ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ, μεταξύ του Μάνου Χατζιδάκι (1925-1994) και του πολιτικού, λογοτέχνη, θεατρικού συγγραφέα κ.λπ. Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα (1910-1990), που δεν είναι ευρέως διαδεδομένη. Οπότε και γι’ αυτό το λόγο, μα και για άλλους, έχει το ενδιαφέρον της.
Δεν είναι γνωστό, τουλάχιστον σ’ εμένα, πότε και υπό ποιες συνθήκες γνωρίστηκαν ο Χατζιδάκις με τον Αβέρωφ. Εννοώ πως δεν γνωρίζω συγκεκριμένες δηλώσεις επί του θέματος του ενός ή του άλλου (πέρα από κάποια περιστατικά που μνημονεύονται στο διαδίκτυο και τα οποία διηγούνται «τρίτοι», σε στυλ προφορικής ιστορίας). Πάντως και οι δύο ανήκαν στον κύκλο του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1907-1998), οπότε δεν αποκλείεται καθόλου αυτή η γνωριμία να μας πηγαίνει πολύ πίσω στο χρόνο, στο τέλος της δεκαετίας του ’50 και στην αρχή του ’60, όταν ο Αβέρωφ ήταν υπουργός Εξωτερικών της τότε κυβέρνησης Καραμανλή και ο Μάνος Χατζιδάκις ένας πολύ επιτυχημένος και βραβευμένος (σε Ελλάδα και εξωτερικό) συνθέτης. Σε κάθε περίπτωση το σίγουρο είναι πως στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’70 εκείνη η φιλική σχέση θα γινόταν ορατή και καλλιτεχνικά – και είναι αυτό, που μας ενδιαφέρει τώρα περισσότερο.
Τον Σεπτέμβριο του 1970 ο Μάνος Χατζιδάκις βρισκόταν στη Ρώμη, πολύ πιθανόν για την ολοκλήρωση του σάουντρακ της ταινίας του John Crowther “The Martlet’s Tale”. Εδώ να πω πως όταν ο Χατζιδάκις βρισκόταν στην Αμερική, στο τέλος των 60s και στην αρχή των 70s, ταξίδευε, για δουλειές, πολύ συχνά σε άλλες χώρες (της Ευρώπης κυρίως), φθάνοντας μέχρι και στην Τεχεράνη του Σάχη.
Ο Αβέρωφ περνάει σε μια αναπροσαρμογή του μύθου των Ατρειδών, προκειμένου να επιβάλλει με το έτσι θέλω, σ’ αυτόν, τις δικές του πολιτικές αγωνίες, από τις οποίες διακατεχόταν εκείνη την εποχή.
Εκεί, στη Ρώμη, θα τον συναντούσε ο Αλέξης Μινωτής ζητώντας του να γράψει μουσική για ένα θεατρικό του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, που σκόπευε να ανεβάσει ο θίασος που είχαν από κοινού με την Κατίνα Παξινού, για τη σεζόν 1970-71. Το έργο λεγόταν «Επιστροφή στις Μυκήνες» και θα ακολουθούσε τον «Ματωμένο Γάμο» του Federico García Lorca, που θα έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο Κατίνας Παξινού (Rex) τον Οκτώβριο του ’70 (με τη γνωστή μουσική και τα τραγούδια των Χατζιδάκι-Γκάτσου). Η μάλλον ανέλπιστη επιτυχία της παράστασης (αν κρίνω από διάφορα γραφόμενα της εποχής), που θα τραβούσε έως και το τέλος Μαρτίου του ’71, θα άλλαζε τα σχέδια των δύο μεγάλων πρωταγωνιστών, του Μινωτή και της Παξινού, οι οποίοι αμέσως μετά θα ανέβαζαν το έργο του Paul Willems «Η Πόλη με τα Πανιά» – με το «Επιστροφή στις Μυκήνες» κάπως να ξεμένει, δίχως τούτο να σημαίνει πως ο Χατζιδάκις δεν είχε ήδη έτοιμη τη μουσική του.
Πότε θα ανέβαινε, τελικά, το θεατρικό; Όταν ο Χατζιδάκις θα είχε επιστρέψει πλέον από την Αμερική, έχοντας έτοιμο και τον «Μεγάλο Ερωτικό» του. Η πρώτη παρουσίαση του έργου «Επιστροφή στις Μυκήνες» συμβαίνει, λοιπόν, στις 17 Νοεμβρίου 1972, στο θέατρο Κάβα, από έναν άλλο θίασο όμως, εκείνον της Τιτίκας Νικηφοράκη – με τη σκηνοθεσία του Γρηγόρη Μασαλά (ή και Μασσαλά), τη σκηνογραφία και τα κοστούμια της Λαλούλας Χρυσικοπούλου, τα κοσμήματα του Ηλία Λαλαούνη και τη μουσική, βεβαίως, του Μάνου Χατζιδάκι. Περί τίνος επρόκειτο;

Στο βιβλίο με το κείμενο, τα μέρη και τους διαλόγους του έργου, που θα κυκλοφορούσε τον Αύγουστο του 1973, από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας, ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας έγραφε ανάμεσα σε άλλα (σκέψεις, που υπήρχαν και στο θεατρικό πρόγραμμα, με το σχέδιο του Βύρωνα Απτόσογλου μπροστά):
«Ο Τρωικός Πόλεμος βρίσκεται στο σταυροδρόμι της Μυθολογίας και της Ιστορίας. Άλλα στοιχεία του ανήκουν ολοφάνερα στην πρώτη, άλλα –με διάφορες παραλλαγές– ανήκουν στη δεύτερη. Μολαταύτα έχει ευρύτερα γίνει δεκτή μια “ιστορία” του Τρωικού Πολέμου και των ηρώων του.(...) Γράφοντας την Επιστροφή στις Μυκήνες σεβάστηκα τις γενικές γραμμές της καθιερωμένης μυθιστορίας. Παρατήρησα όμως μιαν εντυπωσιακή πλευρά της και πάνω σ’ αυτή τη βάση, πάντα δηλαδή πάνω στα πανάρχαια θεμέλια, ξανάχτισα το παλιό οικοδόμημα, έτσι που να μπορεί να αντικριστεί και σαν σύγχρονο. Απ’ όλους τους αρχηγούς της εκστρατείας, ένας μόνο, ο “ηδυεπής και σεβάσμιος” Νέστωρ, ξαναβρήκε αμέσως το θρόνο του στην Πύλο. Γιατί ένας μόνο; Οι άλλοι αρχηγοί ή χάθηκαν, ή ταλαιπωρήθηκαν επί χρόνια πολλά, ή, αντί να γυρίσουν στα βασίλειά τους, πήγαν σε χώρες μακρινές, στην Κύπρο, στην Ιταλία, στην Ήπειρο, και ίδρυσαν εκεί νέες ελληνικές πολιτείες. Γιατί; Ο Αγαμέμνων, ο αρχηγός της μεγάλης εκστρατείας(...) γύρισε στις πολύχρυσες Μυκήνες του, όπου βρήκε το θάνατο. Γιατί γύρισε;(...) Μήπως, γιατί, πρώτος και στο μεγαλείο, αδιαφόρησε για όλα, αδιαφόρησε και για τον ενδεχόμενο θάνατο; Τα γεγονότα είναι πανάρχαια. Θολώνουν στα βάθη των αιώνων. Αλλά πολλά απ’ αυτά δεν θέτουν ερωτηματικά μόνο για τότε: προβληματίζουν για όλες τις εποχές. Και για τη σύγχρονη ακόμα.(...)».

