Οιδημοσκοπήσεις στην Ελλάδα ειναι μίαπολύ αστεία υπόθεση. Στοιχεία νααμφισβητήσω την «επιστημονικότητά»τους δεν έχω, άρα δέχομαι ότι theygobythebook- δηλαδή, για να μιλήσουμε και με όρουςπροϊόντος, αφού τέτοιο είναι, «πληρούντις προδιαγραφές». Ισχυρίζομαι (έχονταςκάνει, μάλιστα, και μεταπτυχιακό στηΣτατιστική και Οικονομετρία, βασίζονταςπολλά μοντέλα σε δημοσκοπικά στοιχεία)ότι είναι «αστεία υπόθεση» διότι:
1. Τιςπαραγγέλνουν αυτοί που τις παραγγέλνουν.
2. Συντάσσονταιοι ερωτήσεις έχοντας «υπ' όψιν» αυτούςπου τις πραγγέλλουν.
3. Διατυπώνονταιοι ερωτήσεις (όταν αυτό γίνεταιτηλεφωνικά), ενίοτε με πονηρό και...κατευθυνόμενο τρόπο, όπως π.χ. «μήπωςθέλετε να το ξανασκεφθείτε;» ή «δεννομίζετε ότι και ο τάδε είναι κατάλληλος;».
4. Απαντούνσε αυτές αυτοί που απαντούν. Δηλαδή, οιΕλληνες. Που εξ ορισμού σημαίνει ότιτο στοιείο της «ειλικρινούς και καθαρήςαπάντησης» (απαραίτητη προϋπόθεση«επιτυχίας» μιας δημοσκόπησης) εδώ δενυπάρχει. Χαρακτηριστικό παράδειγμααυτής της περίπτωσης είναι οιδημοσκοπήσεις/έρευνες περί τωνσεξουαλικών επιδόσεων των Ελλήνων, πουπάντα μάς φέρνουν στην κορυφή τηςπαγκόσμιας κατάταξης σε θέματα επίδοσηςκαι συχνότητας!
Κατατην προεκλογική περίοδο των ευρεκλογών,θα πρέπει να έγιναν περισσότερες απόπενήντα δημοσκοπήσεις και δεν ξέρωπόσες «κρυφές» για τα ίδια τα κόμματα.Το συγκεκριμένο εμπόριο πάει καλά,δηλαδή, και θα πρέπει να πανηγυρίζουνοι «υπηρέτες» του. Παίδεψα πολλές φορέςτο μυαλό μου, μελετώντας (από δημοσιογραφικήκαι πολιτική διαστροφή) πάρα πολλέςδημοσκοπήσεις. Κράτησα και έχω φυλαγμένεςάπειρες σημειώσεις γι' αρκετές απόαυτές.
Λένεοι ειδικοί πως οι δημοσκοπήσειςκαταγράφουν «μια συγκεκριμένη τάση,μια συγκεκριμένη στιγμή». Οι σημειώσειςμου καταλήγουν σε άλλο συμπέρασμα:καταγράφουν την άποψη εκατό ανθρώπων,τάχα μου αντιπροσωπευτικών της κοινωνίας,αναλόγως της διάθεσης με την οποίαξύπνησαν τη συγκεκριμένη μέρα καιαναλόγως του πόσο καθαρά η όχι κατάλαβαντην ερώτηση που τους ετέθη. Ο Έλληναςούτε να θέτει ερωτήματα ξέρει ούτε καινα τα απαντά. Συζήτηση θέλει. Κουβεντούλα.Να πει την άποψή του, αλλά να την πει μεπολλά λόγια, που συνήθως καλύπτουν «ολεςτις αλήθειες», όπως έλεγε και ένας παλιόςμου δάσκαλος, καλή του ώρα.
Επίσης,ο Ελληνας έχει πάντα καχυποψία απένταντισε εκείνον που τον ρωτά. Σου λέει, «τώραδα εγώ πήγα πίσω από την κουρτίνα γιανα ρίξω τη μυστική ψήφο μου και έρχεταιο άλλος, μεσα στην τρελή χαρά, να μερωτήσει τι ψήφισα;» Έλα, όμως, που τηνίδια στιγμή ο ίδιος αυτός Ελληνας θέλεικιόλας να μιλήσει. Θέλει να μπεί σεέναν... «κοινωνικό διάλογο» (αμάν αυτήή έκφραση!) και να πει τη γνώμη του, αλλάταυτόχρονα να κρατήσει και μια πισινή.Λέει, λοιπόν, στο δημοσκοπο ό,τι προστάζειη διάθεσή του εκείνη τη δεδομένη στιγμή- αλήθεια η ψέμματα, δεν έχει σημασία.Ποιος θα τον ελέγξει, άλλωστε; Η Μανωλίδου;
Ταυτόχρονα,έχουμε και τους δημοσκόπους. Έλληνεςκαι αυτοί. Δηλαδή επιρρεπείς καιευαίσθητοι και ευερέθιστοι καιδιαπλεκόμενοι και όχι απόλυτα επαγγελματίεςκαι συνασπισμένοι και προβεβλημένοι(όσο πουθενά αλλού στον κόσμο) καιενθουσιώδεις και αυθόρμητοι, και μέροςτου παιχνιδιού. Του παιχνιδιού πουθολώνει το τοπίο - ελάχιστες φορές τοφωτίζει. Αυτός είναι και ο απώτεροςστόχος του. Να αιωρείται, πάντα, μιάσυζήτηση. Ένα πάνελ. Κουβέντα να γίνεται.Για όλα και για τίποτα.
σχόλια