Όσοι υπήρξαμε παιδιά τη δεκαετία του '80, στεκόμαστε πάντα σούζα, όταν κάπου τυχαίνει να παίξει το εναρκτήριο μουσικό σήμα του "Μάπετ Σόου", η πανέξυπνη αρχή του κορυφαίου, μέχρι σήμερα, τηλεοπτικού προγράμματος για παιδιά, με καθαρά ενήλικες χαρακτήρες και παράδοξες σχέσεις: από τον βάτραχο Κέρμιτ και την επιθετική καλή του, τη γουρουνίτσα Πίγκυ, μέχρι τον μάγειρα και τους γκρινιάρηδες ηλικιωμένους στα παρασκήνια, τον Στάτλερ και τον Ουώλντορφ, όλα ήταν ένα παράξενο μείγμα της ενήλικης ζωής, ειδωμένο μέσα από παιδικά μάτια. Αυτά του Τζιμ Χένσον.
Ο ελληνικός politically correct όρος για την επαγγελματική ιδιότητα του ήταν "εμψυχωτής κούκλας". Όμως, αυτός ο όρος δεν μπορεί να εκφράσει ούτε τη φαντασία ούτε την αθωότητα ούτε την ευρηματικότητα με την οποία, αυτός ο αμερικανικής καταγωγής μαριονετίστας, μπέρδευε τα πάντα - λούτρινα ζώα με ανθρώπους, ενήλικες με μηνύματα για παιδιά, celebrities με κούκλες - για να φτιάξει μερικά από τα πιο επιδραστικά προγράμματα της παγκόσμιας τηλεόρασης. Και όλα, "ντυμένα" με υπέροχη μουσική και σκηνοθεσία, με εύρημα και λεπτομέρεια, με "ψυχή" σε κάθε χαρακτήρα που είχε ρόλο και φωνή στα σόου του.
Από τα παρασκήνια - και το προσκήνιο - του θρυλικού "Μάπετ Σόου" έχουν περάσει μύθοι της show-biz, που διόλου δεν τους πείραξε που βρέθηκαν σε ρόλο κομπάρσου δίπλα στον πρωταγωνιστή Κέρμιτ: από τον Άλις Κούπερ και τη Λίζα Μινέλι, μέχρι τον εκκεντρικό Λιμπεράτσε και τον Πρινς, από τον Σιλβέστερ Σταλόνε και τη Τζούλι Άντριους, μέχρι τον Ρότζερ Μουρ και τον Νουρέγιεφ, ο Χένσον είχε βρει τον καλύτερο τρόπο για να δίνει (κι άλλη) "ψυχή" στα άψυχα παιχνίδια του. Τα έβαζε να συνομιλούν με celebrities της εποχής τους, ως guests και τελικά τα αναδείκνυε στους πραγματικούς, ολοζώντανους τελικά πρωταγωνιστές του προγράμματος του.
Καθόλου άδικα θεωρείτο άνθρωπος για όλες τις δουλειές: έφτιαχνε παιχνίδια από κάθε πιθανό υλικό και ήξερε να τα χειρίζεται, είχε εξαιρετικές μουσικές γνώσεις, γνώριζε τα τηλεοπτικά στούντιο και τις λεπτομέρειες παραγωγής ενός προγράμματος σαν την παλάμη του, έραβε ρούχα για κούκλες και είχε φήμη ανθρώπου που μπορούσε να επιδιορθώσει τα πάντα. Στην ομάδα παραγωγής του "Σουσάμι, άνοιξε" εντάχθηκε το 1969 και ήταν ο άνθρωπος που πίστεψε ότι όλο αυτό μπορεί να γίνει κάτι περισσότερο από ένα πρόγραμμα για παιδιά. Πίστεψε στην ιδέα ενός ολοκληρωμένου προγράμματος για όλη την οικογένεια και τα κατάφερε.