Ο Αβέρωφ περνάει σε μια αναπροσαρμογή του μύθου των Ατρειδών, προκειμένου να επιβάλλει με το έτσι θέλω, σ’ αυτόν, τις δικές του πολιτικές αγωνίες, από τις οποίες διακατεχόταν εκείνη την εποχή. Στη χώρα υπάρχει δικτατορία, και ο ρόλος του Αβέρωφ, ως «γεφυροποιού», είναι γνωστός τοις πάσι σήμερα, όπως γνωστή ήταν και η σχέση του με τον εν Παρισίοις Κωνσταντίνο Καραμανλή, για τον οποίον κατά βάση δούλευε, ξέχωρα από τις όποιες κατά καιρούς προστριβές τους. Όπως γράφει και ο Δημήτρης Ψαρράς στο βιβλίο του «Το Μυστικό του Εθνάρχη / Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η χούντα» [Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2017]:
«Παρά τις συνεχείς δηλώσεις του Αβέρωφ, που είχαν στόχο την “αναγνώριση” του δικτατορικού καθεστώτος και παρά το ότι ο ίδιος διατήρησε προσωπική επικοινωνία και αλληλογραφία με τα ηγετικά στελέχη της χούντας, ακόμα και τον Παπαδόπουλο, ουδέποτε ταυτίστηκε με το δικτατορικό καθεστώς. Εξαρχής θέλησε να αναπτύξει τη δική του “μετάβαση” από τη δικτατορία προς έναν ειδικού τύπου “κοινοβουλευτισμό” με αρχηγό τον Καραμανλή ή και τον εαυτό του. Ο ίδιος αντιλαμβανόταν τον ρόλο του ως “ενδιαμέσου” και φρόντιζε να ερμηνεύει προς την κατεύθυνση αυτή και τις κινήσεις του Καραμανλή».
Τη σχέση Καραμανλή-Αβέρωφ, όπως και τον ρόλο του συντηρητικού πολιτικού στην εποχή της μετάβασης, από τη δικτατορία στη δημοκρατία, τον περιγράφει αδρά και ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Αν. Τασούλας («εξ απορρήτων» του Αβέρωφ στη δεκαετία του ’80), στο βιβλίο του «Το μέγεθος και η μοίρα του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα» [Διεύθυνση Εκδόσεων και Εκτυπώσεων της Βουλής των Ελλήνων, 4/2019]. Διαβάζουμε κάπου:
«Αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, ή μάλλον την ίδια ώρα της πτώσεως, ο Ευάγγελος Αβέρωφ είχε μία συμπεριφορά που φανερώνει εκθαμβωτικά τη σπανιότητα του πολιτικού του ήθους. Όπως γνωρίζετε, η δική του παρέμβαση της δωδεκάτης ώρας, σ’ εκείνες τις δραματικές στιγμές, έφερε στην Ελλάδα τον Καραμανλή και τη Δημοκρατία. Και βέβαια, ο Καραμανλής γι’ αυτόν δεν ήταν μόνο ο στενός φίλος. Ήταν ο ενδεδειγμένος ηγέτης για την κρίσιμη ώρα. Και παρέμεινε έτσι γι’ αυτόν μέχρι το τέλος της ζωής του».
Στο θεατρικό «Επιστροφή στις Μυκήνες» ο Αβέρωφ βάζει τον Αγαμέμνονα να επιστρέφει στις Μυκήνες, ενώ γνωρίζει πως τα πράγματα δεν θα ήταν καθόλου ρόδινα για ’κείνον. Παρά ταύτα τον θέλει να παίρνει το ρίσκο, αφού ως ηγέτης δεν μπορεί να κάνει πίσω, καθώς οφείλει ακόμη και να θυσιαστεί για τις ιδέες του, αν κάτι τέτοιο το απαιτούσαν, τέλος πάντων, οι περιστάσεις. Λέει κάπου ο Αγαμέμνων στο κείμενο:
«Ούτε τους πολλούς ούτε τους λίγους λογαριάζω Φιλοκτήτη. Μα αν οι θεοί αποφάσισαν το θάνατό μου, τότε και σ’ εκείνους και στους ανθρώπους λέω: Ο Βασιλιάς των Μυκηνών μόνο στις Μυκήνες πεθαίνει».

