"Κατά την πρώτη μου περιοδεία στην Ελλάδα είχα την τραυματική εμπειρία που είναι αδύνατον να εκφραστεί με λόγια, να είμαι παρών όταν απογύμνωναν τον Παρθενώνα από τα καλύτερα γλυπτά του και όταν πετούσαν στο έδαφος μερικά από τα αρχιτεκτονικά του μέλη. Είδα να κατεβάζουν αρκετές μετόπες από τη νοτιοανατολική άκρη του ναού. Ήταν στερεωμένες ανάμεσα στα τρίγλυφα, σαν σε εσοχή, και για να τις σηκώσουν ήταν αναγκαίο να γκρεμίσουν το μεγαλόπρεπο γείσο που τις κάλυπτε. Την ίδια τύχη είχε και η νοτιοανατολική γωνία του αετώματος∙ κι αντί για τη γραφική ομορφιά και την άριστη συντήρηση που είχε όταν τον πρωτοείδα, έχει τώρα συγκριτικά περιπέσει σε μια κατάσταση φθοράς και εγκατάλειψης."
Έντουαρντ Ντόντουελ (1767-1832), Ιρλανδός ζωγράφος, περιηγητής και αρχαιόφιλος, Επισκέφθηκε την Ελλάδα τρεις φορές: το 1801, το 1805 και το 1806. Το 1819 εξέδωσε το «A Classical and Topographical Tour Through Greece», μια λεπτομερή έκθεση των ταξιδιών του σε δύο μεγάλους τόμους, που αποτελεί βασική πηγή πληροφοριών πάνω στις συνθήκες ζωής της Ελλάδας πριν από τον αγώνα για την ανεξαρτησία.
"Τρίτη, 25 Μαΐου. Μάθε πως, εκτός από τα πέντε κιβώτια που σου έχω ήδη πει, έπεισα τον Πλοίαρχο Χoστ να πάρει άλλα τρία: τα δύο έχουν ήδη φορτωθεί στο καράβι και το τρίτο θα το πάρουν όταν επιστρέψει από την Κόρινθο. Πόσο μόχθησα για να τα καταφέρω όλα αυτά! Μ' αγαπάς πιο πολύ γι' αυτό, Έλγιν;
Και πόσο πίεσα τον Λουζιέρι για να βάλει να φτιάξουν κιβώτια γι' αυτά τα τελευταία δέματα!
Σε ικετεύω να δείξεις την ευαρέσκειά σου (άφησε καταμέρος τη διπλωματική ιδιότητα) στον Πλοίαρχο Χοστ, που φόρτωσε τόσα στο πλοίο. Είμαι τώρα ικανοποιημένη γι' αυτό που πάντοτε πίστευα: πως δηλαδή οι γυναίκες, αν καταπιαστούν, μπορούν να κάνουν πολύ περισσότερα από τους άντρες. Βάζω ό,τι στοίχημα θέλεις πως, αν ήσουν εδώ, δεν θα 'χες βάλει στο καράβι ούτε τα μισά απ' όσα εγώ.
Όσο για να κατέβουν τα άλλα πράγματα που θέλεις από την Ακρόπολη, αυτό είναι τελείως αδύνατον πριν επιστρέψεις. Ο Λουζιέρι λέει ότι ο Πλοίαρχος Λέισυ, όταν πρωτοήρθε, δεν συμφωνούσε να κατεβούν τα πράγματα, στο τέλος όμως ήταν πιο ενθουσιώδης απ' όλους τους άλλους και ήθελε να πάρεις οπωσδήποτε ολόκληρο τον ναό των Κάρυ...κάπως, αυτόν που έχει τα αγάλματα των γυναικών."
Απόσπασμα επιστολής της Mary Nisbet προς τον σύζυγό της λόρδο Έλγιν, στις 25 Μαΐου του 1802. Ήταν μια από τις πιο δυναμικές γυναίκες της εποχής της. Συνόδευσε το σύζυγό της, στα διπλωματικά του καθήκοντα στην Κωνσταντινούπολη, μεσολάβησε να εισάγουν το εμβόλιο της ευλογιάς στην Ανατολή, αλλά πρωτίστως κανόνισε τα πρακτικά ζητήματα της αποκόλλησης και μεταφοράς των γλυπτών του Παρθενώνα. Όλα αυτά, ωστόσο, επισκιάστηκαν από το σκανδαλώδες της διαζύγιο, αργότερα.
