Στις 19 του μήνα, την Hμέρα του Πατέρα, τα social media γέμισαν σπαράγματα μνήμης, αφιερώματα, αυτοσχέδιες σκέψεις. Σε τέτοιον βαθμό κορεσμού, που προκλήθηκαν αντιδράσεις απ' όσους είδαν στο φαινόμενο ακραία εξιδανίκευση και μελό συντηρητισμό.
Υπάρχει, παρ' όλα αυτά, ένα γεγονός που δεν μπορούμε να το παραβλέπουμε ούτε να το απωθούμε. Ότι σε έναν κόσμο με θολές συλλογικές αναφορές, σε έναν κόσμο αποδιοργανωμένο από τις ίδιες του τις ταχύτητες, ψάχνουμε «αγκυροβόλια». Αναζητούμε κάποιο έδαφος κάτω από τη γλιστερή άμμο, κάτι πιο στέρεο από τις εφήμερες και τυπικές δεσμεύσεις της φιλελεύθερης ζωής.
Αυτό από μόνο του μοιάζει αναπόφευκτο. Μπορεί να μην αφορά τους πάντες, αλλά για τους περισσότερους είναι ζωτικό. Μιλώ για την αγάπη. Για την αγάπη ως ευγνωμοσύνη σε έναν άλλον άνθρωπο, σε έναν σημαντικό άλλο.
Η εικόνα ενός ατόμου «που δεν χρωστάει σε κανέναν τίποτα» παραπέμπει σε μια μονόχνοτη ορφάνια. Σε ανθρώπους που φοβούνται να συγκινηθούν, για να μη δείξουν αδύναμοι και εξαρτημένοι από την παρουσία του άλλου. Σε όντα που δεν τολμούν να δείξουν εύθραυστα, γιατί τρέμουν μήπως χάσουν τον έλεγχο των κινήσεών τους.
Στην περίπτωση, φυσικά, του πατέρα, λειτουργεί και η παραδοσιακή διάσταση του κοινωνικού προτύπου. Πέρα από την αγάπη, υπάρχει, όπως λέγεται, η αναζήτηση της αυθεντίας, ο θαυμασμός, η αναγνώριση της οφειλής. Στην τρέχουσα κατανομή των συναισθημάτων, στη μητέρα επαφίεται κυρίως η αγάπη και στον πατέρα ο σεβασμός ή, εν πάση περιπτώσει, κάτι πιο «ψυχρό».
Πολλές, όμως, απ' αυτές τις κληρονομημένες ιδέες και στάσεις δεν ισχύουν στην καθημερινή εμπειρία. Όταν η αθέτηση (κάθε) συμβολαίου κυριαρχεί ως αίσθηση, η αγάπη, η ευγνωμοσύνη και ο σεβασμός φαίνεται να συγκατοικούν. Δείχνουν, δηλαδή, προς την ίδια θεμελιώδη περιοχή της αφοσίωσης, μέσα από διαφορετικούς δρόμους.
Είναι λάθος να στέκεται κανείς με σνομπ διάθεση απέναντι σε αυτές τις πρώτες ύλες της κοινωνικότητας. Και μεγαλύτερο λάθος να τις χαρίζει στους δημαγωγούς των «υγιών οικογενειακών προτύπων» ή σε ιδιοτελείς που εκμεταλλεύονται τα αιτήματα αφοσίωσης για να προωθήσουν τις φθηνές εθνικιστικές τους πραμάτειες.
Γιατί, προφανώς, έχουμε ανάγκη να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας. Σε ζωντανούς αλλά και σ' εκείνους τους ακριβούς μας που έχουν πεθάνει, σε όσους μας περιβάλλουν τώρα αλλά και στα πρόσωπα που σημάδεψαν τη ζωή μας.
Αρκεί η σχέση με το παρελθόν να μην καθηλώνει. Να μην οδηγεί σε έναν ρηχό συναισθηματισμό, σε μια μνήμη γεμάτη σιροπιαστά γλυκά Ανατολής. Να μην ταριχεύεται η ενθύμηση σε «έντεχνους» εξομολογητισμούς.
Μη γελιόμαστε, πάντα υπάρχει αυτό το ενδεχόμενο. Το οικογενειακό κιτς και μια πόζα παραδοσιολατρίας εμφανίζονται με ιδιαίτερα επιθετικές διαθέσεις τα τελευταία χρόνια. Συναντάς πολλούς που περνάνε με ένα άλμα από τον καλό και χρυσό τους μπαμπά σε επιθέσεις σε όσους, για παράδειγμα, δεν επιλέγουν να γίνουν γονείς. Οι γενναιόδωρες ιδέες της ευγνωμοσύνης και της αφοσίωσης διαστρέφονται συχνά σε εργαλεία για το ηθικό μαστίγωμα του «ατομιστή», του «καταναλωτή» κ.λπ.
Αυτή η ιδεολογική κατάχρηση φτιάχνει νέους αυταρχισμούς και κομφορμισμούς. Αλλά δεν έχει καμία σχέση με το πρωταρχικό αίτημα της αγάπης, όπως εκφράζεται, έστω με τους αμφιλεγόμενους και επιπόλαιους τρόπους που διαθέτει ο γαλαξίας των social media.
Η εικόνα ενός ατόμου «που δεν χρωστάει σε κανέναν τίποτα» παραπέμπει σε μια μονόχνοτη ορφάνια. Σε ανθρώπους που φοβούνται να συγκινηθούν, για να μη δείξουν αδύναμοι και εξαρτημένοι από την παρουσία του άλλου. Σε όντα που δεν τολμούν να δείξουν εύθραυστα, γιατί τρέμουν μήπως χάσουν τον έλεγχο των κινήσεών τους.
Αν αυτή η εικόνα, έστω ως καρικατούρα, είναι θλιβερή, το αντίδοτο δεν είναι η επιστροφή σε αδύνατους παραδοσιακούς ρόλους. Ούτε φυσικά η ιδεολογία της «κοινότητας» που θα αποκαταστήσει το κύρος των πατεράδων σε έναν άκαρδο κόσμο. Οι κοινωνικές σχέσεις και οι νοοτροπίες δεν ρυθμίζονται από τις εντολές των ιδεολόγων και των κριτικών.
Το αντίδοτο στην ορφάνια είναι, πάλι, η αγάπη. Πολύτροπη και ακατάτακτη, η σχέση μας με κάτι που μας υπερβαίνει και μας δωρίζει νόημα. Ακόμα και όταν έχει περάσει η Ημέρα του Πατέρα και η κάθε επετειακή στιγμή, ακόμα και τότε. Όταν χαμηλώνουν τα φώτα της σκηνής και μένουμε μόνοι με τις αγάπες μας και τους φόβους μας. Ιδίως τότε.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO.
σχόλια