Με άλλα λόγια; Ο Καραμανλής οφείλει να επιστρέψει με κάθε κόστος και να «πεθάνει», για τις ιδέες του, στην Ελλάδα. Την εξήγηση την δίνει, παραστατικά, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος (1937-2024) στη θεατρική κριτική του, που θα δημοσιευόταν σε πρώτο χρόνο στην εφημερίδα «Το Βήμα» [30 Νοε. 1972]:
«Το ερώτημα (του Αβέρωφ) είναι: γιατί τάχα ο Αγαμέμνονας γύρισε στις Μυκήνες;(...) Και δίνει την ιδεαλιστική απάντηση χωρίς να την πολυκουβεντιάζει: γύρισε γιατί ένας ηγέτης έχει χρέος να υπηρετεί το πολιτικό σύστημα που εγκαθίδρυσε, να αναλαμβάνει τις ευθύνες του και να θυσιάζεται, αν χρειαστεί. Αν μάλιστα του συμβεί το τελευταίο, τότε γίνεται και μάρτυρας, απαλλάσσεται από τις αμαρτίες του (και) σχεδόν αγιοποιείται».
Η επιστροφή του Καραμανλή, μετά την πτώση της δικτατορίας, και η ανάληψη της ευθύνης της χώρας, μετά και από τις προσήκουσες δημοκρατικές προσαρμογές (νομιμοποίηση της κομμουνιστικής αριστεράς, ελεύθερες εκλογές κ.λπ.) ουσιαστικά λειτούργησε και ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ σε σχέση με την πρώτη δική του οκταετία (εκλογές «βίας και νοθείας», ανηλεής αντικομμουνισμός, σκληρό αστυνομικό κράτος, δολοφονία Λαμπράκη κ.λπ.).
Στο «Επιστροφή στις Μυκήνες» πρωταγωνιστούσαν γνωστοί ηθοποιοί της εποχής –ανάμεσά τους ο Νίκος Βασταρδής (Αγαμέμνων), η Τιτίκα Νικηφοράκη (Κλυταιμνήστρα), ο Βασίλης Τσάγκλος (Οδυσσεύς), η Θάλεια Παπάζογλου (Ωραία Ελένη), η Ηλέκτρα Παπαθανασίου (Κασσάνδρα), ο Ορφέας Ζάχος (Φιλοκτήτης), ο Νίκος Λυκομήτρος (Αίας), η Μαργαρίτα Γεράρδου (μαυροφόρα) κ.ά.–, με το έργο να θεωρείται σχετικώς επιτυχημένο, από εμπορικής πλευράς, αφού θα έμενε στη σκηνή για τρεις μήνες περίπου (έως τις 11 Φεβρουαρίου 1973) υπερβαίνοντας τις 100 παραστάσεις.
Σίγουρα θα βοηθούσε και η κριτική, η οποία γενικώς ήταν θετική, κυρίως από τις εφημερίδες της δημοκρατικής δεξιάς, τις συντηρητικές ή και τις φιλοχουντικές (καλά λόγια θα έγραφαν ο Άγγελος Δόξας στον «Ελεύθερο Κόσμο», ο Μπάμπης Κλάρας στη «Βραδυνή», ο Σπύρος Μαρκεζίνης στην «Εστία» και ο Χρήστος Φιλιππίδης στην «Ακρόπολις»), ενώ οι λεγόμενες «προοδευτικές» εφημερίδες, όπως «Το Βήμα», δια χειρός Γεωργουσόπουλου, θα «έθαβαν» την παράσταση.
