν μέλος της ομάδας της Πετρούπολης που έφερε μαζί του στη Μόσχα ο Πούτιν όταν ανήλθε στην εξουσία. Η δήλωση που προέρχεται από τον Λευκό Οίκο ήταν η ακόλουθη: «Ο εκφοβισμός και ο φόνος δημοσιογράφων, 12 στη Ρωσία τα έξι τελευταία χρόνια, περιλαμβανομένου του αμερικανού πολίτη Πολ Κλέμπνικοφ στις 9 Ιουλίου 2004, αποτελούν προσβολή για τα ελεύθερα και ανεξάρτητα Μέσα Ενημέρωσης και για τις δημοκρατικές αξίες".
Η δημοσιογράφος Άννα Πολιτόφσκαγια, 48 ετών ειδικευόταν σε θέματα διαφθοράς και καταπάτησης πολιτικών δικαιωμάτων. Ενοχλούσε συχνά την εξουσία και την κυβέρνηση με τα άρθρα της. Τους ενοχλούσε πολύ και το πλήρωσε με τη ζωή της. Στις 7 Οκτωβρίου του 2006, ένας κάτοικος της Μόσχας, ανακαλύπτει μέσα στο ασανσέρ της πολυκατοικίας του, στην οποία βρισκόταν και το διαμέρισμα της Πολιτόφσκαγια, το πτώμα της. Η αστυνομία βρίσκει δίπλα στη νεκρή δημοσιογράφο ένα περίστροφο Μακάροφ, το χαρακτηριστικό όπλο των κατά παραγγελία δολοφονιών στη Ρωσία και τέσσερις κάλυκες από σφαίρες. Πολλοί είπαν ότι ο θάνατός της ήταν ένα δώρο προς τον Πούτιν, που εκείνη τη μέρα γιόρταζε τα γενέθλιά του. Ο Πούτιν την είχε χαρακτηρίσει «Προδότρια των συμφερόντων του ρωσικού κράτους» . Μόλις τα ρώσικα πρακτορεία ειδήσεων μετέδωσαν την είδηση ο δημοσιογραφικός κόσμος για μια ακόμα φορά διαμαρτυρήθηκε έντονα. Όλοι γνώριζαν τις έντονες κυβερνητικές πιέσεις που δεχόταν η δημοσιογράφος , προκειμένου να μην ασκεί τη δριμύτατη κριτική της στην κυβέρνηση. Η Πολιτόφσκαγια εργαζόταν στην μικρής κυκλοφορίας αντιπολιτευόμενη εφημερίδα Νόβαγια Γκαζέτα της Μόσχας. Κάθε της αποκάλυψη εξέθετε τις κυβερνητικές πρακτικές στο θέμα της Τσετσενίας.
Το 2002 ήταν η διαπραγματεύτρια προς τους Τσετσένους αντάρτες, όταν αυτοί κατέλαβαν το θέατρο Dubrovka της Μόσχας, με 900 ομήρους σκορπώντας τρόμο στην πόλη, πράξη που στοίχισε τη ζωή σε δεκάδες ανθρώπους. Οι ίδιοι οι αντάρτες ζήτησαν να διαπραγματευτούν με τη δημοσιογράφο. Οι Τσετσένοι σέβονταν την Πολιτόφσκαγια για τον τρόπο με τον οποίο κάλυπτε τον πόλεμο στην Τσετσενία. Η κατάληψη του θεάτρου από τους Τσετσένους αντάρτες ήταν η σκληρότερη δοκιμασία του Πούτιν στα δυόμισι χρόνια που βρισκόταν στο Κρεμλίνο. Η άνοδός του στην προεδρία είχε βασιστεί εν πολλοίς στην αποστολή ρωσικών στρατευμάτων στην Τσετσενία, ύστερα από τριετή απουσία, κίνηση που αποδείχθηκε δημοφιλής στη ρωσική κοινή γνώμη και του προσέδωσε τη φήμη σκληρού και αποτελεσματικού ηγέτη. Δυο χρόνια αργότερα, το 2004, η Πολιτόφσκαγια επιχείρησε να μεταβεί από τη Μόσχα στο βόρειο Καύκασο για να καλύψει τη δραματική κατάληψη του σχολείου στο Μπεσλάν. Υπέστη σοβαρή δηλητηρίαση όταν ήπιε στο αεροπλάνο ένα φλιτζάνι τσάι και μεταφέρθηκε σε σοβαρή κατάσταση στο νοσοκομείο. Η ίδια είχε αποδώσει τότε τη δηλητηρίαση αυτή στις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες. “Η Διεθνής Αμνηστία πιστεύει ότι η Αννα Πολιτκόφσκαγια βρέθηκε στο στόχαστρο λόγω της δημοσιογραφική της εργασίας, με την οποία περιέγραψε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τσετσενία και σε άλλες περιοχές της Ρωσίας”, τόνισε σε ανακοίνωσή της η διεθνής οργάνωση. Η δολοφονημένη δημοσιογράφος είχε βραβευτεί για ρεπορτάζ της στη "Νοβάγια Γαζέτα" και επέκρινε τακτικά την πρακτική της κυβέρνησης και τη συμπεριφορά των στρατιωτικών, όπως αυτή διαταζόταν από το Κρεμλίνο στη διάρκεια και των δύο πολέμων στην Τσετσενία κατά την περασμένη δεκαετία.
