Συγκινητικές ήταν οι δηλώσεις διαμαρτυρίας των ημετέρων κοινοτήτων στη Γερμανία απέναντι στην ψυχρή και στυγνή γλώσσα με την οποία εκφράστηκαν οι Αρχές για το ελληνικό κατάντημα. Το αξιοπρόσεχτο, προπάντων, ήταν η σύγκριση ανάμεσα στο γερμανικό και το ελληνικό πνεύμα που συνήθως δεν αναγνωρίζει χρονικά όρια. Τι έλεγαν επακριβώς οι συμπαθείς ομοεθνείς μας; Ότι οι Γερμανοί είναι ανύπαρκτοι, ενώ εμείς (κεφαλογράμματο το ΕΜΕΙΣ) έχουμε με την πνευματική δημιουργία κάτι σαν κληρονομική σχέση πατρότητας. Όπου πνεύμα εκεί και Έλληνες! Για τους Γερμανούς (και την πνευματική τους αναξιότητα...), προφανώς, δεν χρειάζονται σχόλια. Αντίθετα, μπορούμε να θυμηθούμε μέσες άκρες την τύχη του νεοελληνικού κρατιδίου και τις πολιτισμικές του καταβολές.
Αν υποθέσουμε ότι η μοίρα της νεότερης Ελλάδας σχετίζεται εσωτερικά με τη διαβόητη «Μεγάλη Ιδέα» του Ιωάννη Κωλέττη, που πρωτοδιατυπώθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1844 στην Εθνοσυνέλευση, αξίζει να παραθέσουμε την παράγραφο.
«Εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης η Ελλάδα είναι το κέντρο της Ευρώπης, όταν είναι στη θέση που να έχει δεξιά της την Ανατολή και αριστερά της τη Δύση, το πεπρωμένο της είναι αυτό που έκανε ώστε με την πτώση της να φωτίσει τη Δύση και με την αναγέννησή της την Ανατολή. Το πρώτο το ξεπλήρωσαν οι προπάτορές μας· το δεύτερο έχει ανατεθεί σε μας. Στο πνεύμα αυτού του όρκου και αυτής της Μεγάλης Ιδέας είδα πάντοτε τους πληρεξούσιους του Έθνους να συγκεντρώνονται για να αποφασίσουν, όχι πια για την τύχη της Ελλάδας, αλλά για την τύχη της ελληνικής φυλής».
Παρότι ο Κωλέττης διαπιστώνει και προδιαγράφει κοσμοϊστορικά συμβάντα (φωτισμός της Δύσης, αναγέννηση της Ανατολής), φθέγγεται δηλαδή για πνευματικά δάνεια, δεν ακολουθεί τη «μετακένωση» του Κοραή, ο οποίος ελεεινολογούσε την κατάσταση της Γραικίας. «Α, ταλαίπωροι Γραικοί, εις ποίαν αθλίαν κατάστασιν κατήντησαν! Δεν έχουσιν άδικον οι Ευρωπαίοι να μας ονειδίζωσιν και να μας εξουθενώσι. Τι κακόν ήτο τούτο; Οι απόγονοι του Μιλτιάδου και του Θεμιστοκλέους εξηυτελίσθημεν τόσον, ώστε να κινώμεν τον αυχένα άνευ αντιλογίας εις ανθρωπίσκους, των οποίων το επάγγελμα, αν ήτο το γένος εις την πάλαι του δόξαν, ήθελεν ήτον αχθοφόρων και κεβρεκτζήδων!» Άρα, τι απέμενε; Να ξαναπάρουν τα φώτα που κάποτε πρόσφεραν, «από τα κοφίνια των αλλογενών εις τα κοφίνια των Ελλήνων». Ασφαλώς ο Κωλέττης θεωρούσε αυταπόδεικτη τη μετακένωση -άλλωστε ο ίδιος σπούδασε γιατρός στην Ιταλία και παρέμεινε επί οκταετία στο Παρίσι-, εκείνο που προέβαλε όμως με πρωτοφανή έμφαση είναι (πρώτον) ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο «κέντρο» της Ευρώπης και (δεύτερον) ότι με την αναγέννησή της θα φωτίσει την Ανατολή.