Ο τελευταίος δεν θα εύρισκε σχεδόν τίποτα θετικό στο έργο, γράφοντας σκληρά λόγια για τη σκηνοθεσία, για το παίξιμο των περισσοτέρων ηθοποιών (τους καταλόγιζε στόμφο και επιτήδευση), τα κοστούμια και βεβαίως για το κείμενο του Αβέρωφ («η ερασιτεχνική απασχόληση του κ. Αβέρωφ με το θέατρο ίσως θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον αν περιοριζόταν σε θέματα κοντινότερα στις εμπειρίες του π.χ. στη διπλωματία ή το αγροτικό πρόβλημα της Ηπείρου»).
Καλά λόγια, με αστερίσκους όμως, θα έγραφε ο Γεωργουσόπουλος για τα σκηνικά (ερήμην, όμως, της παράστασης και του κειμένου, όπως θα σημείωνε χαρακτηριστικά), όπως και για το τραγούδι του Χατζιδάκι (θα πω στη συνέχεια ποιο ήταν αυτό), για το οποίο γράφει πως ήταν ωραίο, αλλά εκτός κλίματος.

Λίγες μέρες μετά τον θάνατο του εκδότη Χρήστου Λαμπράκη, που συνέβη στις 21 Δεκεμβρίου 2009, ο Γεωργουσόπουλος θα θυμόταν, στην εφημερίδα «Τα Νέα» (της 9ης Ιανουαρίου 2010), ένα περιστατικό σχετικό με την «Επιστροφή στις Μυκήνες», που έχει πολυποίκιλο ενδιαφέρον. Διαβάζουμε:
«Τον Νοέμβριο του 1972, εν μέσω χούντας, ανέβηκε στο θέατρο Κάβα το έργο του μακαρίτη υπουργού και πολιτικού με πλούσια ιστορία Αβέρωφ, το πρώτο του θεατρικό πόνημα με τον τίτλο Επιστροφή στις Μυκήνες, μια σύγχρονη εκδοχή της Ορέστειας με σαφείς αναφορές στους σύγχρονους πολέμους, αλλά και στην ελληνική πρόσφατη τότε ιστορία. Ο Αβέρωφ, παροπλισμένος εκ των πραγμάτων του καιρού πολιτικός, είχε έως τότε εκδώσει αξιόλογα μυθιστορήματα σχετικά με το βορειοηπειρωτικό πρόβλημα, τους Τσάμηδες και τους Κουτσόβλαχους, με τόλμη και ιστορική τεκμηρίωση. Είδα την παράσταση του ιστορικού δράματος και πριν συντάξω την κριτική μου μού τηλεφώνησε ο μακαρίτης Χάρης Μπουσμπουρέλης, αλλά εν συνεχεία και ο φίλος Γιώργος Ρωμαίος, στελέχη διευθυντικά του Βήματος, όπου τότε έγραφα, για να μού εκφράσουν την επιθυμία του Χρήστου Λαμπράκη να επισπεύσω το κείμενό μου, διότι κάθε πρωί κατέφθανε στο γραφείο του ο Αβέρωφ για πρωινό καφέ, ρωτώντας συνεχώς πότε θα δημοσιευθεί η κριτική μου. Απάντησα πως κρατάω σειρά για λόγους δεοντολογικούς προτεραιοτήτων, αλλά και οι δύο φίλοι με παρακάλεσαν να βιαστώ, έστω παραβαίνοντας τις αρχές μου. Πράγματι έγραψα μια εκτενή κριτική με κάθετες και σοβαρές αντιρρήσεις και για το θέμα και για τη θεατρική του διαχείριση. Όπως πάντα χειρόγραφος παρέδωσα το κείμενό μου και εκ των υστέρων ο αξέχαστος διευθυντής τότε συντάξεως Λέων Καραπαναγιώτης μού αφηγήθηκε ό,τι συνέβη.
