Έχω μία, μάλλον ανυπόστατη, θεωρία ότι οι Κύπριοι (ειδικά οι μεγαλύτερες γενιές, άντε και μέχρι τη δική μου ηλικία) είμαστε "μονιασμένος" λαός. Υπάρχει διχασμός για πολλά (μεγάλωσα ακούγοντας ψιθύρους ότι ο τάδε είναι προδότης, ο άλλος Εοκαβητατζής, πραξικοπηματίας), όμως υπάρχει και ένα όριο. Είναι σαν ένα αόρατο χέρι να μας σταματάει ένα βήμα πριν την τρέλα. Υπήρχε ένας κοινός τόπος πάντα ανάμεσα στις παρατάξεις, ξέραμε το κοινό καλό ποιο ήταν. Πολλοί μας αποκαλούν πρόβατα επειδή δεν είμαστε τόσο επαναστατικοί όσο οι Έλληνες. Δεν κάψαμε τις πόλεις μας, μάλλον επειδή είδαμε τους Γκρίζους Λύκους να σπάνε με ένα μπετότουβλο το κεφάλι ενός ανθρώπου όσο ήταν παγιδευμένος σε κάτι συρματοπλέγματα. Ας είναι. Αυτό το χαρακτηριστικό εγώ το αποδίδω στη μνήμη που μέχρι μια δεκαετία πριν ήταν νωπή. Δεν είναι αυτονόητος ο ξεριζωμός. Ούτε το να ξέρεις ότι στο σπίτι σου δεν μπορείς να πας. Και τώρα που μπορείς (αν δεν είσαι από το Βαρώσι) δεν σου ανήκει. Ο "εχθρός" ήταν συνήθως μεγαλύτερος και ισχυρότερος από τα εσωτερικά μας καμώματα. Η γενιά των γονιών μου έπρεπε να αντιμετωπίσει αληθινές δυσκολίες και τα κατάφερε με εντυπωσιακό τρόπο να κάνει την απώλεια κάτι. Οι καιροί αλλάζουν, η μνήμη γίνεται σκόνη, όμως σήμερα που είδα αυτήν την εικόνα, ένας κόμπος για τα χαμένα με έχει πιάσει κι ας μην ήμουν πρόσφυγας. Οι καλύτεροι και οι πιο αδελφικοί μου φίλοι που μεγάλωσα μαζί τους κατάγονται από τον Καραβά, την Κερύνεια, τη λαμπερή και πανέμορφη Αμμόχωστο. Το Δεν Ξεχνώ γι' αυτούς δεν είναι ένας λογότυπος. Είναι ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους. Στα κατεχόμενα πήγα δυο φορές. Είναι ένας παράδεισος. Όσο η κατάσταση παραμένει ως έχει δεν πρόκειται να ξαναπατήσω το πόδι μου ποτέ. (20 Ιουλίου 1974, η μέρα της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο)
σχόλια