Με τη δολοφονία της Πολιτόφσκαγια άνοιξε ένας κύκλος δολοφονιών των υπερασπιστών των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ακολουθεί ο θάνατος της δικηγόρου Στάνισλας Μαρκέλοφ.Η δολοφονία της δημοσιογράφου και ακτιβίστριας Ναταλία Εστεμίροβα, η οποία είχε βραβευθεί με το βραβείο «Πολιτκόφσκαγια» το 2007, αποτελεί το τρίτο μέρος αυτού του κύκλου αίματος. Ο Ρώσος ηγέτης υιοθέτησε στην πρώτη του αυθόρμητη αντίδραση τις διαδιδόμενες κατηγορίες δηλώνοντας ότι το έγκλημα «συνδέεται με την επαγγελματική δραστηριότητά της», για να διορθώσει στη συνέχεια προσφέροντας κάλυψη στον Καντίροφ. “Είμαι σίγουρος ποιος είναι ένοχος για το φόνο της Ναταλίας. Το όνομά του είναι Ραμζάν Καντίροφ”, αναφέρει σε κείμενο, που ανήρτησε αργά το βράδυ της Τετάρτης, ο πρόεδρος της MKO Memorial, στην ιστοσελίδα της ρωσικής, μη κυβερνητικής οργάνωσης. Πράγματι, η 50χρονη ρωσίδα, που είχε συνεργαστεί στενά τόσο με την Άννα Πολιτκόφσκαγια (που δολοφονήθηκε το 2006 στη Μόσχα), όσο και με τον Στανισλάβ Μαρκέλοφ (που βρέθηκε δολοφονημένος τον Ιανουάριο στη ρωσική πρωτεύουσα), εδώ και δέκα χρόνια εργαζόταν για την MKO Memorial, ερευνώντας υποθέσεις παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων – κυρίως υποθέσεις απαγωγών και δολοφονιών - από τις τσετσενικές υπηρεσίες επιβολής του νόμου.Χάρη στον αγώνα τους πραγματοποιήθηκε η πρώτη και μοναδική έως τώρα δίκη για φόνο που αποδόθηκε σε τσετσένους αξιωματούχους και κατέληξε αντιστοίχως στη μοναδική καταδίκη πολιτικού προσώπου από την Τσετσενία. Με αυτά τα δεδομένα είναι αναπόφευκτο να στραφεί η προσοχή της κοινής γνώμης στον εκλεκτό της Μόσχας και προσωπικώς του Βλαντίμιρ Πούτιν, στον Τσετσένο πρόεδρο Καντίροφ. Καθώς όμως αυτές οι δολοφονίες δεν είναι οι μόνες εγκληματικές ενέργειες εναντίον δημοσιογράφων στη Ρωσία, τίθεται εκ νέου υπό αμφισβήτηση η ποιότητα του ρωσικού πολιτεύματος, αλλά και οι σχέσεις των δυτικών κρατών με τη Μόσχα.
