Τον Αύγουστο του 1939 υπογράφεται το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης ή αλλιώς Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ. Μια εβδομάδα αργότερα, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, η Γερμανία εισβάλλει στην Πολωνία, ξεκινώντας έτσι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στις 17 Σεπτεμβρίου οι Σοβιετικοί επιτίθενται με τη σειρά τους και καταλαμβάνουν το 52% της Πολωνίας, υλοποιώντας το μυστικό πρωτόκολλο που συνόδευε το Σύμφωνο και προέβλεπε –μεταξύ άλλων– και τον διαμελισμό της χώρας. Χιλιάδες Πολωνοί καταλήγουν αιχμάλωτοι πολέμου είτε των Ναζί είτε των Σοβιετικών.
Στις 22 Ιουνίου του 1941 η Γερμανία εισβάλλει στα σοβιετικά εδάφη, παραβιάζοντας τη συμφωνία συνεργασίας και ουδετερότητας μεταξύ των δύο χωρών.
Στις 13 Απριλίου 1943, στο δάσος Κατίν της Ρωσίας, κοντά στο ομώνυμο χωριό, οι Ναζί ανακαλύπτουν ομαδικούς τάφους Πολωνών αξιωματικών και πολιτών. Οι νεκροί ήταν περίπου 4.000 και όπως επρόκειτο να αποκαλυφθεί στη συνέχεια, τα θύματα της επονομαζόμενης «σφαγής του Κατίν» ήταν περισσότερα από 20.000.
Η κυβέρνηση των Ναζί χαρακτηρίζει την ομαδική εκτέλεση ως σοβιετικό έγκλημα πολέμου και υποστηρίζει ότι τη διαταγή για την πραγματοποίησή του έδωσε ο ίδιος ο Στάλιν. Οι Σοβιετικοί από την πλευρά τους αρνούνται τις κατηγορίες, λέγοντας πως πρόκειται για θύματα των Γερμανών.
Ενδιαφέρον έχει πως δεν δόθηκαν ποτέ απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα όπως τα σχετικά με τον βαρύ, χειμωνιάτικο και σε άψογη κατάσταση ρουχισμό των θυμάτων, τα οποία σύμφωνα με το Πόρισμα εκτελέστηκαν καλοκαίρι, μετά από παραμονή σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας που δεν προσδιορίζονται.
Οι Ναζί συγκροτούν διεθνή δωδεκαμελή επιτροπή που αποτελείται από γιατρούς, ιατροδικαστές και εγκληματολόγους –από σύμμαχες ή κατεχόμενες χώρες– για να εξετάσει τα πτώματα και να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς τους, καθώς ο Γκέμπελς αποφασίζει να χρησιμοποιήσει το εύρημα για να κλονίσει την αντιχιτλερική συμμαχία.
Το 1944 η Σοβιετική Ένωση ανακαταλαμβάνει το Κατίν και συστήνει επιτροπή με επικεφαλής τον ακαδημαϊκό Νικολάι Μπουρντένκο, με σκοπό να διερευνήσει το έγκλημα.
Σύμφωνα με το Πόρισμα Μπουρντένκο, οι εκτελέσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τον Αύγουστο - Σεπτέμβριο του 1941, όταν την περιοχή είχαν πλέον καταλάβει οι Ναζί. Ως βασικό αποδεικτικό στοιχείο της ενοχής τους θεωρήθηκε το γεγονός ότι οι σφαίρες με τις οποίες εκτελέστηκαν τα θύματα ήταν γερμανικές.
Κατά τη διάρκεια της Δίκης της Νυρεμβέργης, οι Σοβιετικοί κατέβαλαν προσπάθειες να γίνουν αποδεκτά τα συμπεράσματα του Πορίσματος Μπουρντένκο από το Διεθνές Δικαστήριο, το οποίο όμως τα απέρριψε, εξαιτίας της ελλιπούς τους τεκμηρίωσης.
Ενδιαφέρον έχει πως δεν δόθηκαν ποτέ απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα όπως τα σχετικά με τον βαρύ, χειμωνιάτικο και σε άψογη κατάσταση ρουχισμό των θυμάτων, τα οποία σύμφωνα με το Πόρισμα εκτελέστηκαν καλοκαίρι, μετά από παραμονή σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας που δεν προσδιορίζονται.
Η ενοχή των Ναζί για τη σφαγή του Κατίν θεωρούνταν δεδομένη για μισό αιώνα, παρά τις αντιφάσεις του Πορίσματος Μπουρντένκο αλλά και τις μνήμες των Πολωνών, που έρχονταν σε αντίθεση με τα σχολικά βιβλία της ιστορίας που διδάσκονταν τα παιδιά τους.
Το 1989 αποχαρακτηρίζονται στην ΕΣΣΔ μια σειρά από δημόσια έγγραφα και το περιεχόμενό τους θα οδηγήσει τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να ζητήσει, στις 13 Οκτωβρίου 1990, μια «βαθιά συγγνώμη» από τον πολωνικό λαό.
Το 1992 ο Μπορίς Γέλτσιν παραδίδει στον Πολωνό πρόεδρο, Λεχ Βαλέσα, τρία έγγραφα που αποδεικνύουν ότι η σφαγή του Κατίν είναι έργο των Σοβιετικών: ένα, υπογεγραμμένο από τον Ιωσήφ Στάλιν, κείμενο του Επικεφαλής της Εθνικής Ασφάλειας (NKVD), Λαβρέντι Μπέρια, με το οποίο πρότεινε την εκτέλεση 25.700 Πολωνών, ένα απόσπασμα από τη διαταγή του Πολιτικού Γραφείου, στις 5 Μαρτίου 1940, για την εκτέλεση και, τέλος, ένα σημείωμα του επικεφαλής της Κα Γκε Μπε, Σελέπιν, προς τον Νικίτα Χρουστσόφ, σχετικά με την εκτέλεση 21.857 Πολωνών και την ανάγκη καταστροφής των σχετικών εγγράφων.
Η ιστορία του Κατίν αρχίζει σιγά σιγά να ξεκαθαρίζει. Όταν οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939 συνέλαβαν περίπου 140.000 άτομα.
Εν τέλει, παρέμειναν ως αιχμάλωτοι πολέμου στα στρατόπεδα Κοζέλσκ, Οστασκόφ και Στάρομπελσκ περίπου 15.000 αξιωματικοί, οι οποίοι αποτελούσαν την πνευματική και πολιτική ελίτ της χώρας.
«Δεδομένου ότι όλοι αυτοί είναι αδιόρθωτοι εχθροί της σοβιετικής εξουσίας, το NKVD της ΕΣΣΔ θεωρεί αναγκαίο: Να εξεταστούν κατ' εξαίρεση και με εφαρμογή της εσχάτης των ποινών, δια τυφεκισμού» θα γράψει ο Λαβρέντι Μπέρια, σφραγίζοντας τη μοίρα τους.
Πιστεύοντας ότι πρόκειται να τους αφήσουν ελεύθερους –ώστε να μην υπάρχουν εντάσεις– οι μελλοθάνατοι οδηγούνταν στους τόπους εκτελέσεων με τρένο. Δεμένους πισθάγκωνα, φιμωμένους με πριονίδια, τους περίμενε μια σφαίρα στον αυχένα κι ένας κοινός τάφος.
Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα του στρατοπέδου συγκέντρωσης Οστασκόφ, Ντμίτρι Τοκάρεφ, εκτελούνταν μέσα στη νύχτα σε ομάδες των 250 ατόμων, από περίπου 30 μέλη της NKVD.
Οι οικογένειες των δολοφονημένων εκτοπίστηκαν στο Καζακστάν, χωρίς ποτέ να ενημερωθούν για την τύχη τους, ενώ καμία σχετική απάντηση δεν δόθηκε από τη Μόσχα στις ερωτήσεις της εξόριστης στο Λονδίνο πολωνικής κυβέρνησης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με έγγραφα από τα Εθνικά Αρχεία των ΗΠΑ, Ρούσβελτ και Τσόρτσιλ γνώριζαν την αλήθεια, προτίμησαν, ωστόσο, να την αποσιωπήσουν, επιρρίπτοντας την ευθύνη για το έγκλημα στους Ναζί.
Τον Απρίλιο του 2010, ο Βλαντιμίρ Πούτιν αναγνώρισε επίσημα τη σοβιετική ενοχή, ενώ με εντολή του Ρώσου προέδρου Ντμίτρι Μεντβιέντεφ τα ρωσικά Κρατικά Αρχεία έδωσαν στη δημοσιότητα επτά από τα σημαντικότερα έγγραφα που τεκμηριώνουν την αλήθεια για τη σφαγή του Κατίν. Λίγους μήνες αργότερα, θα παραδοθούν στην πολωνική κυβέρνηση 20 τόμοι με στοιχεία για το αποτρόπαιο έγκλημα.
Το Νοέμβριο του 2010, η ρωσική Κάτω Βουλή (Δούμα) εξέδωσε ψήφισμα –που καταψηφίστηκε από τους κομμουνιστές– με το οποίο αναγνώριζε ότι η σφαγή στο Κατίν χιλιάδων Πολωνών στρατιωτικών από τη NKVD είναι έγκλημα που διέταξε ο Ιωσήφ Στάλιν.
Ωστόσο, ο μη χαρακτηρισμός του ως γενοκτονίας ή εγκλήματος πολέμου εμπόδισε να κινηθούν από την πολωνική κυβέρνηση και τους συγγενείς των θυμάτων νομικές διαδικασίες κατά τυχόν επιζώντων υπαιτίων.
Στην απόφαση αναφέρονται τα εξής:
«Τα έγγραφα που δόθηκαν στη δημοσιότητα, τα οποία είχαν παραμείνει επί πολλά χρόνια στα μυστικά αρχεία, αποκαλύπτουν το μέγεθος της φοβερής αυτής τραγωδίας, αλλά επιβεβαιώνουν επίσης ότι το έγκλημα του Κατίν διαπράχθηκε με προσωπική διαταγή του Στάλιν και άλλων μελών της σοβιετικής ηγεσίας...».
«Η ευθύνη για το έγκλημα αυτό καταλογίσθηκε από τη σοβιετική προπαγάνδα στους Ναζί εγκληματίες, γεγονός που προκάλεσε την οργή, την πίκρα και τη δυσπιστία του πολωνικού λαού».
«Το ρωσικό Κοινοβούλιο εκφράζει τη βαθιά του συμπάθεια προς όλα τα θύματα της αδικαιολόγητης αυτής πράξης, στις οικογένειες και τους συγγενείς τους».