Πάνω απ' όλα, όμως, ο Χένσον ήταν αφηγητής: ήξερε να διηγείται ιστορίες και ποτέ δεν πίστεψε ότι τα παραμύθια είναι μόνο για παιδιά. Στις αρχές του 70' αρχίζει να χτυπάει πόρτες, προτείνοντας ένα πρόγραμμα - υπερπαραγωγή, που θα αποτελείται μεν από θίασο κούκλας, αλλά δεν θα απευθύνεται μόνο σε παιδιά. Οι πόρτες δεν ανοίγουν. Οι παραγωγοί φοβούνται ότι οι ιδέες του δεν θα γίνουν κατανοητές απ' όλα τα μέλη της οικογένειας και έτσι ο Χένσον πρέπει να τρέξει κι άλλο. Να εξηγήσει ότι ως εμψυχωτής δουλεύει από παιδί (σ.σ.: αυτό το οφείλει στη γιαγιά του, ζωγράφο και μοδίστρα που του έμαθε σχεδόν τα πάντα), ότι θα χρειαστεί λίγα χρήματα, ότι ξέρει τι θέλει να πει.
Οι πόρτες τελικά θα ανοίξουν το 1975 και ο Χένσον θα κάνει πρεμιέρα με τα αγαπημένα του "Μάπετς" το 1976. Τον βάτραχο του, ως χαρακτήρα, τον είχε ήδη έτοιμο από τον καιρό που σπούδαζε σκηνογραφία στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ. Ο πρώτος Κέρμιτ, με υφή που θύμιζε λίγο τσόχα, ήταν φτιαγμένος από ένα παλιό πράσινο παλτό της μητέρας του Χένσον και μετά από απίστευτες περιπέτειες, τόσο το βατράχι όσο και ο δημιουργός του βρίσκουν φιλοξενία σε άλλη ήπειρο. Καθώς, ουδείς στις ΗΠΑ προτίθεται να ποντάρει σε ένα πρόγραμμα ενηλίκων με κούκλες, ο Χένσον φτάνει στην Αγγλία και σημειώνει τη μεγαλύτερη τηλεοπτική επιτυχία στο είδος του: το "Μάπετ Σόου" μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα από την πρεμιέρα του "σκλαβώνει" περισσότερα από 230.000.000 τηλεθεατών σε περισσότερες από 100 χώρες στον κόσμο.
Συστήνει δική του εταιρεία και ως εργοδότης θεωρείται από τους πιο ντροπαλούς, καλοσυνάτους και έτοιμους να λύσουν το όποιο πρόβλημα δημιουργείται. Κερδίζει 3 Γκράμι και 4 Έμμυ και απλώς δεν το κάνει ζήτημα. Εξακολουθεί να δίνει ζωή στα πάντα: από τις πατάτες και τα ζουζούνια του κήπου, μέχρι τις κουτάλες της κουζίνας. Μέχρι το τέλος εμψυχώνει ο ίδιος τον Κέρμιτ και τον Ραλφ, δανείζει τη φωνή του στον Δόκτορ Τιθ και τον Σουηδό Μάγειρα καθώς και σε άλλους χαρακτήρες. Σιχαίνεται τα ηθικοπλαστικά μηνύματα, θεωρεί τα παιδιά τα πιο έξυπνα πλάσματα που πρέπει να τα αντιμετωπίζουν ως τέτοια και μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής του θα φτιάξει κάποιες από τις πιο επιτυχημένες ταινίες με μαριονέτες, ανιματρόνικς και ηθοποιούς, όπως ο "Λαβύρινθος" του 1986 με πρωταγωνιστή τον Ντέιβιντ Μπάουι.
Στο συρτάρι του θα μείνουν πολλές ιδέες που δεν θα προλάβει να υλοποιήσει. Στα 54 του αρρωσταίνει με πνευμονία και ύστερα από απανωτές λοιμώξεις αφήνει την τελευταία του πνοή, χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει κάποια από τα πολυάριθμα πρότζεκτς που είχε σχεδιάσει η εταιρεία του, "The Jim Henson Company". Μέχρι σήμερα θεωρείται αξεπέραστος στον τρόπο που προσέγγισε την αφήγηση ιστοριών, την εμψύχωση χαρακτήρων μαριονέτας ή κούκλας χειρός και του σουρεαλιστικού χιούμορ, που κατάφερε να εισάγει σε μία βιομηχανία παιδικών προγραμμάτων γεμάτη στεγανά και απαγορεύσεις.