Στο βιβλίο της Πολιτκόφσκαγια «Αξίζει να πεθαίνεις για τη δημοσιογραφία;», που κυκλοφόρησε το 2011, μια ανθολογία από κείμενα, μαρτυρίες και ρεπορτάζ διαφαίνεται η σχέση της δημοκρατίας και της διαφθοράς μέσα στην μετακομμουνιστική Ρωσία. Η ίδια πάλεψε με αντιξοότητες ανιχνεύοντας μυστικά και ξεσκεπάζοντας ψέματα. Στη Ρωσία σήμερα τη θυμούνται σαν μια ηρωίδα-μάρτυρα. Από τον πόλεμο στην Τσετσενία, τον οποίο κάλυψε χαρακτηρίζοντάς τον ως γενοκτονία, μέχρι την παρακμιακή Μόσχα του Πούτιν και της μαφίας, η Πολιτκόφσκαγια δεν οπισθοχώρησε ποτέ από την αποκάλυψη της αλήθειας παρά τις απειλές που δέχτηκε από τους μπράβους της εξουσίας οι οποίοι στο τέλος την εξολόθρευσαν. Οι ανταποκρίσεις της από την Τσετσενία ξεκινούν με μια λακωνική προειδοποίηση: «Αυτές είναι φρικτές ιστορίες». «Η Πολιτκόφσκαγια πήγε τόσο κόντρα στο κατεστημένο που εν μέρει προκάλεσε τη μοίρα της. Κανείς δεν μπορεί να πάει τόσο κόντρα στη ρωσική εξουσία. Στο τέλος θα αφανιστεί». Αυτό λένε οι συνάδελφοί της. Όμως ο θάνατός της δεν είναι ένα αίσχος μόνο για τη ρωσική εξουσία που τη σχεδίασε αλλά και για τα ρωσικά ΜΜΕ που σε μεγάλο βαθμό, όσο εκείνη ζούσε, της είχαν γυρίσει την πλάτη αντιμετωπίζοντάς τη σαν μια ακραία περίπτωση. Η Πολιτκόφσκαγια χρησιμοποιούσε συχνά τη λέξη koverny, που σημαίνει «κλόουν» Με αυτή τη λέξη Περιέγραφε τη γενιά των Ρώσων δημοσιογρ΄’αφων που ασχολούνται μόνο με «ευχάριστα θέματα» αλλά και τα πιόνια της ρώσικης πολιτικής.
Η Άννα Πολιτκόφσκαγια γεννήθηκε στις 30 Αυγούστου 1958 στη Νέα Υόρκη από γονείς καταγόμενους απ' τη σοβιετική Ουκρανία. Σπούδασε δημοσιογραφία στο κρατικό πανεπιστήμιο της Μόσχας, απ' όπου αποφοίτησε το 1980, και ξεκίνησε να αρθρογραφεί. Συγγραφέας και δημοσιογράφος, μέσα απ' τα γραπτά της εξέθετε τη βαρβαρότητα του Κρεμλίνου υπό την ηγεσία του Βλαντιμίρ Πούτιν για τον πόλεμο κατά της Τσετσενίας, ερχόμενη σε ρήξη μαζί τους. Η πολυβραβευμένη δημοσιογράφος ταξίδεψε πάνω από 40 φορές στην Τσετσενία, ενώ αναμείχθηκε σε διαπραγματεύσεις για απελευθέρωση ομήρων (Νορντ-Οστ 2002, Μπεσλάν, 2004).
Ακολουθούν τρία κείμενά της. Το πρώτο από τον Γκάρντιαν για την υπόθεση του θεάτρου Dubrovka, στο οποίο ήταν διαπραγματεύτρια. Το δεύτερο είναι μια συζήτηση με μια επιζώσα του Μπεσλάν, το τρίτο μια ανατριχιαστική συνέντευξη με τον Καντίροφ, αντιπρόεδρο της Τσετσενίας.
Προσπάθησα και απέτυχα
The Guardian, Τετάρτη, 30 Οκτωβρίου 2002
Την περασμένη εβδομάδα, η βετεράνος Ρωσίδα πολεμική ανταποκρίτρια Αννα Πολιτκόφσκαγια μπήκε σε ένα θέατρο στη Μόσχα για να μιλήσει με τον αρχηγό των τρομοκρατών που το είχαν υπό κατάληψη. Η αποστολή της ήταν να προσπαθήσει να σώσει ομήρους, αλλά τίποτα στην μακρόχρονη καριέρα της δεν την είχε προετοιμάσει για κάτι τέτοιο.
«Είμαι η Πολιτκόφσκαγια, είμαι η Πολιτκόφσκαγια», φώναξα περίπου στις 2μμ στις 25 Οκτωβρίου, καθώς έμπαινα στο θέατρο Dubrovka, το οποίο βρισκόταν υπό κατάληψη από τρομοκράτες. Δεν είχα καμία εξειδίκευση και απολύτως καμία εμπειρία από διαπραγματεύσεις με τρομοκράτες. Αν είχα κάτι, αυτό ήταν η επιθυμία μου να βοηθήσω ανθρώπους που βρίσκονταν σε κίνδυνο χωρίς να φταίνε οι ίδιοι. Επιπλέον, εφόσον οι τρομοκράτες είχαν ζητήσει οι ίδιοι να μου μιλήσουν, δεν μπορούσα να αρνηθώ.
