Κάθε φορά επιστρέφει η ίδια απορία. Από καλοσπουδαγμένους φιλελεύθερους, ευαίσθητους οικολόγους, ορθολογιστές σοσιαλδημοκράτες ή και αριστερούς που ορκίζονται στα κοινωνικά δικαιώματα και στο τέλος της λιτότητας: ποιος είναι αυτός ο λαός που πάει προς την ούλτρα δεξιά; Ποια είναι αυτά τα άτομα που εγκαταλείπουν αξιοσέβαστες πολιτικές οικογένειες με τις σοβαρές τους παραδόσεις (η Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία κρατάει από την εποχή του Ένγκελς και του Κάουτσκι) για να στοιχηθούν με τους τυχοδιώκτες εθνικιστές που πολλοί από αυτούς ήταν μέχρι προσφάτως άγνωστοι;
Τα τελευταία χρόνια έχουν δοθεί σοβαρές απαντήσεις για τα κίνητρα και το προφίλ των εκλογέων της νέας ριζοσπαστικής Δεξιάς. Άλλοι τονίζουν τα κοινωνικοοικονομικά τραύματα των λαϊκών και μεσαίων τάξεων, άλλοι τις αγωνίες ταυτότητας και την πολιτισμική ανασφάλεια των γηγενών απέναντι στους ξένους.
Θέλω όμως να πάω κάπου αλλού, μια και η συζήτηση για τις «αιτίες ανόδου» των δεξιών λαϊκισμών συνεχίζεται και αποκτά περισσότερη τεκμηρίωση.
Ίσως πρέπει να μιλήσουμε περισσότερο για την κόπωση της Δύσης και τις φαντασιώσεις βίας που εκλύει αυτό το αίσθημα εξάντλησης. Μου έκανε, ας πούμε, εντύπωση μια φράση των ανθρώπων της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» (AfD), που έκαναν λόγο για κυνήγι της Μέρκελ. Σαν να λέει κάποιος: αυτή θα την πάρουμε στο κατόπι, θα την κυνηγήσουμε, θα την έχουμε στο στόχαστρο.
Αυτή η ρητορική του κυνηγιού είναι κοντά στη λαϊκή φαντασία για «εκδίκηση» στο όνομα όλων των ματαιώσεων και των τραυμάτων που προκαλεί η σύγχρονη, παγκοσμιοποιημένη, μητροπολιτική ζωή.
Το αίσθημα της κόπωσης από τις συμβάσεις της καθιερωμένης πολιτικής μπορεί να κάνει τη βία επιθυμητή ως μια έσχατη ειλικρίνεια. Γι' αυτό και οι ψηφοφόροι της ακροδεξιάς απαντούν, δικαιολογώντας την επιλογή τους, πως «αυτοί, τουλάχιστον, μας λένε την αλήθεια».
Τι συμβαίνει λοιπόν; Η συμπονετική ρητορική των «καλών» (των πολιτικών παραφυάδων του εξισωτικού, ανθρωπιστικού Διαφωτισμού) γίνεται απεχθής και βαρετή. Σε ποιους; Κυρίως σε άνδρες νεότερων ηλικιών που αισθάνονται ευάλωτοι και ριγμένοι ανάμεσα σε ένα ένδοξο παρελθόν, με το οποίο τους έχουν πάρει τ' αυτιά, και σ' ένα άδοξο μέλλον που το γεύονται ήδη από τώρα.
Σε αυτό το σημείο, στην έλξη δηλαδή που μπορεί να ασκεί η βίαιη γλώσσα και ενδεχομένως και η βίαιη πράξη, βλέπει κανείς τη σχέση που έχουν τα καινούργια φαινόμενα με το παρελθόν του φασισμού και του ναζισμού. Είναι ήδη αρκετά παλιός ο φόβος ότι η φιλελεύθερη κοινωνία ευνουχίζει, απομυζά το σθένος και φθείρει την υγεία, οδηγώντας την ανθρωπότητα προς ένα ανθυγιεινό συνονθύλευμα. Απέναντι σε αυτό τον «εκφυλισμό» πολλοί είδαν τη βία ως μια υπαρξιακή και πολιτική απάντηση. Όχι απλώς τη φυσική βία (αν και αυτή στάθηκε θεμελιώδης στους κλασικούς ολοκληρωτισμούς) αλλά και τα λόγια που δεν χαρίζονται και αγνοούν τις συμβάσεις της ευπρέπειας.
Θα σας κυνηγήσουμε, θα σας δείξουμε, θα δείτε λοιπόν τι θα πάθετε. Ή αλλιώς «στα τέσσερα», όπως ήταν η ίδια εκδοχή στον σεξουαλικά απειλητικό κώδικα του Πάνου Καμμένου.
