Σεμια μικροκοινωνία σαν τη δική μας όπουη ασημαντότητα παίρνει κεφάλια και ηπροσωπική αξία θεωρείται λίγο πολύμπατιρημένο νόμισμα, η αναζήτησηξεχωριστών συναναστροφών, το να ανήκειςδηλαδή σε έναν ξακουστό κύκλο ανθρώπων,αποτελεί ζηλευτό διαπιστευτήριο, κάτισαν αόρατο γαλόνι στο πέτο. Ο καθείς καιο κύκλος του. Πλην όμως το δικαίωμασυμμετοχής δεν αποκτάται εύκολα. Στονκύκλο του σημαίνοντος ηθοποιού ήσκηνοθέτη, οι «εκλεκτοί»αδειοδοτούνται ή προσλαμβάνονταικατόπιν εταστικής ερεύνης. Η αυλή τουπολιτικού δεν μπορεί να απαρτισθεί απότυχαία άτομα, απαιτεί ειδικά προσόντα,κάποια κοινωνική θέση και βέβαια τοχάρισμα της προσωπικής έλξης.
Τοκύρος της παρέας κατά κανόνα τροφοδοτείταιαπό την παρουσία της σημαίνουσας κεφαλής.Η ισότητα δεν βοηθάει σε αυτούς τουςσυγχρωτισμούς· οι ίσοι βγάζουνγρήγορα τα μάτια τους. Αντίθετα η άνισηπαρουσία, η ανομοιότητα, η αναγνωρισμένηανωτερότητα και κατωτερότητα είναι ηκαλύτερη ζύμη για να δέσει το καθεστώς.Το «λίγο» ελκύεται φυσικά από το«πολύ», ο πρωτάρης πλαισιώνεισιωπηλά τον ώριμο, ο άσημος κλίνει τογόνυ στον διάσημο. Πρόκειται για μιαπυραμίδα όπου η οντότητα των προσώπωνχαρίζεται από τα πάνω αλλά αντανακλάταικαι από τα κάτω με διάφορους τρόπουςχαριτωμένης ή και στυγνής υποταγής.
Ηλέξη «παρέα»κατάγεται από την έννοια του όμοιου,ωστόσο ουδέποτε η ομοιότητα καταφέρνεινα τελεσφορήσει αν δεν στηθεί η αόρατηπυραμίδα και τα μέλη να πιαστούν στοδίχτυ του είμαι και δεν είμαι, μπορώ καιδεν μπορώ, έχω και δεν έχω. Ό,τι δενκατέχουμε είναι δέλεαρ. Αν λοιπόν κάποιοςεμφανίζεται ως κάτοχος και ισχυρός,αυτομάτως γίνεται φωτεινό ή σκοτεινόμονοπάτι για να φτάσουμε όχι σε αυτόναλλά στον εαυτό μας.
Στηδιάσημη συντροφιά τους, ο Χατζιδάκιςκαι ο Γκάτσος αποτελούσαν τους Διόσκουρουςγύρω από τους οποίους έσπευδε σμήνοςολόκληρο από μουσικούς, τραγουδιστές,ποιητές, νυχτόβιους, μαθητευόμενουςαστέρες. Όσο πολυκέφαλη κι αν ήταν ησύναξη, η άλως ανήκε στα δυο κεντρικάπρόσωπα που με τα λόγια ή τις σιωπέςτους οικονομούσαν τις συγκινήσεις, τιςπαρουσίες, τις απουσίες και όλο το κλίματης διακριτικής μηχανορραφίας πουστεφανώνει παρόμοιους ομίλους. Ανεξάντληταείναι τα ανέκδοτα για τον κύκλο τουΠαλαμά, του Κουν, του Ρένου, του Σεφέρη,του Βάρναλη ή του Διοσκουρίδη. Ακόμηπιο χαρακτηριστικά είναι τα ανέκδοταταπεινότερων συντροφιών, όπου το κύροςήταν συζητήσιμο, η ταυτότητα των μελώναμφισβητήσιμη με αποτέλεσμα η σύναξηνα καταλήγει πολύ συχνά σε φρικαλέουςκαυγάδες. Σε ζητήματα προσωπικού κύρουςδιαιτητής δεν υπάρχει· όλα τα λύνεικαι τα δένει η αυτής μεγαλειότητα Έριδα.