Όταν ο Αβέρωφ κατέφθασε στο γραφείο τού Λαμπράκη εκλήθη με το εσωτερικό κουδούνι του κλητήρας να φέρει το χειρόγραφό μου. Ο κλητήρας το έφερε, ο Λαμπράκης, χωρίς να το κοιτάξει καν, το παρέδωσε στον Αβέρωφ. Εκείνος το διάβασε αργά και με συνεχόμενη αλλά διπλωματικά κρυμμένη αγανάκτηση και όταν το τελείωσε, το άφησε αμήχανα στο γραφείο. Ο Λαμπράκης το πήρε, σήκωσε από το συρτάρι του έναν μαρκαδόρο, και χωρίς να του ρίξει πάλι ματιά, έγραψε μεγαλογράμματα... ΤΥΠΩΘΗΤΩ. Χτύπησε το κουδούνι και το παρέδωσε στον κλητήρα, λέγοντας ήρεμα: “Στον κ. Καραπαναγιώτη για τυπογραφείο”! Την εποχή εκείνη είχα έναν χρόνο κριτικός στο Βήμα και δεν είχα ποτέ την τύχη και τη χαρά να συναντήσω τον Χρήστο Λαμπράκη πρόσωπο με πρόσωπο. Είχα μόλις δύο χρόνια στη δουλειά και παραμονές Πρωτοχρονιάς του 1974 ανέβαινα τα σκαλοπάτια της εφημερίδας για να ευχηθώ Καλή Χρονιά, όταν κατέβαινε ο Λαμπράκης με τον Καραπαναγιώτη. “Σας πρόλαβα”, είπα, “ερχόμουν να ευχηθώ Χρόνια Πολλά”. Έπιασα τον Λαμπράκη με τον κανθό τού ματιού να ρωτάει βουβά τον Καραπαναγιώτη “ποιος είναι;”, ο Καραπαναγιώτης με συνέστησε και με την ευγένεια που τον διέκρινε ο Λαμπράκης μού έσφιξε το χέρι. Τρία χρόνια στη δουλειά του, σε καιρούς που δεχόμουν καταιγισμούς πυρών, δεν με γνώριζε ούτε φυσιογνωμικά.(...)».
Μπορεί ο Λαμπράκης να μην γνώριζε φυσιογνωμικά τον Γεωργουσόπουλο, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να εμπιστεύεται το γράψιμό του με «κλειστά μάτια», υπερασπιζόμενος την υπογραφή τού υπαλλήλου του μπροστά σε «τρίτους» (στον Αβέρωφ). Το κρατάμε αυτό, για τη σχέση των συγκεκριμένων ατόμων πρώτα-πρώτα.
Σε σχέση τώρα με τη μουσική, που θα έγραφε ο Μάνος Χατζιδάκις για το θεατρικό «Επιστροφή στις Μυκήνες» του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, δεν είναι πολλά πράγματα γνωστά. Δεν ξέρουμε, ας πούμε, πόση διάρκεια είχε αυτή η μουσική –δεν πρέπει να ήταν πολλή πάντως–, αν και γνωρίζουμε πως υπήρχε ένα τραγούδι στην παράσταση (σε στίχους Χατζιδάκι), που είχε τίτλο «Η μπαλάντα του γυρισμού». Αυτό το τραγούδι ακουγόταν επί σκηνής από τα πληρώματα των καραβιών, ενώ στην δισκογραφία θα περνούσε πέντε χρόνια αργότερα, όταν θα το απέδιδε ο Ευτύχιος Χατζηττοφής στο άλμπουμ «Οι Γειτονιές του Φεγγαριού / Χωρίον ο Πόθος» [Νότος, 1977]. Ήταν το τελευταίο τραγούδι του δίσκου (και του έργου «Χωρίον ο Πόθος») και είχε τίτλο «Επιστροφή».
