ΑΚΙΝΗΤΑ, ΣΤΙΒΑΡΑ, ΕΠΙΒΛΗΤΙΚΑ (με το ζόρι) και «αφύσικα», τα αγάλματα έμοιαζαν πάντα προορισμένα να τα χέζουν πουλιά και να τα κατουράνε σκύλοι ως στοιχειώδη απόκριση του ζωικού κόσμου στην ανθρώπινη έπαρση. Ανέκαθεν, επίσης, προκαλούσαν την επιθυμία βανδαλισμού τους είτε για πολιτικούς/ιδεολογικούς λόγους είτε απλώς επειδή δεσπόζουν στον δημόσιο χώρο, λειτουργώντας ως δοχεία αντικοινωνικής εκτόνωσης και κωλοπαιδισμού. Από τους πρωτοπόρους του είδους υπήρξε, άλλωστε, ο Αλκιβιάδης –αιρετικός, εικονοκλάστης και χαρισματικό κωλόπαιδο–, ο οποίος, μαζί με το «crew» του, τους Ερμοκοπίδες, είχε καταδικαστεί στην κλασική Αθήνα για την καταστροφή των αγαλμάτων του Ερμή.
Τα αγάλματα και οι ανδριάντες ιστορικών προσωπικοτήτων ανέκαθεν αποτελούσαν πεδίο αντιπαράθεσης σχετικά με το ποιες φιγούρες δικαιούνται να στέκονται αγέρωχα σε δημόσια και παντοτινή θέα ως σύμβολα ιστορικής μνήμης, τούτο τον καιρό όμως μοιάζουν να λειτουργούν ως αλεξικέραυνα των έντονων τάσεων ανατροπής και αναθεώρησης που επικρατούν ανά τον πλανήτη. Το hashtag #statuesmustfall «τρεντάρει» αγρίως τις τελευταίες μέρες.
Όλο αυτό το θέμα που ανακινήθηκε στις ΗΠΑ με την αποκαθήλωση των αγαλμάτων αμφιλεγόμενων και διχαστικών προσωπικοτήτων –από τον Κολόμβο ως τους επιφανείς δουλεμπόρους και ηγέτες της Συνομοσπονδίας κατά τον Αμερικανικό Εμφύλιο– και στη συνέχεια πέρασε και στην Ευρώπη, προκαλώντας αντίστοιχες εκδηλώσεις και αναταραχές, με έκανε να παρατηρήσω με πιο εξεταστική ματιά τα αγάλματα της ευρύτερης γειτονιάς μου εδώ στην Αθήνα.
Η Αθήνα είναι γεμάτη αγάλματα, ελάχιστα από αυτά όμως θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σύμβολα μίσους, καταπίεσης, διχασμού και εχθροπάθειας, αν και συχνά αυτό δεν έχει να κάνει με τον βαθμό και τη συχνότητα βανδαλισμού τους μέσα στα χρόνια (δεν μπορώ να σκεφτώ πιο πολύπαθο άγαλμα από το γλυπτό του αιωνίως στοχαστικού Παλαμά στον περίβολο του Πνευματικού Κέντρου).
Καταρχάς, στην πλατεία Μαβίλη, η οποία διαθέτει τρία «εμβληματικά» και μάλλον διακριτικά μνημεία: το άγαλμα της «γυναίκας μετά τον μόχθο» και τις προτομές του ποιητή Λορέντζου Μαβίλη και της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Δύσκολο να χαρακτηριστεί κάποιο από τα τρία «αμφιλεγόμενο», παρότι στην περίπτωση της Αλίκης είχαν σημειωθεί κάποιες περίεργες παρεμβάσεις (κάτι με μια σιδερώστρα θυμάμαι) μετά την ανέγερσή του.
Πιο πέρα, μετά τον μεγαλοπρεπή Βενιζέλο, προστάτη των σκεϊτάδων του πάρκου Ελευθερίας, υπάρχει δίπλα στο Χίλτον, στη συμβολή των οδών Μιχαλακοπούλου και Χατζηγιάννη Μέξη, ένα «περίεργο» άγαλμα που μοιάζει κυριολεκτικά εκτός τόπου και χρόνου: ο ανδριάντας του ιδρυτή της ανεξάρτητης Ουρουγουάης, Χοσέ Χερβάσιο Αρτίγας, ο οποίος εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά σου εκεί που περπατάς ανέμελος, με πλήρη περιβολή σπαγγέτι γουέστερν (μπότες, σπιρούνια, πόντσο).
Στην απέναντι μεριά του δρόμου σχεδόν δεσπόζει ένα εντελώς διαφορετικής αντίληψης μνημείο, στο οποίο συνωστίζονται τέσσερις μικροί μαθητές που κοιτάζουν με προσήλωση έναν άντρα με κουστούμι, που στο ένα χέρι κρατάει βιβλίο και με το άλλο δείχνει μια επιγραφή η οποία λέει: «Κλείσε στην ψυχή σου την Ελλάδα και θα αισθανθής μέσα σου να λαχταρίζη κάθε είδος μεγαλείου». Πρόκειται για το «μνημείο του Έλληνα δασκάλου», μια πρόσφατη κατασκευή, παρότι θυμίζει αρκετά μνημείο αισθητικής σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Η Αθήνα είναι γεμάτη αγάλματα, ελάχιστα από αυτά όμως (ίσως κάποιοι βασιλείς, κάποιοι στρατιωτικοί με ανάμειξη στον Εμφύλιο ή το άγαλμα του Τρούμαν) θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σύμβολα μίσους, καταπίεσης, διχασμού και εχθροπάθειας, αν και συχνά αυτό δεν έχει να κάνει με τον βαθμό και τη συχνότητα βανδαλισμού τους μέσα στα χρόνια (δεν μπορώ να σκεφτώ πιο πολύπαθο άγαλμα από το γλυπτό του αιωνίως στοχαστικού Παλαμά στον περίβολο του Πνευματικού Κέντρου). Κάποια είναι κακόγουστα και παρωχημένα, πολλά θα μπορούσαν να λείπουν (ψηφίζω τους «τρεις τραγωδέρος» δίπλα στην είσοδο του Εθνικού Κήπου), δύσκολο πάντως να σκεφτείς κάποια περίπτωση αντίστοιχη με αυτή των επιφανών εκπροσώπων της αποικιοκρατίας και του σκλαβοπάζαρου.
Εντάξει, λοιπόν, ας μην μπούμε κι εμείς απαραίτητα στη λογική της ακύρωσης και αποκαθήλωσης αμφιλεγόμενων μνημείων. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραμείνουμε στη συντηρητική κοσμάρα μας, ούτε και χρειαζόταν άλλο ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, σαν αυτό που εγκαινίασε στον Πειραιά ο Άδωνις Γεωργιάδης ανήμερα του Αγίου Πνεύματος, σε μια χουντικού ύφους τελετουργία, προκειμένου να τιμήσουμε, όπως δήλωσε κρώζοντας από το μικρόφωνο, «την εθνική και θρησκευτική μας κληρονομιά, τον ελληνισμό και τον χριστιανισμό».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια