Όταν τον Ιούνιο του 1854 πέθανε η μητέρα του, ήταν μόλις 14 ετών και είχε ήδη δείξει δείγματα αξιοσημείωτου μουσικού ταλέντου. Ο θάνατος της, όπως ήταν φυσικό, τον καταρράκωσε, καθώς της έτρεφε μεγάλη αγάπη, και αμέσως συνέθεσε ένα βαλς στη μνήμη της. Η Αλεξάντρα Αντρέγιεβνα ντ’ Ασιέ, γαλλικής καταγωγής και μητέρα έξι παιδιών, ήταν μια γυναίκα μορφωμένη που αγαπούσε τη μουσική, έπαιζε πιάνο και τραγουδούσε, κάτι που εμφύσησε και στον δευτερότοκο γιο της.
Έτσι, λοιπόν, παρόλο που φάνηκε από πολύ νωρίς ότι η σχέση του με τη μουσική ήταν μονόδρομος, αφού στα 5 του ερμήνευσε σε μάθημα πιάνου τον «Τρελό» του Φρίντριχ Καλκμπρένερ, εντυπωσιάζοντας τους πάντες, και ενώ οι συνθέσεις του έδειχναν ιδιαίτερη μουσική ευφυΐα, αναγκάστηκε να ξεκινήσει την επαγγελματική του σταδιοδρομία στο Δημόσιο, όπως ήταν η επιθυμία εκείνης. Αφού πρώτα μαθήτευσε για εννέα χρόνια, αρχικά στην προπαρασκευαστική σχολή και αργότερα στην Αυτοκρατορική Νομική Σχολή της Αγίας Πετρούπολης, μπήκε στο υπουργείο Δικαιοσύνης∙ ωστόσο ήταν αδύνατον να αποκοπεί από τη μουσική.
Για τον θάνατό του υπάρχουν πολλές εικασίες και ερωτήματα. Η κυρίαρχη, που γράφεται και ακούγεται όλα τα χρόνια που ακολούθησαν, είναι ότι δεν επρόκειτο για ασθένεια αλλά για αυτοκτονία, που του επιβλήθηκε από παλιούς του συμφοιτητές στην Αυτοκρατορική Νομική Σχολή εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του.
Ο Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι γεννήθηκε το 1840 στο Βότκινσκ στα Ουράλια, όπου ο Ουκρανικής καταγωγής πατέρας του, Ίλια, διηύθυνε το εργοστάσιο μεταλλουργίας Κάσκο-Βότκινσκ. Το μέλλον που του επιφύλασσε η τάξη του ήταν εκείνο ενός ακόμα δημοσίου υπαλλήλου στην υπηρεσία του Τσάρου.
Στην ηλικία των 17 ετών ένας Ιταλός τραγουδιστής, ο Λουίτζι Πιτσιόλι, έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική του, ενθαρρύνοντάς τον να στραφεί προς μια παράλληλη καριέρα σε αυτή. Εκείνο το διάστημα έκανε και το πρώτο του ταξίδι εκτός Ρωσίας, στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Αγγλία. Άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα αρμονίας δίπλα στον θεωρητικό Νικολάι Ζερέμπα και όταν το 1862 μπήκε στο νεοσύστατο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης, συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε παρά να παραιτηθεί από το υπουργείο και να ακολουθήσει αυτό για το οποίο ήταν προορισμένος.
![Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι (1840-1893)](/sites/default/files/styles/main_height/public/articles/2025-02-13/3_0.jpg?itok=_K4ps6CH)
Στα πρώτα μαθήματα ενορχήστρωσης είχε καθηγητή τον Αντόν Ρουμπινστάιν, ενώ ολοκλήρωσε τον κύκλο πιάνου συμπληρώνοντάς τον με μαθήματα φλάουτου και εκκλησιαστικού οργάνου, καταλήγοντας να γράψει το 1864 και την πρώτη του σύνθεση με τίτλο «Θύελλα». Σχεδόν τρία χρόνια διήρκεσαν οι σπουδές του, αλλά με την αποφοίτησή του ανέλαβε θέση δασκάλου στο επίσης νεοσύστατο Ωδείο της Μόσχας. Η πρώτη δημόσια εκτέλεση έργου του, των «Χαρακτηριστικών χορών», καταγράφηκε το 1865 σε διεύθυνση του Γιόχαν Στράους του νεότερου σε συναυλία στο Παβλόφσκ.
Παρά τους πονοκεφάλους και τις αϋπνίες που του προκαλούσε η παθιασμένη αφοσίωση στη διδασκαλία, κατάφερε να ολοκληρώσει μέσα σε σύντομο διάστημα δύο σημαντικά έργα, την πρώτη του συμφωνία, «Χειμερινή ονειροπόληση» (1866), και την εισαγωγή-φαντασία «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» (1869), και να προκαλέσει το ενδιαφέρον της υψηλών απαιτήσεων μουσικής κοινότητας. Αυτό οδήγησε, αμέσως μετά, στην πρεμιέρα της πρώτης του όπερας με τίτλο «Βοεβόδας», τον Φεβρουάριο του 1869, αποσπώντας ακόμα και την «έγκριση» των «Πέντε», μιας ομάδας μουσικών εθνικιστικών αντιλήψεων που συνήθως δεν αποδεχόταν την κοσμοπολίτικη προσέγγιση της νεότερης γενιάς.
Ο άνθρωπος ο οποίος στάθηκε από την πρώτη στιγμή στο πλευρό του ήταν ο διευθυντής του ωδείου Νικολάι Ρουμπινστάιν (αδελφός του Αντόν). Εκείνος διηύθυνε την πρώτη −θριαμβευτική− πρεμιέρα του Τσαϊκόφσκι τον Φεβρουάριο του 1873 με τη «Δεύτερη συμφωνία» του («Συμφωνία του μικρού Ρώσου»). Ο δρόμος των μεγάλων επιτυχιών και της αναγνώρισης είχε ανοίξει κι έτσι η δεύτερή του όπερα, «Οπρίτσνικ», που ανέβηκε την άνοιξη του 1874 στο Θέατρο Μαριίνσκι, είχε ακόμα μεγαλύτερη αποδοχή. Μακροπρόθεσμα, ο ίδιος ο Τσαϊκόφσκι συμφώνησε με τους επικριτές του ότι δεν ήταν ένα ώριμο έργο, ενώ την ίδια κριτική δέχτηκε και για την επόμενή του όπερα με τίτλο «Βάκουλας, ο σιδηρουργός»∙ αντιθέτως, η φαντασία «Τρικυμία» και η «Τρίτη Συμφωνία» αποτέλεσαν σημαντικές συνθέσεις.
Εκείνο που εν τέλει τον καθιέρωσε δεν ήταν άλλο από το ορόσημο της ρομαντικής μουσικής για πιάνο «Πρώτο κοντσέρτο για πιάνο σε σι ύφεση ελάσσονα, έργο 23», το οποίο παρουσιάστηκε τον Οκτώβριο του 1875 στη Βοστώνη με σολίστα τον Χανς φον Μπίλοφ. Η «Τρίτη Συμφωνία» του ήταν εκείνη που του εξασφάλισε την απόλυτη αποδοχή στην πατρίδα του, με το Θέατρο Μπολσόι να του παραγγέλνει τη μουσική για το μπαλέτο «Η λίμνη των κύκνων». Η πρεμιέρα της 4ης Μαρτίου 1877 (20 Φεβρουαρίου με το παλιό ημερολόγιο) έγινε δεκτή με μεικτά συναισθήματα και επιφυλάξεις, ενδεχομένως εξαιτίας της ανεπιτυχούς χορογραφίας. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν προφήτευσε το μέλλον του διασημότερου σήμερα μπαλέτου και μόνο μετά από μια αναβίωση δεκαοχτώ χρόνια αργότερα ξεκίνησε η μεγάλη διεθνής του πορεία.
![Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι (1840-1893)](/sites/default/files/styles/main/public/articles/2025-02-13/2_0.jpg?itok=9p-GMjaI)
Έναν χρόνο νωρίτερα, τον Δεκέμβριο του 1876, είχε λάβει ένα γράμμα από τη Ναντέζντα φον Μεκ, σύζυγο του Βαυαρού μεγαλοεπιχειρηματία Καρλ Γκέοργκ Ότο φον Μεκ, κατασκευαστή και ιδιοκτήτη των δύο πρώτων σιδηροδρόμων της Ρωσίας, στο οποίο του εξέφραζε τον βαθύ της θαυμασμό για τη μουσική του, συμπληρώνοντας: «Χάρη στη μουσική σας η ζωή γίνεται πιο εύκολη και πιο ευχάριστη». Εκείνος την είχε ευχαριστήσει ευγενικά, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια σταθερή αλληλογραφία μεταξύ τους υπό τον όρο να μην συναντιούνται από κοντά. Τον Οκτώβριο του 1876, ενώ στο μεταξύ είχε μείνει χήρα, η Ναντέζντα φον Μεκ του προτείνει να καλύπτει τα έξοδα διαβίωσής του με ένα ετήσιο επίδομα 6.000 ρουβλιών ώστε να αφοσιωθεί απρόσκοπτα στο δημιουργικό του έργο. Η «Τέταρτη Συμφωνία σε φα ελάσσονα» που παρουσίασε στις αρχές του 1878 ήταν αφιερωμένη σε εκείνη.
Η τεράστια δημοτικότητά του και η διεθνής αναγνώριση αναπόφευκτα ήγειρε ερωτήματα για την προσωπική του ζωή, καθώς τα χρόνια περνούσαν και όχι μόνο δεν έδειχνε να έχει σκοπό να δημιουργήσει οικογένεια, αλλά φήμες περί ομοφυλοφιλίας του ακούγονταν όλο και πιο πολύ. Σε μια χώρα όπου κάθε δημόσια παραδοχή ή απόδειξη περί αυτού σήμαινε φυλάκιση και εξορία στη Σιβηρία, κανείς δεν εκδηλωνόταν. Άλλωστε, κατά τον 19ο αιώνα δεν υπήρχε ακόμα καμία δημόσια έκφραση της ομοφυλοφιλικής ταυτότητας, πόσο μάλλον διεκδίκηση δικαιωμάτων. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι υπήρχε μια σχετική ανοχή, όπως και μυστικοπάθεια, ανάμεσα στα μέλη των ανώτερων και αριστοκρατικών κύκλων. Πολλοί είχαν επιδοθεί σε ομοερωτικές συμπτύξεις κατά την εφηβεία τους ή στα νεανικά τους χρόνια, μέσα σε οικοτροφεία ή στρατιωτικές σχολές. Αλλά αυτά δεν έβγαιναν ποτέ παραέξω.
Η αγωνία του Τσαϊκόφσκι να μην αποπεμφθεί κοινωνικά και καταστραφεί η καριέρα του, παρόλο που στον άμεσο κύκλο του δεν έκρυβε τα ερωτικά του ενδιαφέροντα, τον οδήγησε στο να συμβιβαστεί με την ιδέα ενός γάμου. Ήταν ένας ευαίσθητος και υπερταλαντούχος καλλιτέχνης σε τρομερή απόγνωση, που δεν ήθελε να στεναχωρήσει τους οικείους του και όσους τον αγαπούσαν, όπως έλεγε και ο ίδιος. Έχοντας φτάσει σε τρομερό αδιέξοδο, έμοιαζε να μην έχει άλλη επιλογή, όπως έγραψε και στον μικρότερο αδελφό του, Μόντια, επίσης ομοφυλόφιλο, που όμως ζούσε ανοιχτά τη ζωή του.
![Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι (1840-1893)](/sites/default/files/styles/main_height/public/articles/2025-02-13/7_0.jpg?itok=0K_Y_eR0)
Αν και την ίδια εποχή συνδεόταν με τον βιολονίστα Γιόζεφ Κοτέκ, προχώρησε σε έναν ανεπιθύμητο γάμο που σχεδόν αμέσως αποδείχτηκε ολέθριος. Η Αντονίνα Μιλιούκοβα ήταν μια νεαρή μαθήτριά του, υστερικά ερωτευμένη μαζί του, η οποία δήλωνε ότι αν τον έχανε, θα αυτοκτονούσε. Παντρεύτηκαν τον Ιούλιο του 1877 και δεν κοιμήθηκαν ούτε ένα βράδυ στο ίδιο κρεβάτι. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του μήνα του μέλιτος εκείνος προτιμούσε τις πολυθρόνες των ξενοδοχείων, κι όταν επέστρεψαν στη Μόσχα λέγεται ότι αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει πέφτοντας στον ποταμό Νέβα. Τελικά, η Μιλιούκοβα έλαβε ένα γενναιόδωρο ποσό για να του δώσει διαζύγιο και δεν αυτοκτόνησε για χάρη του.
Προκειμένου να συνέλθει από τη μάλλον άσκοπη περιπέτεια στην οποία υπέβαλε τον εαυτό του, έφυγε με τον καλό του φίλο Νικολάι Ρουμπινστάιν ταξίδι στην Ευρώπη. Από τη Φλωρεντία έγραψε στον αδελφό του, Ανατόλι, δίδυμο αδελφό του Μόντια, στις 13 Φεβρουαρίου 1878: «Μόνο τώρα, ειδικά μετά την ιστορία του γάμου μου, άρχισα επιτέλους να καταλαβαίνω ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο άκαρπο από το να μη θέλω να είμαι αυτό που είμαι από τη φύση μου».
Και σχετικά με τους διάφορους νεαρούς που τον γυρόφερναν: «Αλλά τι θαυμάσιο, ελκυστικό δόλωμα! Μην ανησυχείς όμως, λόγω τιμής, δεν θα αφήσω τον πειρασμό να με κυριεύσει». Ωστόσο, σε άλλη επιστολή προς τον Μόντια περιγράφει μια επαφή του με έναν άλλο «νεαρό εκπάγλου καλλονής, του οποίου μετά από τη βόλτα μας του προσέφερα χρήματα, αλλά εκείνος αρνήθηκε γιατί το κάνει λόγω της αγάπης του για την τέχνη και γιατί του αρέσουν οι άντρες με γένια». Σε άλλη περίπτωση, λέει: «Θεέ μου, τι αγγελικό πλάσμα και πόσο λαχταρώ να γίνω σκλάβος του, το παιχνιδάκι του, η ιδιοκτησία του!».
Ως εκ τούτου, είναι πασιφανές ότι, ακόμα και αν δεν ήταν δυνατόν να δηλώνει δημόσια τη σεξουαλική του ταυτότητα, ένιωθε απόλυτη ελευθερία και ασφάλεια να εκφράζεται με ειλικρίνεια στα αδέλφια του. Ο Μόντια, ο οποίος εξελίχθηκε σε συγγραφέα, λιμπρετίστα και πρώτο βιογράφο του Πιοτρ, ήταν εκείνος που επέβλεπε το αρχείο του στην έπαυλή του στο Κλιν έξω από τη Μόσχα, όπου έζησε από το 1892 μέχρι τον θάνατό του. Εκεί βρέθηκε ολόκληρη η αλληλογραφία του συνθέτη, χάρη στην οποία γνωρίζουμε με βεβαιότητα τις προσωπικές του επιλογές. Ο ίδιος ο Μόντια, ωστόσο, ήταν που «προστάτευσε» την υστεροφημία του αδελφού του, καθώς λογόκρινε μεγάλο μέρος όσων κινδύνευαν να πέσουν στα χέρια εκείνων που δεν θα δίσταζαν να εκμεταλλευτούν τις πληροφορίες εις βάρος του.
![Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι (1840-1893)](/sites/default/files/styles/main/public/articles/2025-02-13/6_0.jpg?itok=l766A5mN)
Στις αμέτρητες συνθέσεις του στο διάστημα μεταξύ 1878 και 1880 συμπεριλαμβάνονται και το «Κοντσέρτο για βιολί σε ρε μείζονα», το «Capriccio italien»,το «Souvenir d'un lieu cher» για βιολί και πιάνο, η «Οβερτούρα 1812», όπως και το εκκλησιαστικό έργο «Η λειτουργία του Ιωάννη του Χρυσοστόμου». Την ίδια εποχή παρουσίασε και την όπερα «Ευγένιος Ονιέγκιν», εμπνευσμένη από το ομώνυμο έργο του Αλεξάντρ Πούσκιν. Ήταν η πρώτη διεθνής του πρεμιέρα το 1888 στο Αμβούργο υπό τη διεύθυνση του Γκούσταφ Μάλερ, που τον έκανε διάσημο στη Δύση.