Εκείνο που δεν είπε ο Κωλέττης ήταν ότι η «αποτυχούσα» Επανάσταση κατέληξε στην αίτηση προστασίας προς τη Μεγάλη Βρετανία, προστασία η οποία κατά την εποχή και τη συγκυρία συνεχίστηκε και μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Η Μεγάλη Ιδέα αποτελούσε το μέγα άλλοθι των κυβερνήσεων του 19ου αιώνα. Κατ' επιτομή σήμαινε: όταν θα ανακτήσουμε τα απολεσθέντα εδάφη, η χώρα θα ανακτήσει το κύρος και τη φυσιογνωμία της. Άρα ήταν άδεια για συνεχόμενους πολέμους. Ένα έθνος που διαρκώς πολεμά είναι δύσκολο να φωτίσει και να φωτισθεί. Ακόμη κι αν είναι το κέντρο της Ευρώπης! Την Ανατολή δεν την αναγεννήσαμε· η καταστροφή στη Μικρασία και ο Εμφύλιος απέκοψαν πάσα σύνδεση με την «Ανατολή». Όσο για τη σχέση με τη Δύση και την προτεκτορατική προστασία, τις γνωρίζουμε τις συνέπειες. Ούσα στα ανατολικά της Δύσης και στα δυτικά της Ανατολής, η χώρα μας εμφανιζόταν ως διεθνής γρίφος.
Μια από τις λύσεις λοιπόν ήταν και η μεγάλη απόφαση να ενταχθεί -έστω και εξ υιοθεσίας- στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Να περάσει δηλαδή από τη δεδηλωμένη προστασία σε μιαν επιεικέστερη καθοδήγηση εκ μέρους της Ευρώπης. Πράγματι, αν η ντόπια πολιτική δεν αποτελούσε το εκφαυλισμένο σύστημα που γνωρίζουμε, η δυνατότητα μιας κάποιας σύγκλισης με τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη δεν ήταν ανεδαφική. Μόνο που αντί η εξ αγχιστείας νέα συγγένεια να προκαλέσει θετικό συναγερμό και αναδιάρθρωση της χώρας, στράφηκε προς το αντίθετο. Το αρχέγονο αντανακλαστικό του προστατευομένου μέλους εντάθηκε παρά φύσιν, κυριάρχησε η ανεξέλεγκτη φαυλοκρατία και ο ένοχος νεοπλουτισμός, οπότε η εικόνα ενός κράτους παράλυτου θα πρέπει να θεωρείται φυσιολογική συνέπεια.
Πώς να απαντήσουν λοιπόν οι ελληνικές κοινότητες των μεταναστών στη χώρα του Χέγκελ και του Γκαίτε όταν δέχονται χλευασμούς και εξευτελιστικές προσβολές; Ανακαλούν τα κλέη της φυλής, το πνεύμα των προγόνων και το αθάνατο ελληνικό πνεύμα. Από την κοραϊκή μετακένωση που ουδέποτε επετεύχθη περάσαμε δηλαδή στην απλή «κένωση» (που λέγεται και αλλιώς...).
Οι στατιστικές, περιέργως πώς, αναδεικνύουν, αλλόκοτες συγκρίσεις με τις ευρωπαϊκές χώρες. Είμαστε πρώτοι στα κουσούρια και τελευταίοι στις αρετές. Πρώτοι στο κάπνισμα, στο ποτό, στο ξενύχτι, στην απόκτηση στέγης (στην ανασφάλεια δηλαδή), στο μαύρο χρήμα, στη φοροδιαφυγή, στα καταναλωτικά δάνεια· άρα θα έχουμε και τα χειρότερα πανεπιστήμια, τους πιο ασυνεπείς αγρότες, τους πιο φαύλους πολιτικούς κ.λπ. κ.λπ. Δεν είναι ψέμα· η χώρα πάσχει από τη διεθνή κερδοσκοπία, μόνο που για να σπεύσουν οι ύαινες απαιτείται ψοφίμι.
Το χείριστο πάντων, βέβαια, είναι ότι παραγίναμε επαγγελματίες ώστε να αλλάξουμε τώρα πια νοοτροπία.
σχόλια