Οι σόλες των παπουτσιών μου έτριζαν στο πάτωμα και ο οξύς ήχος που έκαναν τα πόδια μου πάνω στα σπασμένα γυαλιά πάντα θα ηχεί επίπονα στην καρδιά μου. Καθώς περπατούσα κλοτσούσα χρησιμοποιημένα φυσίγγια. Τα πόδια μου ήταν σαν λάστιχα από τον φόβο. «Γιατί εγώ, μια γυναίκα, να έχω βρεθεί σε αυτήν την κατάσταση-κόλαση;», σκέφτηκα. «Υπάρχουν ένα σωρό άνδρες που είναι εκπαιδευμένοι ειδικά για τέτοιες περιστάσεις. Γιατί έπρεπε να έρθω εγώ εδώ»;
«Είμαι η Πολιτκόφσκαγια…. Είναι κανείς εδώ»; Φώναξα. «Γειά σας, είμαι η Πολιτκόφσκαγια έχω έρθει για να συναντήσω τον αρχηγό. Απαντήστε!»
Ήταν απολύτως ήσυχα και ήρεμα γύρω μου. Στα αριστερά μου το βεστιάριο του θεάτρου γεμάτο αδιάβροχα και τζάκετς. Παλτό, αλλά όχι άνθρωποι, ούτε ανθρώπινοι ήχοι. Έμοιαζε σαν να έμπαινες σε ένα σχολείο, ενώ όλα τα παιδιά κάθονταν ήσυχα στις τάξεις τους.
Ανέβηκα από τις σκάλες στον δεύτερο όροφο, φωνάζοντας ακόμη. Περπάτησα την μισή απόσταση χωρίς να συναντήσω ψυχή. Τελικά εμφανίστηκε μπροστά μου ένας άνδρας με μια μαύρη μάσκα και ένα πολυβόλο. « Είμαι η Πολιτκόφσκαγια, ήρθα για να συναντήσω τον αρχηγό σας», είπα.
«Θα τον φωνάξω αμέσως» απάντησε. Με κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια και ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες.
«Από πού είσαι;» Τον ρώτησα.
« Από το Τοβζένι.» (Ενα μεγάλο χωριό στα τσετσενικά βουνά)
«Έχω πάει εκεί.»
«Αλήθεια; Πώς σου φάνηκε; Σου άρεσε ;»
Σήκωσα τους ώμους μου, δεν ήξερα τι να του απαντήσω.
Περιμέναμε ήδη 15 ή 20 λεπτά. Τί να σχεδίαζαν; Μου φάνηκε πως άκουσα έναν ήχο πίσω από μια πράσινη πόρτα που βρισκόταν σε απόσταση δύο μέτρων από μένα, εκεί όπου φανταζόμουν ότι εκατοντάδες άνθρωποι κάθονταν παγιδευμένοι και φοβισμένοι. Για αυτούς τους ανθρώπους είχα έρθει εδώ. ΄Επειτα η πράσινη πόρτα άνοιξε. Ένας άλλος μασκοφόρος οδήγησε έξω μία εύθραυστη έφηβη που φορούσε ένα κίτρινο μπλουζάκι Το πρόσωπό της ήταν χλωμό. Την έβαλαν να σταθεί δίπλα μου. Μάζεψα όλο μου το θάρρος και ρώτησα,
«Πώς είσαι;»
«Ορίστε;» απάντησε το κορίτσι.
Κι αυτό ήταν όλο, την έσπρωξαν με το πολυβόλο πίσω πάλι από την καταραμένη σκοτεινή πράσινη πόρτα. Παρόλη την εμπειρία μου και την μόρφωση μου, ήμουν ολωσδιόλου ανίκανη να βοηθήσω το παιδί. Η αίσθηση της ανικανότητας ήταν απαίσια.
Μασκοφόροι πηγαινοέρχονταν, μιλώντας μεταξύ τους και ρωτώντας με « Είσαι η Πολιτκόφσκαγια;» Από το μπαλκόνι του τρίτου ορόφου διάφορα κεφάλια κοιτούσαν κάτω με περιέργεια. Μπορούσα να διακρίνω από το άνοιγμα των μασκών τους στο ύψος των στομάτων τους ότι χαμογελούσαν πίσω από τις μάσκες. Προκειμένου να διασκεδάσω το βάρος της σιωπής, προσπάθησα να τους μιλήσω.
«Οι μητέρες σας; Ξέρουν οι μητέρες σας ότι είστε εδώ;» «Όχι, αλλά αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει επιστροφή. Ή θα σταματήσει ο πόλεμος, ή θα ανατινάξουμε τους ομήρους.»
