Πέμπτη, 10/9
Πηγαίνω στο ραντεβού που απέφευγα να κλείσω δέκα χρόνια τώρα. Αφού είδα και απόειδα, ακύρωσα χιλιάδες άλλα ραντεβού με όλο τον σύνδεσμο διατροφολόγων και διαιτολόγων της Αθήνας, έγραψα και έπρηξα τους πάντες για δίαιτες και πλήρωσα ένα χρόνο πανάκριβης συνδρομής σε γυμναστήριο, χωρίς να πατήσω το πόδι μου ούτε μια φορά, χθες κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Και ήταν από αυτές τις φορές που η άρνηση του καλοπερασάκια έλειπε από το μπάνιο και με άφησε να με δω και να αποφασίσω πως έχω ξεπεράσει την πολύ συμπαθητική γραμμή που λέγεται «γεματούλης, αλλά μια χαρά» και έχω φτάσει στην απέναντι όχθη, εκεί που πάνε τα «ντουλαπάκια», που λέει κι ο φίλος μου. Περιμένω στο δωμάτιο αναμονής του διαιτολόγου, διαβάζω όλα τα Νίτρο, Ξίτρο, Χαλόου, Μαλόου και προσπαθώ μέσα μου να καταπιέσω την παρόρμηση να ανοίξω την πόρτα του ιατρείου και να κατευθυνθώ προς το πιο κοντινο ταβερνείο για ένα κιλό παϊδάκια με πατάτες τηγανητές. Αρχίζω να βρίζω τα θεία και να στέλνω μηνύματα στη Νάνση για το πόσο άδικη είναι η ζωή και πως τον δρόμο μας τον πήραμε λάθος και όλα τα σχετικά. Το αναπόφευκτο συμβαίνει, ακούω το όνομά μου, και μια πολύ ευγενική και αδύνατη κυρία με οδηγεί στο γραφείο του γιατρού. Με ζυγίζει, με βρίσκει φυσικά δεκαπέντε κιλά υπέρβαρο, και με ένα πολύ ευγενικό τρόπο με επιπλήττει με ένα αστειάκι τύπου «το γλεντήσαμε βλέπω!». Αν ήμουν καρτούν αυτήν τη στιγμή, θα ήμουν ο Πλούτο, με τα αυτιά κατεβασμένα μέχρι το πάτωμα. Τέλος πάντων, μου έγραψε κάτι πράγματα εκεί πέρα, κάτι κρέατα ψητά, κάτι σαλάτες, κάτι cottage cheese, και άλλα φαγητάκια που στην κουζίνα μου ούτε για βόλτα δεν περνάνε, μου ευχήθηκε καλή τύχη και κλείσαμε ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα. Περιέργως, παρά την άρνησή μου, κάτι μέσα μου με έσπρωχνε να θέλω να ακολουθήσω αυτό το strict regime που θα με μετατρέψει από «ντουλαπάκι» σε «μίσχο» και πάλι και που πάνω από όλα θα ικανοποιήσει τη ματαιόδοξη επιθυμία μου να μπω σε στενά τζιν και μπλουζάκια τρέντι, από αυτά που φοράνε τα υπόλοιπα αγοράκια της ηλικίας μου. Φεύγοντας, κατευθύνομαι προς το σούπερ μάρκετ. Ποιος θα το πίστευε πως υπάρχουν τόσα γιαούρτια με μηδέν λιπαρά...
Κυριακή, 13/09
Τρίτη μέρα δίαιτας, έχω κλειστεί στο σπίτι, όπως οι ναρκομανείς, και συγκεντρώνομαι εντατικά στη σκέψη «να κάνω σωστά τη δίαιτα». Παράλληλα, γράφω Ημερολόγια Κουζίνας και αποφάσισα να μελετώ συνταγές και να ονειρεύομαι τη μέρα που θα πετάξω όλα τα cottage cheeses της Αθήνας σε κάποιο χαντάκι, φορώντας βέβαια ένα πολύ στενό παντελόνι Diesel με το αντίστοιχο τσίτι από πάνω. Το βράδυ ονειρεύτηκα ένα γλυκό. Ένα κέικ που ποτέ δεν έχω φτιάξει στη ζωή μου, όμως το ξέρω πολύ καλά, γιατί μικρός, ξεφυλλίζοντας τα βιβλία ζαχαροπλαστικής του πατέρα μου, πάντα το έβλεπα με μεγάλη λαχτάρα. Ήταν ένα συγκεκριμένο βιβλίο, που βεβαίως το κουβάλησα κι αυτό από το παλιό μου σπίτι, με δεκάδες άλλα άχρηστα πράγματα, που ονομαζόταν Cake & Cake Decoration από τις εκδόσεις Hamlyn είχε μέσα τη συνταγή του κέικ Battenberg. Ένα κολλάζ από τετράγωνες λωρίδες από κέικ λεμονιού και σοκολάτας, κολλημένες μεταξύ τους με lemon curd και καλυμμένες με αμυγδαλόπαστα. Είδα λοιπόν πως το έφτιαξα, πρώτα τα δύο διαφορετικά παντεσπάνια -μύριζε όλη η γειτονιά από λεμόνι και καλό κακάο- τα κόλλησα προσεκτικά και τα σκέπασα με αμυγδαλόπαστα. Στο σαλόνι κάποιος περίμενε ένα κομμάτι, μα εγώ κρυμμένος στην κουζίνα έφαγα τα πάντα, μέχρι και το τελευταίο ψίχουλο. Ξυπνώ και τρέχω στη βιβλιοθήκη της κουζίνας να βρω το βιβλίο. Η συνταγή, ακριβώς όπως τη θυμόμουν. Τη σημειώνω για το τέλος του Νοέμβρη... Σας φιλώ.
σχόλια