ΑN ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ απόλυτα ειλικρινείς με το περίφημο βιντεοκλίπ της Επιτροπής '21, οφείλουμε να παραδεχτούμε κάτι βασικό: ό,τι και να έδειχνε, όποια Ελλάδα και να πρόβαλλε, θα αντιμετωπιζόταν με γκρίνια και παράπονα για αποκλεισμούς ομάδων και των συμβόλων τους. Αν, πάλι, ήταν πολύ μεταμοντέρνο, θα είχε να υποστεί τις αντίθετες ενστάσεις.
Το έδαφος, σήμερα ιδίως, στις δικές μας εποχές, είναι εξαρχής ναρκοθετημένο αναφορικά με τέτοια εγχειρήματα. Το πρόβλημα έγκειται στην ίδια τη δομή του εθνικού αφηγήματος που θέλει να προβληθεί μέσω μιας τέτοιας μεγάλης επετείου ενός εθνικού κράτους. Δεν είναι, και δεν μπορεί να είναι ενιαίο και ομόφωνα αποδεκτό. Σήμερα είναι απλώς αδύνατον – πριν από έναν αιώνα δεν ήταν, αλλά δεν είμαστε πλέον εκεί, και από μια άποψη είναι ευτύχημα που κάτι τέτοιες αφορμές δείχνουν πόσο έχουμε χειραφετηθεί ως κοινωνία.
Δείτε μόνο το εξής παράδοξο και αντιφατικό: η Επιτροπή αμφισβητείται τώρα για παλαιού τύπου εθνικισμό που δεν είναι συμπεριληπτικός (όντως, δεν είναι απόλυτα) αλλά και πριν από λίγο καιρό αμφισβητήθηκε για το αντίθετό του, δηλαδή για αντι-εθνικισμό, όπως στην περίπτωση του σήματός του, αν θυμάστε, το οποίο ήταν δήθεν πολύ αφηρημένο και καθόλου «ελληνικό». Είναι αναπόφευκτο όμως. Όλα είναι ύποπτα και όλα είναι προς αμφισβήτηση ανά πάσα στιγμή, όταν ένα κράτος αποφασίζει σήμερα να οργανώσει κεντρικά ένα επίσημο αφήγημα για το παρελθόν του. Συμβαίνει, δε, ακόμη και στην περίπτωση ενός απλού βιντεοκλίπ, που δεν επέχει καν θέση ενός επεξεργασμένου και οργανωμένου αφηγήματος. Με κάποια σύμβολα προφανώς παίζει και τα ανακαλεί, αλλά κι αυτό πάλι με πολύ αφηρημένο τρόπο.
Ωστόσο, ακόμη και κει αρχίζουμε τις υπερ-ερμηνείες: γιατί δεν δείχνει υπέρβαρους, γιατί δεν έχει ΑΜΕΑ ή μετανάστες; Γιατί είναι στο Καλλιμάρμαρο (όπου έκανε κάποτε η χούντα τις κιτς γιορτές της) και όχι π.χ. στου Ψυρρή, με τα γκράφιτι και τους άστεγους; Χίλια «γιατί» μπορεί να εγείρει κανείς, και τυπικά να μην έχει άδικο.
Η κριτική προς την Επιτροπή είναι ότι υπονομεύει το εθνικό αφήγημα (λες και υπάρχει ένα και ενιαίο), αλλά κανείς δεν θέλει να παραδεχτεί ότι, στην πραγματικότητα, οι πρώτοι που υπονομεύουμε σήμερα στη βάση του ένα ενιαίο αφήγημα είμαστε οι ίδιοι οι πολίτες, διότι δεν θέλουμε κανένα αφήγημα ή, μάλλον, το μόνο αφήγημα που θεωρούμε νομιμοποιημένο είναι αυτό της δικής μας μικρής ομάδας ή ταυτότητας.
Μόνο που δεν υπάρχει (και δεν πρέπει να υπάρχει) μια κοινά αποδεκτή κατηγορία με βάση την οποία θα φτιάξουμε το πλαίσιο της ένταξης αλλά και των αποκλεισμών. (Διότι πάντα θα υπάρχουν κάποιοι αποκλεισμοί, πού είναι οι Ρομά για παράδειγμα, και αντίστροφα πού είναι οι εφοπλιστές, πού είναι ο απόδημος ελληνισμός και πού είναι οι άνεργοι και οι φτωχοί, πού είναι τα μεσαία στρώματα και πού οι συνδικαλιστές, πού οι αθλητές, που διακρίνονται, και πού οι μπαχαλάκηδες, που τα σπάνε... Προφανώς, δεν έχει τελειωμό αυτό το παιχνίδι της κολοκυθιάς, θα τέλειωνε μόνο αν στο βιντεοκλίπ εμφανίζονταν και τα 11 εκατομμύρια των Ελλήνων).
