Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει ακόμα το «θρυλικό» −και παροιμιωδώς δύσκολο και στριφνό για έναν μέσο αναγνώστη και μη εμμονικό «λύτη»− σταυρόλεξο που είχαν οι «Τάιμς» της Νέας Υόρκης στην έντυπη μορφή τους, ποίημα πάντως υπάρχει στάνταρ στην ψυχαγωγική/πολιτιστική ύλη της εφημερίδας που κρατάει τα μπόσικα παλαιότερων εποχών για τον Τύπο και τα μέσα. Και περιλαμβάνεται κάθε Κυριακή στο περιεχόμενο (και της έντυπης και της ψηφιακής εκδοχής) ως χαλαρωτικός –ή διεγερτικός, εξαρτάται από το ποίημα− αντιπερισπασμός στον ορυμαγδό της επικαιρότητας και της διαρκούς και σε πραγματικό χρόνο ανάλυσής της.
Μικρά είναι αυτά τα ποιήματα και από σύγχρονους ποιητές που συχνά θίγουν σύγχρονες καταστάσεις με άξονα αιώνια ανθρώπινα συναισθήματα, οπότε ρίχνω καμιά ματιά, κάνοντας μια στάση στο μονότονο σκρολάρισμα.
Δεν αναζητώ «ποίηση» εκείνη την ώρα –ή και καμία ώρα, εδώ που τα λέμε− αλλά, αν την πετυχαίνεις μπροστά σου και είναι συγχρόνως σύντομη και υπερβατική, τότε μπορεί αυτός να είναι ο πιο «ψυχαγωγικός» και ο πιο σημαντικός και ο τελευταίος σταθμός σε μια τυπική περιδιάβαση (περιδίνηση, για την ακρίβεια) στα ηλεκτρονικά μέσα. Μετά από ένα ωραίο ποίημα αισθάνεσαι ότι έχεις «ενημερωθεί» αρκετά.
Δεν αναζητώ «ποίηση» εκείνη την ώρα –ή και καμία ώρα, εδώ που τα λέμε− αλλά, αν την πετυχαίνεις μπροστά σου και είναι συγχρόνως σύντομη και υπερβατική, τότε μπορεί αυτός να είναι ο πιο «ψυχαγωγικός» και ο πιο σημαντικός και ο τελευταίος σταθμός σε μια τυπική περιδιάβαση (περιδίνηση, για την ακρίβεια) στα ηλεκτρονικά μέσα. Μετά από ένα ωραίο ποίημα αισθάνεσαι ότι έχεις «ενημερωθεί» αρκετά.
Κι αν μου λέει κάτι, αν μου μεταδίδει εικόνες που «θα μπορούσα να έχω σκεφτεί» (το γνωστό απατηλό τρικ του μυαλού όταν διαβάζει κάτι που του φαίνεται άπιαστα βαθύ αλλά και έντονα οικείο), τότε μου έρχεται να το οικειοποιηθώ μεταφράζοντάς το, παρότι «η ποίηση δεν μεταφράζεται», αξίωμα που ισχύει και δεν ισχύει συγχρόνως.
Ποτέ σχεδόν δεν το κάνω, αυτό όμως εδώ το ποίημα της προηγούμενης Κυριακής που είδα μου «κόλλησε» έντονα και κατέληξε να έχει ισχυρή «μετενέργεια»: το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα και με είχαν στοιχειώσει οι παραισθητικές, αλλά τόσο ανθρώπινες εικόνες του. «Στοιχειώσει» με την καλή έννοια όμως, παρηγορητικά σχεδόν. Λέγεται «Γονείς» και ανήκει στον αρκετά γνωστό (στη χώρα του) Αμερικανό ποιητή Ted Kooser.
Γονείς
Οι πεθαμένοι γονείς μου δεν μπλέκουν ποτέ στα πόδια μου.
Όταν μπω σε κάποιο δωμάτιο το έχουν ήδη εγκαταλείψει,
έχουν βρει ήδη κάποια δουλειά που πρέπει να γίνει
κάπου αλλού στο σπίτι, ο πατέρας μου με την ηλεκτρική σκούπα,
η μάνα μου με το ξεσκονόπανο και το σπρέι. Κατά καιρούς
έχω ακούσει τις παλιές τους παντόφλες να σέρνονται απαλά
πάνω-κάτω στο χολ, ή έχω δει κάτι σαν
το στρίφωμα της φούστας της καθώς χάνεται
πίσω από μια πόρτα. Αφήνω όλα τα είδη καθαρισμού
σε εμφανές σημείο, και κάθε συσκευασία μοιάζει να διαρκεί
για πάντα. «Δεν είναι ανάγκη να φεύγετε!» φωνάζω
κι η ηχώ γεμίζει τα δωμάτια, εκείνοι όμως δεν κοντοστέκονται
ποτέ τους. Αφήνουν τα πατώματα να λάμπουν
πίσω τους, και θυμούνται πάντα να σβήνουν τα φώτα.
Η απώλεια πονάει για πάντα, αλλά υπάρχει και καλό «στοίχειωμα», όπως υπάρχουν και φιλικά, προστατευτικά φαντάσματα. Και το αέναο καθάρισμα των χώρων του σπιτιού εν προκειμένω δεν είναι στοιχείο ιδρυματισμού ή ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής, αλλά αιώνιας φροντίδας. Έτσι το εξέλαβα εγώ, τέλος πάντων.
Υπάρχει και η ανάκληση (της εικόνας των γονιών συγκεκριμένα) που διά της επανάληψης γίνεται τελετουργία συμφιλίωσης, χωρίς έντονο δραματικό και καταπιεστικό υπόβαθρο. «Η μνήμη γράφει, η ανάμνηση ξαναδιαβάζει» γράφει ο Κ. Παπαγιώργης στο «Περί Μνήμης».
Και παρακάτω: «... Το να βλέπουμε κάτι που οι άλλοι δεν βλέπουν, το να ζούμε ψευδαισθησιακά κάτι που ξαναζήσαμε άλλοτε, μπορεί να αποτελεί προνόμιο της στιγμής, κάτι σαν ακαριαίο αποκρυφισμό».