«Πότε θα έρθει ο αρχηγός σας;» Ρώτησα.
«Περίμενε. Είσαι βιαστική; Μην βιάζεσαι. Θα μάθεις τα πάντα αμέσως,» απάντησε ένας από αυτούς. Τα λόγια αυτά με έκαναν να τρέμω πάλι.
«Ποιο είναι το επόμενο στάδιο; Θα με σκοτώσουν; Θα με κρατήσουν όμηρο;»
Σύντομα κάποιος μπήκε από την πράσινη πόρτα, πίσω από την οποία βρίσκονταν οι όμηροι, και μου είπε να τον ακολουθήσω. Ένα λεπτό μετά μιλούσαμε σε ένα βρώμικο δωμάτιο χωρίς παράθυρα, που ήταν κοντά στην αίθουσα με τους ομήρους. Εκεί μέσα υπήρχε φως και για πρώτη φορά μπορούσα να δω τα πάντα πιο καθαρά. Ο υπεύθυνος των διαπραγματεύσεων από τη δική τους μεριά αποδείχτηκε ότι ήταν ένας άνδρας 29 ετών ονόματι Αμπού Μπακάρ, ο οποίος αυτοσυστήθηκε ως αναπληρωτής αρχηγός του τάγματος των αυτονομιστών. Στο ξεκίνημά της, η συνομιλία ήταν τεταμένη. Ο Αμπού Μπακαρ φαινόταν νευρικός αρχικά, αλλά αργότερα ηρέμησε. Όταν μίλησε για την γενιά του, για τους Τσετσένους ηλικίας 20 έως 30 ετών που έζησαν και τους δύο πολέμους και δεν γνώρισαν τίποτα άλλο εκτός από το να πολεμούν, ήταν φανερά θυμωμένος.
«Δεν θα με πιστέψεις αλλά για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια αισθανόμαστε ήρεμοι εδώ.»
«Εδώ στο θέατρο;»
«Ναι θα πεθάνουμε εδώ για την ελευθερία της γης μας.»
«Θέλετε να πεθάνετε;»
«Δεν θα το πιστέψετε αλλά ναι, το θέλουμε πάρα πολύ. Τα ονόματά μας θα γραφτούν στην ιστορία της Τσετσενίας.»
Είμαι βέβαια πολύ άπειρη στον τομέα των διαπραγματεύσεων. Δεν είχα ιδέα σχετικά με το τι να πω. Το ίδιο ίσχυε και για εκείνον, που είχε περάσει τη μισή του ζωή φορώντας στρατιωτική στολή και κρατώντας το όπλο του. Γι’ αυτόν τον λόγο προσπαθούσα να κερδίσω χρόνο με συζητήσεις σχετικά με το νόημα της ζωής τους, για παράδειγμα. Κάποιοι άλλοι από τους αντάρτες ήρθαν για να ακούσουν τη συζήτηση.
Ο Αμπού Μπακάρ ηρέμησε ξανά, άφησε στην άκρη το όπλο του και είπε ότι ήθελε να καθαρίσει την ψυχή του πριν πεθάνει. Τον άκουγα με προσοχή αλλά ταυτοχρόνως προσπαθούσα να παρέμβω σχετικά με την κατάσταση των ομήρων.
«Απελευθερώστε τους εφήβους,» πρότεινα.
«Όχι. Έχουμε υποφέρει στα χέρια των ανθρώπων σας. Τώρα αφήστε τους δικούς σας ανθρώπους να υποφέρουν στα δικά μας χέρια. Και αφήστε και τους γονείς που βρίσκονται έξω από το θέατρο να νιώσουν όπως ένιωθαν οι δικοί μας γονείς.»
«Τουλάχιστον αφήστε μας να ταΐσουμε τα παιδιά»
«Όχι. Τα παιδιά μας πεθαίνουν από την πείνα, ας πεινάσουν και τα δικά σας.»
Ο Αμπού Μπακαρ είπε ότι δεν περίμενε να δείξουν οι εχθροί έλεος. Είπε ακόμη ότι ονειρευόταν να πεθάνει στο πεδίο της μάχης. Πιστεύω ότι ήταν ειλικρινής και έντιμος μάζι μου γιατί βρισκόταν μπροστά σε μια γυναίκα στην ηλικία της μητέρας του. Και αυτό ακριβώς του είπα, ότι δηλαδή ήταν στην ηλικία του γιου μου και ότι ούτε στους χειρότερους μου εφιάλτες δεν θα μπορούσα να φανταστώ τον γιο μου σε μία τέτοια κατάσταση. «Αν είχε γεννηθεί στην Τσετσενία, θα μπορούσε να είναι στη θέση μου. Και θα επιθυμούσε όπως εγώ να πεθάνει για όλα όσα μας κάνετε στην Τσετσενία», απάντησε.