Το αίσθημα της κόπωσης από τις συμβάσεις της καθιερωμένης πολιτικής μπορεί να κάνει τη βία επιθυμητή ως μια έσχατη ειλικρίνεια. Γι' αυτό και οι ψηφοφόροι της ακροδεξιάς απαντούν, δικαιολογώντας την επιλογή τους, πως «αυτοί, τουλάχιστον, μας λένε την αλήθεια». Δεν εννοούν, φυσικά, ότι με τη συγκεκριμένη εκλογική τους επιλογή θα βρουν τις πιο ορθολογικές και πειστικές απαντήσεις στα προβλήματά τους αλλά ότι από «αυτούς τουλάχιστον» ακούν αυτά που κουβεντιάζουν μεταξύ τους.
Με άλλα λόγια, η ανενδοίαστη εναλλακτική δεξιά έχει ένα ατού σε σχέση με τους άλλους: μιμείται επιτυχημένα την αυθόρμητη και μπρούτα γλώσσα των ανθρώπων που εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Ενώ όλοι οι υπόλοιποι, κεντροδεξιοί και κεντροαριστεροί, μιλούν κανονιστικά και δικαιωματικά, μιλούν για το αφηρημένο ευρωπαϊκό δέον, οι ριζοσπάστες της δεξιάς μαζεύουν από τον δρόμο αυτά που «ακούγονται» και τα παρουσιάζουν αρετουσάριστα στην πολιτική αρένα.
Στην Ιδεολογία των καλών αντιπαραθέτουν μια Ζωολογία που πάει πέρα από το καλό και το κακό, πέρα από τον ανθρωπισμό και την αστική αβροφροσύνη. Στη αυτοσυγκράτηση των κοινοβουλευτικών ηθών απαντούν με θόρυβο και προκλήσεις. Έτσι έκαναν και στον Μεσοπόλεμο απέναντι στους πολιτισμένους σοσιαλδημοκράτες και στους ιδρωμένους ρήτορες των αστικών φιλελεύθερων κομμάτων.
Φυσικά, δεν περνούν στην πράξη, όπως οι ναζί και οι φασίστες του εικοστού αιώνα. Τώρα η βία παίζεται περισσότερο στη δυνατότητα για εκβιασμούς και στη σκηνοθεσία της «τιμωρίας των ελίτ». Η κύρια προσπάθεια αναλώνεται στην παρεμπόδιση μιας πολιτικής παρά στον στόχο μιας πραγματικής επανάστασης για αλλαγή καθεστώτος.
Ο εικοστός αιώνας είναι υβριδισμός, κόπωση και επικοινωνία. Άφθονη, επεξεργασμένη και προβαρισμένη επικοινωνία. Ακόμα και η αδεξιότητα, το ακαλλιέργητο και το αγενές μπορεί να υπηρετούν τον σκοπό της δημοφιλίας και της τονισμένης λαϊκότητας.
Μπορεί όμως να υπάρξει αποτελεσματική απάντηση σε αυτό; Να πείσουν οι σοβαρές, πιο σύνθετες και λιγότερο «φυσικές» απαντήσεις στα προβλήματα;
Ίσως. Αρκεί φυσικά να μη μοιάζουν με γλαφυρές εκθέσεις ιδεών αποκομμένες από τα σημερινά συλλογικά βιώματα. Και να μην περιφρονούν τους φόβους των μαζών λες και υπάρχει ζωή άφοβη και ασφαλής (υπάρχει: μόνο σε συνθήκες περιτειχισμένης πολυτέλειας).
Κανένας δημοκράτης δεν κερδίζει πασχίζοντας να μιμηθεί τον αντιδημοκράτη και τα μαθήματα ανατομίας των ακραίων. Το θέμα είναι όμως να μην κλείνει τ' αυτιά στη βουή των γεγονότων, συνεχίζοντας τις παλιές, καλές, ανώδυνες δεήσεις του. Σαν να μην έχει αλλάξει η αρχιτεκτονική του κόσμου μας και όλα να εξακολουθούν το ίδιο πληκτικά και νανουριστικά, όπως οι τακτικές ομιλίες ενός Προέδρου της Δημοκρατίας. Από αυτούς που μπορείς να προβλέψεις όλες τις λέξεις τους και το συμπέρασμά τους.
Όσο νομίζουμε πως η δημοκρατία είναι το προβλέψιμο συμπέρασμα ενός νανουριστικού λόγου, τόσο θα αυξάνεται ο πειρασμός της πρόκλησης: να πάει κανείς με τους κακούς για να ακούσει «την ωμή αλήθεια».
σχόλια