«Σχεδίαζε σαν τον Μιχαήλ Άγγελο και χρωμάτιζε όπως ο Τιτσιάνο». Αυτή η επιγραφή υποδεχόταν τους πελάτες και τους επισκέπτες του εργαστηρίου του Τιντορέττο, φιλόδοξη και ενωτική ανάμεσα στην αιώνια διαμάχη δύο ισχυρών καλλιτεχνικών σχολών: της Φλωρεντίας που η σχολή της υπερασπιζόταν το σχέδιο και της Βενετίας, που έκανε "σημαία" της το χρώμα.
Μαθητής του Τιτσιάνο, όταν ξεκινούσε, ούτε που φανταζόταν, ότι θα γινόταν εκείνος που θα επηρέαζε όσο λίγοι την τέχνη του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, λόγω του παράξενου, σχεδόν αφύσικου, αντινατουραλιστικού τρόπου που μεταχειριζόταν το χρώμα. Πραγματικό όνομα, Τζάκοπο Ρομπούστι, γιος βαφέα (ιταλ. tintore), παρατσούκλι tintoretto (ο μικρός βαφέας), μεγαλύτερος από 21 αδέλφια.
Δεύτερο παρατσούκλι, furioso. Βιαστικός. Βιαστικά τσαλαβουτούσε στο χρώμα, κόντρα στις καλλιτεχνικές παραδόσεις της εποχής του, βιαστικά σχεδίαζε και παρά τις φήμες, ήταν ένα μια συνήθεια, που γεννήθηκε από την μυστικοπάθεια του. Λέγεται ότι στα εργαστήρια των δασκάλων που μαθήτευσε, υπέφερε πολλά. Ζήλιες κυρίως και ανταγωνισμούς που τον ανάγκασαν να κλειστεί ακόμη περισσότερο στον εαυτό του και να αναπτύξει μία εντελώς δικής του επινόησης τεχνική, που ναι μεν αδιαφορούσε για τις σημαντικές καλλιτεχνικές ανακαλύψεις της εποχής του (λόγου χάριν, την προοπτική), ωστόσο τις ενέτασσε στο έργο του εξελιγμένες, παντοδύναμες, σχεδόν υποβλητικές.
Μέχρι τη μέρα που πέθανε ο Τιτσιάνο, πλούσιους πελάτες και ισχυρά ονόματα της αριστοκρατίας δεν αξιώθηκε να τα δει στο εργαστήριο του. Ζωγράφιζε, ωστόσο, αδιάκοπα με μία περίεργη πίστη στο φως και στους απλούς ανθρώπους που γέμιζαν το εργαστήριο του με παραγγελίες. Δεν έπαιρνε πολλά χρήματα, κάποτε και καθόλου: επηρεασμένος από το κλίμα της Αντιμεταρρύθμιση δημιουργούσε θρησκευτικού περιεχομένου έργα τεραστίων διαστάσεων και απερίγραπτης δραματικότητας σκηνών. Είναι ο τρόπος που μεταχειριζόταν το χρώμα και το φως, αντισυμβατικά, αντινατουραλιστικά, σχεδόν αναρχικά για τα δεδομένα του καιρού του, δίνοντας στους πίνακες του μία απόκοσμη αίσθηση, που τα πρώτα χρόνια τον καθιστούν αντιδημοφιλή ως καλλιτέχνη. Τα έργα του τρομάζουν με τη δύναμη τους κι εκείνος βαριέται πια - ακριβώς όπως ο Καραβάτζιο - τους πίνακες που περιγράφουν μόνο ομορφιά. Όχι κίνηση, όχι αγωνία, όχι τρόμο, παρά μόνο σκηνές που δημιουργούνται για να ευχαριστήσουν τον πλούσιο πάτρονα ή παραγγελιοδότη.
Ο Τιντορέττο έχει ήδη δημιουργήσει σχολή: αρκεί μια ματιά στην άγρια απόδοση της Εύρεσης των Λειψάνων του Αποστόλου Μάρκου, για να γίνει αντιληπτή η διαφορά του από τους καλλιτέχνες της εποχής του σε ένα έργο που χαρακτηρίστηκε τουλάχιστον εκκεντρικό. Οι έντονες αντιθέσεις ανάμεσα στο φως και τη σκιά, η έλλειψη αρμονίας στις χειρονομίες των πρωταγωνιστών, η απουσία φινιρίσματος τον φέρνουν τότε σε δύσκολη θέση, τον ρίχνουν με ευκολία στο στόμα κριτικών της εποχής ως απρόσεκτο και επιπόλαιο και απαίδευτο.
Η τέχνη του θα δικαιωθεί λίγα χρόνια αργότερα, όταν ένας άλλος με καμία απολύτως εκτίμηση στις καλλιτεχνικές συμβάσεις της εποχής, όχι μόνο δεν θα βρει τίποτα απαράδεκτο στην τέχνη του Τιντορέττο, αλλά θα πάρει τα πιο γοητευτικά της στοιχεία, θα τα εξελίξει και θα δημιουργήσει αναπαραστάσεις συγκλονιστικών θρησκευτικών επεισοδίων, υπογράφοντας ως Ελ Γκρέκο...
ΠΗΓΕΣ:
- Το χρονικό της Τέχνης, Ε.Η. Gombrich, MIET, 1994
- Οι βίοι των πλέον εξαίρετων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων, Οι Δύο αφιερώσεις και το Προοίμιο, Πατάκης, 1997
σχόλια