«Και αν έπρεπε να πεθάνεις αύριο;»
«Δόξα τον Αλλάχ.»
Στο τέλος αποφασίσαμε ότι ήταν η ώρα να αποχωρήσουμε. Δεν συμφωνήσαμε πολλά πράγματα και δεν πείστηκα για το ότι οι συζητήσεις μας είχαν φέρει κάποιο αποτέλεσμα. Αλλά δεν είμαι διαπραγματεύτρια. Το μόνο που συμφωνήσαμε ήταν ότι τις επόμενες ώρες θα έφερνα νερό και χυμό μέσα στο θέατρο και θα προσπαθούσα να φέρω αρκετή ποσότητα για περίπου 700 άτομα.
Αποχώρησα από το θέατρο σε πλήρη σιωπή. Πάλι ένιωθα ότι δεν βρισκόταν κανένας γύρω μου. Μοναχικά πανωφόρια και αδιάβροχα παρακολουθούσαν τα βήματα μου. Είχε κρύο, πάρα πολύ κρύο μέσα σε αυτό το τρομαχτικό θέατρο- δεν υπήρξε ποτέ, κανένα θέατρο σε ολόκληρο τον κόσμο, τόσο γεμάτο με εκρηκτικά. Είπα στον εαυτό μου, «Πήγαινε φέρε τον χυμό, ψάξε γι αυτόν, κάνε μόνο αυτό τώρα και μην σκέφτεσαι.»
Είχα πετύχει πολλά ή λίγα; Λίγα φυσικά. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι παραπάνω. Όταν έγινε εισβολή στο θέατρο, όλοι οι τρομοκράτες με τους οποίους είχα μιλήσει σκοτώθηκαν. Και μαζί τους πέθαναν και 67 από τους ομήρους που είχαν πιει νωρίτερα τον χυμό μου.
Ας σταματήσει επιτέλους αυτός ο καταραμένος πόλεμος.
Πηγή: http://www.theguardian.com/world/2002/oct/30/russia.terrorism
Μετάφραση από το πρωτότυπο: Μαρία Χανδρά
***
Συνάντηση με τη δασκάλα Ραΐσα Καμπουλάτοβνα, επιζώσα των γεγονότων στο Μπεσλάν.
Η Ραΐσα Καμπουλάτοβνα είναι 62 ετών και την 1η Σεπτεμβρίου έκλεινε σαράντα χρόνια παιδαγωγικής εργασίας.
“Περίμενα να με προϋπαντήσουν με λουλούδια, όχι με σφαίρες”.
Η Ραϊσα Καμπουλάτοβνα, όπως και πολλοί άλλοι δάσκαλοι με μεγάλη προϋπηρεσία είναι ευθυτενής και υπερήφανη, κάτι που δεν μπορεί να τσακίσει η απόλυτη σχιζοφρένεια που επικρατεί σήμερα στο Μπεσλάν, όπου λόγω της έλλειψης πληροφόρησης κανείς δε γνωρίζει πώς διεξάγεται η ανάκριση και ποιος φταίει για όλα αυτά.
“Την 1η του μηνός μπήκαμε στην αίθουσα γυμναστικής με το πρώτο κύμα, γιατί η θέση της δικής μου, δεύτερης τάξης, στη γραμμή, ήταν μπροστά από τις πόρτες. Κάθισα στο πάτωμα μπροστά από την τάξη μου. Πίσω από την πλάτη μου κάθονταν οι μαθητές με τους γονείς τους. Εκρηκτικά κρέμονταν πάνω από το κεφάλι μου. Ο Αρτούρ Κισίγιεφ ήταν με τον γιο του, όπως όλοι. Οι τρομοκράτες είπαν: “Όλοι οι νεαροί πατεράδες θα κάνουν ένα βήμα μπροστά από τους άλλους”. Πέντε λεπτά αργότερα τούς εκτέλεσαν στο διάδρομο. Έτσι δύο μαθητές μου έμειναν ορφανοί από πατέρα, ο Μούσικοβ και ο Κισίγιεφ. Είπα στα παιδιά μου “Παιδιά δεν πρόκειται να πυροβολήσουν.”