"Ένας αγράμματος υπηρέτης του Δισδάρη της Αθήνας... με διαβεβαίωσε πως, όταν τα πέντε άλλα κορίτσια έχασαν την αδελφή τους, εκδήλωναν τη θλίψη τους, καθώς έπεφτε το βράδυ, γεμίζοντας τον αέρα με του πιο γοερούς αναστεναγμούς και θρήνους, πως ο ίδιος είχε ακούσει το παράπονό τους και πως πάντα επηρεαζόταν σε τέτοιο βαθμό ώστε αναγκαζόταν να φεύγει από την Ακρόπολη μέχρι να σταματήσουν∙ και πως η αρπαγμένη αδελφή άκουγε τη φωνή τους και κατέπληξε την κάτω πόλη, όπου την είχαν τοποθετήσει, απαντώντας τους στους ίδιους θρηνώδεις τόνους. Δεν μπορούμε να αρνιόμαστε να παραδεχτούμε ότι οι Αθηναίοι δεν είναι τόσο αδιάφοροι όσο μας τους παρουσιάζουν καμιά φορά απέναντι στα θαύματα και τα μνημεία της πόλης τους."
Φρειδερίκος Ντάγκλας, νεαρός αριστοκράτης, ταξιδιώτης της εποχής, συγγραφέας του «An Essay on Certain Points Of Resemblance Between The Ancient And Modern Greeks»(1813).
"Όσον αφορά τα αγάλματα, ανάμεσα στους απλούς Αθηναίους επικρατεί μια περίεργη ιδέα, ότι πρόκειται για πραγματικά σώματα, ακρωτηριασμένα και στοιχειωμένα στη σημερινή τους απολίθωση από μάγους, που θα τα έχουν στην εξουσία τους όσο οι Τούρκοι είναι κυρίαρχοι της Ελλάδας∙ ύστερα, θα μεταμορφωθούν στα πρωτινά τους σώματα. Το πνεύμα μέσα τους αποκαλείται Αράπης, και συχνά ακούγεται να κλαίει και να θρηνεί για την κατάστασή του. Στις μέρες μας μερικοί Έλληνες που μετέφεραν από την Αθήνα στον Πειραιά ένα κιβώτιο με μερικά από τα Ελγίνεια Μάρμαρα, το πέταξαν κάτω, και για κάμποση ώρα κανείς δεν μπορούσε να τους πείσει να το αγγίξουν, γιατί όλο έλεγαν ότι άκουσαν τον Αράπη (δηλαδή το μαγεμένο πνεύμα μέσα στο γλυπτό) να κλαίει και να στενάζει για τα άλλα πνεύματα που έμεναν σκλαβωμένα στην Ακρόπολη. Οι Αθηναίοι υποθέτουν ότι η κατάσταση αυτών των μαγεμένων μαρμάρων θα βελτιωθεί αν φύγουν από τη χώρα οι Τούρκοι τύραννοι."
John Hobhouse (1786-1869), Άγγλος πολιτικός, φίλος του λόρδου Βύρωνα και συγγραφέας του «Journey Through Albania» (1813).
"Το πρώτο πράγμα στο οποίο έπεσε το βλέμμα μου ήταν ο καρπός του χεριού ενός αγάλματος σε μια από τις ομάδες των γυναικών, στον οποίο φαίνονταν, αν και η μορφή ήταν γυναικεία, η κερκίς και η ωλένη. Έμεινα έκπληκτος, γιατί δεν τις είχα δει ποτέ ούτε καν να διαγράφονται σε γυναικείο καρπό σε αρχαίο έργο. Έριξα τη ματιά μου στον αγκώνα και είδα τον εξωτερικό κόνδυλο να επηρεάζει φανερά το σχήμα, όπως στη φύση. Είδα ότι ο βραχίονας βρισκόταν σε ανάπαυση και τα μαλακά τμήματά του ήταν χαλαρά. Αυτός ο συνδυασμός φύσης και ιδέας που ένιωθα ότι έλειπε τόσο πολύ στην υψηλή τέχνη εξετίθετο εδώ μέρα μεσημέρι για να σε πείσει. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει! Ακόμη κι αν δεν είχα δει τίποτε άλλο, είχα δει αρκετά για να με κρατήσουν στη φύση για την υπόλοιπη ζωή μου...
Αισθάνθηκα σαν κάποια θεία αλήθεια να είχε λάμψει μέσα στο μυαλό μου και κατάλαβα ότι αυτά [τα μάρμαρα] θα ξυπνούσαν επιτέλους την τέχνη της Ευρώπης από τον λήθαργό της στο σκοτάδι."
Η αντίδραση του Άγγλου ζωγράφου Μπέντζαμιν Ρόμπερτ Χαίηντον (1786-1846), ειδικευμένου σε μεγάλες ιστορικές συνθέσεις, όταν αντίκρισε τα γλυπτά του Παρθενώνα στην πρώτη τους έκθεση για το κοινό, την οποία διοργάνωσε ο λόρδος Έλγιν στο κτίριο του Παρκ Λέιν στο Λονδίνο τον Ιούνιο του 1807, προκαλώντας κάτι σαν ηλεκτρική εκκένωση στην πόλη.
Οι μαρτυρίες έχουν ληφθεί από το βιβλίο του Richard Stoneman «Aναζητώντας την κλασική Ελλάδα» (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1996)
σχόλια