Μάνος Χατζιδάκις - Χωρίον ο Πόθος - Επιστροφή
Σ’ ένα άλμπουμ, το 2LP «Κατίνα Παξινού», που είχε κυκλοφορήσει από την Philips το 1975, και που περιείχε διαλόγους και μονολόγους της Παξινού από θεατρικές παραστάσεις, μαζί με μουσικές (της Παξινού, του Δημήτρη Μητρόπουλου, του Γιάννη Χρήστου, του Μενέλαου Παλλάντιου, του Paul Dessau, του Μάνου Χατζιδάκι) και άλλα τινά, υπήρχαν και τρία κομμάτια με τίτλους «Επιστροφή στις Μυκήνες» διάρκειας 0:22, 0:51 και 0:33 δευτερολέπτων. Να είχε γράψει ο Χατζιδάκις, για το θεατρικό του Αβέρωφ, ούτε δύο λεπτά μουσική συνολικά συν το τραγούδι; (Το πρώτο κομμάτι είναι ένα σάλπισμα, το δεύτερο διαθέτει κιθάρες, έγχορδα, πιάνο, πνευστά, άρπα, κρουστά και είναι ελαφρώς ονειρικό, ενώ το τρίτο αφήνει μια αίσθηση έντασης). Δεν το αποκλείω.
Eπιστροφή στις Μυκήνες - Μέρος II
Τώρα, στο ενδεχόμενο ερώτημα... γιατί υπάρχει η μουσική από την «Επιστροφή στις Μυκήνες» σ’ ένα δίσκο της Παξινού, η οποία, τελικά, δεν ανέβασε το έργο, αυτό εξηγείται από το γεγονός πως ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ο παραγωγός του double LP, έχοντας συνθέσει και λογικά παραδώσει τη μουσική του στο ζευγάρι Παξινού-Μινωτής ήδη από το 1970 (δύο χρόνια πριν από το ανέβασμα του έργου από τον θίασο της Νικηφοράκη). Προφανώς, το 1975, όταν ο Χατζιδάκις θα έκανε αυτό το τιμητικό άλμπουμ για την Παξινού, θα είχε θεωρήσει πως η μουσική του της ανήκει.

Συνεργάστηκαν ξανά τα μετέπειτα χρόνια οι Αβέρωφ και Χατζιδάκις; Σίγουρα δύο φορές. Η πρώτη είχε να κάνει με το έργο του Χατζιδάκι «Αποστολή (Ημερολόγιο ενός αεροπόρου)» (1980), μια καντάτα για μέτζο σοπράνο, μεικτή χορωδία και ομάδα οργάνων, με λιμπρέτο βασισμένο σε ημερολόγιο αεροπόρου του Β Παγκοσμίου Πολέμου και κείμενα του Αβέρωφ. Το έργο ήταν παραγγελία του υπουργείου Εθνικής Αμύνης, όταν ο Αβέρωφ ήταν υπουργός των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας, και παραμένει, κακώς θα έλεγα, ανέκδοτο μέχρι σήμερα – αν και υπάρχει «ζωντανή» καταγραφή του στο Ηράκλειο, το 1981, με την Κική Μορφονιού, τη χορωδία του Τρίτου Προγράμματος υπό τον Αντώνη Κοντογεωργίου και με τον Χατζιδάκι να παίζει πιάνο.
Χατζιδάκις και Αβέρωφ θα συνεργάζονταν για τελευταία φορά, όταν ο πρώτος θα έγραφε μουσική για το θεατρικό έργο του δεύτερου (δράμα σε τρεις πράξεις) «Καρυδιές στην Πέτρινη Γη», που θα ανέβαινε στο θέατρο Αμιράλ, τη σεζόν 1985-86, από τον θίασο του Πέτρου Φυσσούν, σε σκηνοθεσία Γιώργου Μεσσάλα. Η κριτική του Τάσου Λιγνάδη, στην «Καθημερινή» της 22ας Δεκεμβρίου 1985, θα ήταν και πάλι «σκληρή», όχι τόσο για το κείμενο αυτό καθ’ αυτό, όσο για την «υπερβολική περιποίηση» που είχε υποστεί το έργο σε όλες τις επιμέρους διαστάσεις του (ακόμη και στη μουσική), η οποία (περιποίηση) δεν του επέτρεπε να «ανασάνει».
Επιστροφή στις Μυκήνες - Μέρος ΙΙΙ