Τοπιο ενδιαφέρον σε αυτές τις αυλέςαποδεικνύεται η αμοιβαία εξάρτηση. Ομαθητής έχει ανάγκη το δάσκαλο, αλλάκαι ο δάσκαλος χωρίς μαθητή τι σόιδάσκαλος είναι; Από τη στιγμή που οκατώτερος συνειδητοποιεί ότι η παρουσίατου γεννάει εξουσία, αρχίζει η περίπλοκημηχανορραφία και τα επιχειρήματα εκδεξιών και εξ αριστερών. Γνωστή είναιη περίπτωση του χολιασμένου αποσυνάγωγουο οποίος ρίχνει μαύρη πέτρα πίσω του,απαρνείται το «κλουβί» του τάδεδιάσημου όχι για να απομονωθεί, παράγια να στήσει με τη σειρά του μια νέααδελφότητα.
Θέλονταςκαι μη, όλα τα μέλη ανακαλύπτουν μέραμε τη μέρα την τυραννία του ανθρώπινουπροσώπου. Μια και μόνη φράση μπορεί νασε κάνει σκόνη· μια μεροληψία, έναθαμπό κοίταγμα, μια διακριτική εύνοιαπρος τον παρακαθήμενο στη στιγμή στρέφουντην αφοσίωση σε μίσος. Ο πληττόμενοςπιθανότατα πιστεύει ότι αδικείται, ότιμειώθηκε, ότι δεν αντέχει τα πρόσωπατων άλλων. Μέχρις ενός σημείου αυτόείναι σωστό. Ωστόσο η μαύρη αλήθειαείναι ότι δεν αντέχει τον ίδιο του τονεαυτό. Επ' αυτού η νεοελληνικήκαθημερινότητα έχει φάει τα μούτρα της.Βρίσκοντας φιλόξενο καταφύγιο στοπαιδικό σόφισμα ότι ο άλλος είναιαξιοπεριφρόνητος, ότι γεννήθηκε από τημούχλα του μπάνιου και τα συναφή, αδυνατείνα έρθει αντιμέτωπη κατά πρόσωπο με τονεαυτό της και να ανακαλύψει ότι ο εαυτόςείναι μαύρη κωμωδία και φτηνή συνωμοσία.Το απλοϊκό ψυχολογικό τέχνασμα νασιχαίνεται κανείς, όχι τον άλλον, αλλάτον εαυτό του στο πρόσωπο του άλλουαφήνει εποχή. Κορώνα κερδίζω, γράμματαχάνεις...
Οιπαρέες διψούν για δικαιοσύνη και τελικάξεδιψούν με την αδικία. Εν τέλει όλοιάνθρωποι είναι, όλοι πρέπει να βρουνμια θέση στον ήλιο. Να σώσουν τονανεκδιήγητο εαυτό τους. Με τα χρόνιαπάντως η δικαιοσύνη αποδίδεταιασυνειδήτως. Είναι γνωστό ότι κάθεάσημος κολακεύεται να θυμίζει ότι υπήρξεέμπιστο πρόσωπο του τάδε διάσημου.«Δηλαδή κάνατε παρέα;». «Παρέα;Ήμασταν δάχτυλα στην ίδια παλάμη...».Στις καθημερινές συζητήσεις ο δεύτεροςκαι τρίτος τη τάξει δεν χάνουν τηνευκαιρία να θυμίσουν ότι επί χρόνιασυγχρωτίζονταν με τον χ ή τον ψ. Αντίθεταο χ ή ο ψ σπανίως μιλούν για τις κατώτερεςσυναναστροφές τους . Με τη σειρά τουςκι αυτοί αναφέρονται στο προνόμιό τουςνα συναναστρέφονται πρόσωπα πρώτηςτάξεως.
Όποιοςέχει βγάλει φωτογραφία με τον Τσιτσάνητην έχει καδραρισμένη στο γραφείο του.Άραγε ο Τσιτσάνης ποιους είχε καδράρει;Ασφαλώς όχι τους θαυμαστές του. Ο καθέναςλατρεύει αυτό που του λείπει και τοαναγνωρίζει σε διακεκριμένα πρόσωπαπου του προσφέρουν παροδική ανακούφιση.Όσο για τον λειψόβαρο εαυτό που μαςκατατρώει σαν χιτώνας του Νέσσου, αυτόςένα μόνο επιποθεί λυσσαλέα: δύναμη,υπεροχή, λάμψη, άρση πάνω απ' όλα καιπάνω απ' όλους: Σώστε με από τον εαυτόμου!
Όπουνα' ναιξημερώνει.
σχόλια