Ας το θέσουμε ευθέως. Η κριτική προς την Επιτροπή είναι ότι υπονομεύει το εθνικό αφήγημα (λες και υπάρχει ένα και ενιαίο), αλλά κανείς δεν θέλει να παραδεχτεί ότι, στην πραγματικότητα, οι πρώτοι που υπονομεύουμε σήμερα στη βάση του ένα ενιαίο αφήγημα είμαστε οι ίδιοι οι πολίτες, διότι δεν θέλουμε κανένα αφήγημα ή, μάλλον, το μόνο αφήγημα που θεωρούμε νομιμοποιημένο είναι αυτό της δικής μας μικρής ομάδας ή ταυτότητας. Δεν θέλουμε έναν ενιαίο κόσμο, έναν κατακερματισμένο θέλουμε – και από διάφορες οπτικές αυτό είναι και υγιές. Διότι ακόμη κι έτσι, όλα αυτά είναι κατά την άποψή μου χρήσιμα εν τέλει.
Σημαίνει ότι η επέτειος δεν θα γιορταστεί μόνο εν μέσω εθνικής ομοψυχίας αλλά και διαμέσου ενός –ίσως φορτισμένου– διαλόγου για το ποιοι θέλουμε να είμαστε. Αρκεί να έχουμε υπόψη μας ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συμφωνήσουμε όλοι ανεξαιρέτως σε ένα και μόνο αφήγημα, ούτε στο τέλος της συζήτησης θα είμαστε ένα ενιαίο και ομοούσιο έθνος.
Άλλωστε, ούτε η Επιτροπή έχει, όπως μπορώ να καταλάβω, τέτοια πρόθεση. Στόχος είναι να υπάρξουν με τη χορηγία της εκατοντάδες δράσεις, συνέδρια και εκδόσεις που θα αποτυπώνουν αυτήν τη μεγάλη ποικιλομορφία ως πλούτο και όχι ως πρόβλημα. Μπορεί όλοι να ζούμε κάτω από τη μεγάλη ομπρέλα του ίδιου εθνικού κράτους, αλλά ευτυχώς μας επιτρέπεται (και η επέτειος μάς δίνει την ιδανική αφορμή) να το επαναπροσεγγίσουμε μέσα από την ποικιλία και την πολυχρωμία, όχι μέσα από την κρατική επιβολή – που, θα με συγχωρήσετε, αλλά εγώ δεν τη βλέπω πουθενά σε αυτό το εγχείρημα, και πουθενά γενικώς.
Παντού στη Δύση ζούμε στο καθεστώς της μεγαλύτερης ελευθερίας που απολάμβανε ποτέ η ανθρωπότητα και οι απόπειρες οποιασδήποτε άδικης ή μη νομιμοποιημένης άνωθεν επιβολής γρήγορα πέφτουν στο κενό. Ιδίως στην Ελλάδα, συχνά φτάνουμε στο άλλο άκρο και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε, πιστεύω.
Ας αφήσουμε, λοιπόν, τα αντιεξουσιαστικά αντανακλαστικά έξω από αυτή την υπόθεση και ας συμβάλει ο καθένας, ακόμη και με έκκεντρους και αιρετικούς όρους, στη συζήτηση αυτή. Άλλωστε, όσοι ζουν νυχθημερόν ξεσκεπάζοντας τις «ύποπτες» προθέσεις της Επιτροπής, δεν κάνουν κάτι άλλο από το να ετεροπροσδιορίζονται. Μας λένε τι ΔΕΝ θέλουν να είναι και όχι τι θέλουν ακριβώς να είναι.
Έστω κι έτσι πάντως, μπορεί η επέτειος αυτή να λειτουργήσει σε όλους ευεργετικά και να μας βοηθήσει να βρούμε τη θέση μας σε αυτό το πολυφωνικό αφήγημα που είναι σήμερα το «έθνος». Ωσάν ένα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα που δίνει φωνή σε πολλούς και διαφορετικούς για να πουν την ιστορία «τους» μέσω της δικής τους κατανόησης και με αναφορά στη δική τους υποκειμενική και μερική πραγματικότητα – διότι κανείς μας δεν εκφράζει το όλον.
Δεν θα πρόκειται, φυσικά, για μια εθνική ιστορία (αυτό είναι δουλειά των ιστοριογράφων που κι εκείνοι, άλλωστε, τσακώνονται διαρκώς για όλα αυτά), θα είναι όμως μια έκκεντρη αφήγηση εκατομμυρίων ατομικών «προφίλ», από την οποία νομίζω ότι μπορούμε να κρατήσουμε όλοι ένα τουλάχιστον πράγμα ως ενοποιητική αρχή: ότι θα αφορά το ροκ του μέλλοντός μας και όχι τους ζουρνάδες του μίζερου παρελθόντος μας.