“...Τη δεύτερη νύχτα, όταν τελείωσε πια το νερό και δεν επέτρεπαν σε κανέναν να πάει στην τουαλέτα, είπα στα παιδιά μου να τα κάνουν πάνω τους. Τότε χαλάρωσαν κι άρχισαν να κατουράνε. Στα αγοράκια έδιναν άδεια μπουκάλια για να κατουράνε εκεί μέσα και τους έλεγα να πίνουν από αυτά τα μπουκάλια. Τα παιδιά σιχαίνονταν. Τότε εγώ πρώτη πήρα κι ήπια τα ούρα ενός παλιού μου μαθητή από την έκτη τάξη. Δεν έκλεισα καν τη μύτη μου για να αντιληφθούν τα παιδιά ότι δεν είναι και τόσο τρομερό.”
“...λίγο πριν την έφοδο τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα. Οι άνθρωποι ήταν αναίσθητοι. Πολλοί έπεφταν πάνω στους άλλους. Η Ταϊσα Καουρμπέκοβνα Χεταγούροβα, δασκάλα της οσετινικής γλώσσας, ένιωσε άσχημα και σύρθηκα προς το μέρος της για να τη στηρίξω στον τοίχο, διαφορετικά θα την τσαλαπατούσαν... Έτσι άφησα τον Ασίκ Κισίγιεφ, που μετά το θάνατο του πατέρα του είχε συρθεί δίπλα μου. Αυτό ήταν. Δεν άκουσα ούτε την έκρηξη, ούτε τους πυροβολισμούς. Απλά έχασα τον κόσμο. Ξύπνησα, όταν έπεσαν πάνω μου οι άντρες των ειδικών δυνάμεων. Πατούσαν πάνω στα κορμιά μας. Πάτησαν πάνω μου κι άρχισα να ανακτώ τις αισθήσεις μου, άρχισα να σέρνομαι. Γύρω μου υπήρχαν πτώματα το ένα πάνω στο άλλο. Γιατί επέζησα εγώ και όχι αυτοί; Γιατί σκοτώθηκαν επτά μαθητές μου από τη δευτέρα τάξη και όχι εγώ που είμαι πια 62 χρονών; Πού είναι ο Ασίκ; Κάθε νύχτα έρχεται στον ύπνο μου, σέρνεται προς το μέρος μου σαν γατάκι. Η μητέρα του, Μαρίνα, ζεί με το ζόρι, το ξέρω, συναντήθηκα μαζί της.”
Οι άνθρωποι στη χώρα θα πρέπει να θυμούνται τι συνέβη: Το κράτος αυτοακυρώθηκε πλήρως από τα γεγονότα στο Μπεσλάν. Και το Μπεσλάν τρελαίνεται. Τρελαίνεται στην απόλυτη μοναξιά του.
Οι άνθρωποι, όμως, στη χώρα μας δεν θέλουν να θυμούνται.
***
Απόσπασμα από συνέντευξη με τον Ραμζάν Καντίροφ, αντιπρόεδρο της Τσετσενίας, αμέσως μετά τις προεδρικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν τον Αύγουστο του 2004 και την εκλογή του διορισμένου από το Κρεμλίνο Αλού Αχλάνοφ.
Α.Π. Πώς εκτιμάτε τον εαυτό σας; Ποια είναι η πιο δυνατή πλευρά του χαρακτήρα σας;
Ρ.Κ. Τι θα πει αυτό; Δεν καταλαβαίνω την ερώτηση.
Α.Π. Σε ποιο πράγμα είστε δυνατός; Σε ποιό αδύναμος;
Ρ.Κ. Δεν θεωρώ ότι είμαι αδύναμος πουθενά. Είμαι δυνατός. Τον Άλου Αχλάνοφ τον έκανα πρόεδρο γιατί τον θεωρώ δυνατό. Τον εμπιστεύομαι εκατό τοις εκατό. Εσύ, πιστεύεις, ότι το Κρεμλίνο εκλέγει; Ο λαός εκλέγει. Πρώτη φορά ακούω ότι το Κρεμλίνο αποφασίζει για οτιδήποτε.
Παράξενο, αλλά το άκουσα κι αυτό.
(Θα περάσει λίγη ώρα, ούτε μια ώρα για την ακρίβεια, και ο Ραμζάν θα πει τα εντελώς αντίθετα: Ότι για όλα αποφασίζει το Κρεμλίνο, ότι ο λαός είναι όχλος και ότι αμέσως του πρότειναν στο Κρεμλίνο “να γίνει εκείνος πρόεδρος”, αλλά ο Ραμζάν αρνήθηκε γιατί “θέλει να πολεμήσει”).
Ρ.Κ. Αν εσείς μας είχατε αφήσει στην ησυχία μας, εμείς, οι Τσετσένοι, από καιρό θα ήμασταν ενωμένοι.