Το 1881 πεθαίνει ο καρδιακός του φίλος και μόνιμος στυλοβάτης του Νικολάι Ρουμπινστάιν, ενώ τα επόμενα χρόνια, και όσο πλησίαζε το τέλος, εξαργύρωσε τη διεθνή του φήμη ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο. Καταπολεμώντας τη φοβία του να διευθύνει ορχήστρες, αναλαμβάνει σε πολλές περιπτώσεις να το κάνει στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Σημαντικά έργα εκείνης της περιόδου αποτελούν η «Εσπερινή Λειτουργία», η όπερα «Μαζέπα» και η ιδιαίτερα πολύπλοκη «Συμφωνία Μάνφρεντ». Λίγο μετά, και αφότου ολοκλήρωσε την εμβληματική του «Πέμπτη Συμφωνία σε μι ελάσσονα», ένα σύνθετο έργο όπου αντανακλάται ο ισόβιος αγώνας του ανθρώπου με τη μοίρα του, θα δημιουργούσε δύο από τα διασημότερα μπαλέτα του, την «Ωραία κοιμωμένη» το 1889 και τον «Καρυοθραύστη» το 1892.
Στο μεταξύ η μεγάλη του χορηγός Ναντέζντα φον Μεκ αποφασίζει, μετά από δεκατέσσερα χρόνια φιλίας και θαυμασμού, να παύσει την οικονομική της στήριξη. Αν και προφασίστηκε λόγους υγείας, απαίτησε να μην επικοινωνήσει ποτέ ξανά μαζί της, κάτι που του προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση, αν και τα εισοδήματά του πλέον δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα. Τον Μάιο του 1891 ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση να εγκαινιάσει το Carnegie Hall της Νέας Υόρκης διευθύνοντας έργα του, ενώ ακολούθησαν συναυλίες στη Βαλτιμόρη και τη Φιλαδέλφεια, και δύο χρόνια μετά, τον Μάιο του 1893, το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ τον ανακήρυξε Διδάκτορα Μουσικής honoris causa.
Επ’ ευκαιρία, η Φιλαρμονική του Λονδίνου εκτέλεσε την «Τετάρτη Συμφωνία» του αλλά και το έργο «Francesca da Rimini» που διηύθυνε ο ίδιος. Μετά την επιστροφή του στη Ρωσία ολοκλήρωσε την όπερα «Γιολάντα» και την «Έκτη −Παθητική− Συμφωνία», η οποία έκανε πρεμιέρα στις 28 Οκτωβρίου του ίδιου έτους στην Αγία Πετρούπολη και την οποία αφιέρωσε στον ανιψιό του Βλαντίμιρ (Μπομπ), γιο της αδελφής του Αλεξάντρα, με τον οποίο ήταν βαθιά ερωτευμένος στο τελευταίο μέρος της ζωής του. Μόλις εννέα μέρες μετά πέθανε από χολέρα την οποία κόλλησε όταν ήπιε μολυσμένο νερό∙ στη Ρωσία είχε ξεσπάσει επιδημία εκείνη την περίοδο. Ήταν μόλις 53 χρονών και στο απόγειο της δόξας του.
![Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι (1840-1893)](/sites/default/files/styles/main/public/articles/2025-02-13/1_0.jpg?itok=9QA6QuVl)
Για τον θάνατό του υπάρχουν πολλές εικασίες και ερωτήματα. Η κυρίαρχη, που γράφεται και ακούγεται όλα τα χρόνια που ακολούθησαν, είναι ότι δεν επρόκειτο για ασθένεια αλλά για αυτοκτονία, που του επιβλήθηκε από παλιούς του συμφοιτητές στην Αυτοκρατορική Νομική Σχολή εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του. Προκειμένου να μην ξεσπάσει σκάνδαλο και λαβωθεί το κύρος της σχολής τους, μετά από γράμμα του πατέρα ενός νεαρού αριστοκράτη που ο Τσαϊκόφσκι είχε «διαφθείρει» με αποδέκτη τον Τσάρο, η ιστορία λέει ότι του ζητήθηκε να δώσει τέλος στη ζωή του. Πρόκειται για μια εκδοχή που κυκλοφόρησε από τη χήρα του Νικολάι Τζάκομπι, του ανθρώπου που είχε στα χέρια του το επίμαχο γράμμα, γεγονός που αποκάλυψε η μουσικολόγος Αλεξάντρα Ορλόβα το 1979, όταν αυτομόλησε στην Αμερική. Η ίδια το είχε πληροφορηθεί από τον Αλεξάντερ Βοϊτόβ, ιστορικό και απόφοιτο της Αυτοκρατορικής Νομικής Σχολής.
Κανείς δεν μπορεί να επιβεβαιώσει με ακρίβεια τι συνέβη, αλλά η κάπως συνωμοσιολογική αυτή εκδοχή έφτασε να γίνει μυθιστόρημα από τον Γάλλο συγγραφέα Ντομινίκ Φερναντέζ με τίτλο «Δικαστήριο Τιμής», στο οποίο περιγράφεται ουσιαστικά η κρατική δολοφονία του σημαντικού καλλιτέχνη λόγω των ερωτικών του επιλογών.
Η μυθιστορηματική περιγραφή από τον Φερναντέζ θα μπορούσε να είναι αληθινή: «Στην είσοδο του νεκρικού δωματίου, μας υποδέχτηκε ο δρ. Μπέρτενσον με έναν ψεκαστήρα στο χέρι. Το ανοιχτό φέρετρο ήταν περικυκλωμένο από τέσσερις στρατιώτες της αυτοκρατορικής φρουράς. Ο Πιοτρ Ίλιτς ήταν ντυμένος με ένα μαύρο κοστούμι. Ήταν καλυμμένος μέχρι τον λαιμό με ένα διαφανές σάβανο. Ο σταυρός του Αγίου Βλαδίμηρου της πρώτης τάξης, που του είχε απονεμηθεί από τον Αλέξανδρο Γ’ ύστερα από μια παράσταση του “Ευγένιου Ονιέγκιν”, στόλιζε το πέτο του. Το πρόσωπό του απέπνεε γαλήνη, ηρεμία. Ήταν χλωμό και αποστεωμένο, αλλά δεν εμφάνιζε τα χαρακτηριστικά των θυμάτων της χολέρας» (μτφρ. Ινώ Ρόζου, εκδ. Εξάντας, 2002).
Το αν ήταν χολέρα, αυτοκτονία ή δολοφονία παραμένει μέχρι σήμερα μυστήριο. Απάντηση δεν έχει δοθεί ούτε από το σοβιετικό καθεστώς, το οποίο επίσης επέλεξε να αποκρύψει οποιαδήποτε τεκμήρια. Ο εγκυρότερος βιογράφος του, Αλεξάντερ Ποζάνσκι, αμφισβητεί την πιθανότητα ενός δικαστηρίου τιμής, καθώς οι περισσότερες «μαρτυρίες» αποδίδονται σε ανθρώπους που δεν βρίσκονται εν ζωή και κάποιοι άλλοι μετέφεραν όσα είχαν υποτίθεται ομολογήσει εμπιστευτικά. Παρ’ όλα αυτά, η έρευνα ενός ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε από το BBC το 1993 υιοθέτησε την εκδοχή της επιβεβλημένης αυτοκτονίας και ένας Βρετανός γιατρός φέρεται να ισχυροποιεί την άποψη αυτή ισχυριζόμενος ότι ο Τσαϊκόφσκι ήπιε αρσενικό, το οποίο έχει τα ίδια συμπτώματα με τη χολέρα. Ακόμα και οι μουσικολόγοι που θεωρούν την «Παθητική συμφωνία» −ένα έργο αινιγματικό, στο οποίο κυριαρχεί ο αγώνας του ανθρώπου για ευτυχία σε διαρκή αντιπαράθεση με τη μοίρα του− ό,τι σημαντικότερο έγραψε ο συνθέτης πιστεύουν ότι είχε επίγνωση του επερχόμενου θανάτου του στήνοντας ένα μνημείο στον εαυτό του.
Ο Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι αποτελεί εθνική κληρονομιά της Ρωσίας και έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες στην ιστορία της μουσικής. Μπορεί οι συνθέσεις του να μη χαρακτηρίζονται από διανοητικό βάθος, αλλά συνήθως αποδίδουν με οδυνηρή ειλικρίνεια τις χαρές, τις αγάπες και τις λύπες του ανθρώπου. Η συνολική κριτική θεωρεί ότι κατάφερε να συνθέσει μεγαλειώδη και εσωστρεφή έργα που εξέφρασαν τον ρωσικό μοντερνισμό, ενώ ανήγαγε τη μουσική μπαλέτου σε συμφωνική.
![Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι (1840-1893)](/sites/default/files/styles/main/public/articles/2025-02-13/5_0.jpg?itok=H16T3osV)
Οπότε, ακόμα κι αν η ποιότητα των συνθέσεών του, που περιλαμβάνουν 169 έργα (όπερες, μπαλέτα, συμφωνίες, τραγούδια, καντάτες, κοντσέρτα για πιάνο και βιολί, συμφωνικά ποιήματα), για τους μουσικολόγους παραμένει άνιση, με ορισμένες από τις μουσικές του να θεωρούνται πρόχειρες και επαναλαμβανόμενες, σε πολλές άλλες πέτυχε την ενότητα έμπνευσης, δραματικού περιεχομένου και δεξιοτεχνίας της φόρμας, πράγμα που τον τοποθετεί μεταξύ των κορυφαίων συνθετών του κόσμου.
Από την άλλη, στη Ρωσία, όπου, όπως φαίνεται, η ομοφοβία έχει βαθιές ρίζες −μέχρι και σήμερα, αφού μάλιστα το επίσημο κράτος έχει ποινικοποιήσει οποιαδήποτε νύξη περί ομοφυλοφιλίας, θεωρώντας τη κίνδυνο «διαφθοράς» για τους νέους−, η παραγωγή μιας ταινίας για τη ζωή του Τσαϊκόφσκι πριν από μερικά χρόνια στιγματίστηκε από αδιανόητη λογοκρισία. Ο μεν σεναριογράφος της ταινίας, Γιούρι Αράμποφ, διατεινόταν ότι ο Τσαϊκόφσκι δεν ήταν ομοφυλόφιλος και ότι το σενάριό του παρουσίαζε τον συνθέτη ως «ένα άτομο χωρίς οικογένεια που του είχαν εσφαλμένα αποδώσει φήμες ότι προτιμούσε άνδρες, και υπέφερε από αυτές», ενώ ο υπουργός Πολιτισμού Βλαντίμιρ Μεντίνσκι ήταν της άποψης ότι δεν πρέπει να μιλάμε για σεξουαλικές προτιμήσεις ούτε στην τηλεόραση, ούτε στο κοινοβούλιο, ούτε σε διαδηλώσεις χιλιάδων ανθρώπων.
Μετά το 2009 η ανακάλυψη έξι χιλιάδων επιστολών στην ιστορική κατοικία του και σημερινό Μουσείο Τσαϊκόφσκι στο Κλιν έδωσε πολλές απαντήσεις σχετικά με την ομοφυλοφιλία του, καθώς σε πλήθος από αυτές απευθυνόταν στα αδέλφια του μιλώντας χωρίς συστολή για την ερωτική του δραστηριότητα. Πρόκειται για τρυφερές και γεμάτες πάθος εξομολογήσεις, όπου αποκαλύπτονται τα έντονα συναισθήματά του και οι σεξουαλικές του επιθυμίες, όλα όσα είχαν κρατηθεί μακριά από τη δημοσιότητα, καθώς στη Ρωσία, ακόμα κι αν έχει περάσει πάνω από ένας αιώνας από τον θάνατο του διάσημου συνθέτη, θεωρούν αδιανόητο η εθνική τους κληρονομιά να φέρει την ομοφυλοφιλική ταυτότητα. Αρκετοί αμφισβήτησαν τη γνησιότητα των επιστολών, αλλά η επιστημονική έρευνα δεν αφήνει καμία αμφιβολία. Η μεγάλη αμφιβολία έχει να κάνει με τα πραγματικά γεγονότα του απρόσμενου και μυστηριώδους τέλους του.
Πηγές:
Tchaikovsky Research
Britannica
«Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι» της Γιώτας Ευταξία / Από το πρόγραμμα της παράστασης «Τσαϊκόφσκι» των Καγετάνο Σότο – Ντάριο Σούσα, ΕΛΣ 2025
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι» εδώ.