Σάββατο, 11:30 μ.μ, σε παραλιακό μπαρ στην Αίγινα
Είχα να έρθω εδώ τουλάχιστον 2 χρόνια. Το θυμόμουν ως ένα ήσυχο παραλιακό μπαρ - καθόμασταν σε πλαστικές καρέκλες του γύφτου δίπλα στο κύμα και μας κερνούσαν ποικιλίες και πλέον πρόκειται για κλαμπ υπερπαραγωγή με γάζες που ανεμίζουν στον αέρα, άσπρους καναπέδες σε τέσσερα ξύλινα ντεκ και συνεχές παίξιμο χιτ του Μιχάλη Χατζηγιάννη με φόντο τους κοκοφοίνικες. Δεν νομίζω ότι έχω ξαναδεί τόσο πολλές ωραίες κοπέλες μαζεμένες όσες απόψε- είναι σχεδόν τρομακτικό. Οι τρεις άντρες της παρέας κοιτάζουν γύρω τους και φωνάζουν θριαμβευτικά σηκώνοντας τα χέρια τους «Πιπίνια!» (νόμιζα ότι τη λέξη αυτήν τη χρησιμοποιούσε πλέον μόνο ο Μάρκος Σεφερλής στις επαναλήψεις του «Κορίτσια ο Μάρκουλης» στο Alter), ενώ όλη η κουβέντα περιστρέφεται πλέον γύρω από τις γκόμενες. Έχουν ξεσαλώσει για τα καλά. «Καλά μπήκα στην τουαλέτα και έχει τρομερές γκόμενες», «Κοίτα, ρε συ, τι παίζει εδώ στ' αριστερά», «Δεν παίζει αυτός ο κ...». Τρεις ώρες αργότερα, κι ενώ η Ο. κι εγώ χορεύουμε μόνες μας, αυτοί έχουν μείνει στο ίδιο σημείο και συνεχίζουν να κοιτάνε γύρω τους με μάτια γεμάτα ευγνωμοσύνη.
Σάββατο, 4.00 π.μ., στην παραλία του Μαραθώνα
Τα όνειρά μας για ερημικό πάρτι υπό το φως των αστεριών διαλύονται πολύ γρήγορα. Η παραλία του Μαραθώνα στις 4 το πρωί είναι πιο πολυσύχναστη κι από το λιμάνι του Πειραιά το Δεκαπενταύγουστο. Συναντάμε τον οδηγό μιας παρκαρισμένης νταλίκας που έχει στρώσει και κοιμάται στην ξαπλώστρα κανονικότατα, με μαξιλάρια και κουβέρτες, και δυο παρέες που έχουν ανάψει φωτιά με φύλλα ευκάλυπτου - η μία αποτελείται από ένα τσούρμο δεκαεφτάχρονα που τραγουδάνε πολύ λυπημένα Βασίλη Καζούλη. «Αυτοί είμαστε εμείς δέκα χρόνια πριν» μου λέει σχεδόν συγκινημένος ο Στέφανος, ενώ βρέχουμε τα πόδια μας. «Ούτε δέκα χρόνια πριν δεν τραγουδούσαμε Βασίλη Καζούλη με κιθαρούλα στις ακρογιαλιές» του απαντάω. Ξαπλώνουμε στην άμμο αγκαλιά με πετσέτες και κουβέρτες. «Ξέρεις τι μου θυμίσατε στο μπαρ;» τον ρωτάω. «Μια βραδιά που μια φίλη μου κοιταζότανε με έναν τύπο σε ένα κλαμπ. Του χαμογελούσε , της χαμογελούσε, αλλά τίποτα, δεν πήγαινε να της μιλήσει. Στο τέλος της βραδιάς και καθώς πήγαινε να φύγει τον χτύπησε συνωμοτικά στον ώμο. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χάρηκα που τα είπαμε» του είπε. «Είμαι πολύ ευχαριστημένη με την ιστορία μου» γελάω κιόλας μόνη μου για λίγο. «Α,» μου λέει ο Στέφανος. «Δηλαδή δεν φτάνει που δεν του μίλησε, τον έβγαλε και ηλίθιο τον άνθρωπο». Χμ!
σχόλια