Α.Π. Ποιοι “εσείς”;
Ρ.Κ. Εσείς, οι δημοσιογράφοι. Οι πολιτικοί της Ρωσίας. Εσείς δεν μας αφήνετε να αποκαταστήσουμε την τάξη. Σπέρνετε τον διχασμό ανάμεσά μας. Εσύ έλαβες θέση στη διαμάχη των Τσετσένων. Είσαι εχθρός, χειρότερος και από τον Μπασάγιεφ.
Α.Π. Ποιοι άλλοι είναι εχθροί σας;
Ρ.Κ. Εγώ δεν έχω εχθρούς. Είναι ληστές.
Α.Π. Εσείς δεν εκλέξατε μόνοι σας τον πρόεδρο της Τσετσενίας;
Ρ.Κ. Όχι.
Α.Π. Ποιά δραστηριότητα σας αρέσει περισσότερο από όλες;
Ρ.Κ. Να πολεμώ. Είμαι πολεμιστής.
Α.Π. Έχετε σκοτώσει κάποιον προσωπικά;
Ρ.Κ. Όχι. Πάντα διοικούσα.
Α.Π. Δεν είστε πολύ νεαρός για να ισχυρίζεστε ότι πάντα διοικούσατε; Κάποιος θα σας διοικούσε κι εσάς κάποια στιγμή.
Ρ.Κ. Μόνο ο Καντίροφ. Κανείς άλλος δε με διοίκησε ποτέ. Κι ούτε πρόκειται.
Α.Π. Δώσατε εντολές να σκοτώσουν;
Ρ.Κ. Έδωσα.
Α.Π. Δεν είναι τρομερό αυτό;
Ρ.Κ. Δεν είμαι εγώ, αλλά ο Αλλάχ. Ο προφήτης έλεγε ότι τους ουαχαμπίτες* πρέπει να τους εξοντώνουμε. Έτσι δεν έλεγε;
Α.Π. Κι όταν εξαφανιστούν οι ουαχαμπίτες με ποιον θα πολεμάτε;
Ρ.Κ. Θα ασχοληθώ με τη μελισσοκομία. Έχω μελίσσια. Και ταύρους. Και σκυλιά για κυνομαχίες.
Α.Π. Δε λυπάστε που τα σκυλιά σκοτώνουν το ένα το άλλο;
Ρ.Κ. Όχι, δεν λυπάμαι. Μου αρέσει. Το σκύλο μου, τον Ταρζάν, τον σέβομαι σαν άνθρωπο. Είναι ένα καυκασιανό λυκόσκυλο, το πιο δίκαιο σκυλί.
Α.Π. Τι άλλες ασχολίες έχετε; Σκυλιά, μελίσσια, πόλεμος, και...;
Ρ.Κ. Αγαπώ πολύ τις γυναίκες.
Α.Π. Η σύζυγός σας δεν έχει αντίρρηση;
Ρ.Κ. Κρυφά τα κάνω.
Α.Π. Τι σπουδές έχετε κάνει;
Ρ.Κ. Ανώτατες νομικές. Τελειώνω. Δίνω εξετάσεις.
Α.Π. Τι εξετάσεις;
Ρ.Κ. Τι θα πει τι εξετάσεις. Εξετάσεις.
Α.Π. Πώς λέγεται το ινστιτούτο στο οποίο ολοκληρώνετε τις σπουδές σας;
Ρ.Κ. Παράρτημα του Ινστιτούτου Διοίκησης Επιχειρήσεων της Μόσχας. Βρίσκεται στο Γκουντερμές. Δηλαδή Νομική Σχολή.
Α.Π. Ποιά είναι η ειδικότητά σας;
Ρ.Κ. Είμαι νομικός.
Α.Π. Το δίπλωμά σας σε ποιο δίκαιο αναφέρεται; Στο ποινικό, στο αστικό;
Ρ.Κ. Ξέχασα. Έγραψα το θέμα σ' ένα χαρτάκι, αλλά το ξέχασα. Έχουμε τώρα πολλά γεγονότα.
* Ουαχαμπίτες: Φανατικοί μουσουλμάνοι που χρηματοδοτούνται βασικά από τη Σαουδική Αραβία. Αυτοί αποτέλεσαν τον σκληρό πυρήνα της αντίστασης κατά των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν και δημιούργησαν εκεί το κίνημα των Ταλιμπάν.
***
Tα τρία κείμενα προέρχονται από το πρόγραμμα της παράστασης σε επιμέλεια Τάνιας Παλαιολόγου και Μαρίας Χανδρά.
σχόλια