Σιγή ασυρμάτου τηρεί εδώ και μερικές μέρες η προσωπική σελίδα στο Facebook του επιφανούς κριτικού κινηματογράφου David Edelstein. Δεν χρησιμοποιώ τον προσδιορισμό «επιφανής» τεχνικά κι αόριστα επειδή πρόκειται για γνωστό κριτικό και έναν από τους λίγους εναπομείναντες μιας ιδιότητας που φθίνει ραγδαία στην εποχή της περιθωριοποίησης της κινηματογραφικής αίθουσας και του ακραίου «εκδημοκρατισμού» της κριτικής άποψης και ανάλυσης. Πρόκειται κατά την άποψή μου για έναν από τους δύο-τρεις πιο έγκυρους και ικανούς στο γράψιμο κριτικούς σινεμά στις ΗΠΑ και κατά προέκταση σε ολόκληρο το αγγλόφωνο σύμπαν ενημέρωσης.
Μέχρι τις αρχές της εβδομάδας που τελειώνει, ο Έντελστιν είχε δύο από τις πιο περιζήτητες δουλειές στο χώρο της κριτικής κινηματογράφου (και της πολιτιστικής δημοσιογραφίας εν γένει): τη θέση του κριτικού ταινιών στο περιοδικό New York και την επιμέλεια – παρουσίαση της ραδιοφωνικής εκπομπής "Fresh Air" του NPR (National Public Radio).
Από την δεύτερη απολύθηκε με συνοπτικές διαδικασίες, ενώ το σχόλιο του περιοδικού που αναφέρει ότι «το ζήτημα εξετάζεται εσωτερικά» δεν είναι και πολύ ενθαρρυντικό ίσως για την καριέρα του στο πρώτο. Συγχρόνως, είδε το όνομά του να βρίσκεται ξαφνικά στο επίκεντρο έντονων συζητήσεων και αντεγκλήσεων στους ανήλιαγους διαδρόμους των μέσων, «κοινωνικών» και μη.
Η σκηνή με τη χρήση βουτύρου ως λιπαντικού διευκόλυνσης πρωκτικού σεξ έχει προκαλέσει πλήθος συζητήσεων μέσα στα χρόνια, ειδικά σε σχέση με τη συναίνεση ή μη της πρωταγωνίστριας Μαρία Σνάιντερ κατά τα γυρίσματα, αλλά και με το αν πρόκειται για σκηνή βιασμού ή «άγριου, παρορμητικού σεξ».
Και όλα αυτά για ένα «πνευματώδες» δήθεν και σίγουρα ανάρμοστο καλαμπούρι που δημοσίευσε στο Facebook μετά την αναγγελία θανάτου του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, τοποθετώντας τη φράση «Ακόμα και το πένθος πάει καλύτερα με βούτυρο» πάνω από την εικόνα της περιβόητης ερωτικής σκηνής της ταινίας του Ιταλού σκηνοθέτη «Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι».
Η σκηνή με τη χρήση βουτύρου ως λιπαντικού διευκόλυνσης πρωκτικού σεξ έχει προκαλέσει πλήθος συζητήσεων μέσα στα χρόνια, ειδικά σε σχέση με τη συναίνεση ή μη της πρωταγωνίστριας Μαρία Σνάιντερ κατά τα γυρίσματα, αλλά και με το αν πρόκειται για σκηνή βιασμού ή «άγριου, παρορμητικού σεξ».
Μετά από τις πρώτες οργισμένες αντιδράσεις, ο Έντελστιν αντιλήφθηκε ότι δεν είναι αστεία αυτά (ειδικά στην εποχή μας) και απέσυρε την ανάρτηση, ποστάροντας μια απολογία στην οποία παραδεχόταν ότι το αστείο ήταν «πέρα από βλακώδες – ήταν γκροτέσκο»: «Έχω αρρωστήσει με την σκέψη του πώς διαβάστηκε και του τι θα σκέφτηκαν –λογικά– οι άνθρωποι για μένα».
Ήταν όμως αργά. Το NPR είχε ανακοινώσει την απόλυσή του με μια ανακοίνωση που έλεγε ότι η ανάρτηση ήταν «προσβλητική και απαράδεκτη... και δεν συνάδει με τα κριτήρια που έχουμε θέσει για τους συνεργάτες μας».
Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι η αντίληψη που έχει επικρατήσει ότι η ηθοποιός βιάστηκε στη συγκεκριμένη σκηνή ή ότι η ίδια δήλωσε ποτέ κάτι τέτοιο, είναι εσφαλμένη. Αυτό που είχε πει η Μαρία Σνάιντερ ήταν ότι είχε νιώσει «ταπεινωμένη» και σα να «βιάστηκε λίγο» επειδή η συγκεκριμένη σκηνή (ευτυχώς για την ίδια γυρίστηκε μόνο μια φορά), που ήταν έμπνευση του Μάρλον Μπράντο, δεν υπήρχε στο σενάριο και γι' αυτό ήταν εντελώς απροετοίμαστη και ευάλωτη με αποτέλεσμα η έντονη δυσφορία και τα δάκρυα που αποτυπώθηκαν στην οθόνη να είναι πραγματικά.
Όσον αφορά όμως την απόλυση του κριτικού, προκύπτουν κάποια μείζονα και καίρια ζητήματα. Όπως αναρωτιέται σχετικά και ο επίσης εξαίρετος κριτικός κινηματογράφου Andrew O' Hehir (στο διαδικτυακό Salon): «Πώς γίνεται να δυναμιτίζει την καριέρα ενός από τους τελευταίους μεγάλους κριτικούς, ένα ηλίθιο αστείο που πόσταρε εκείνος online για μια ταινία που γυρίστηκε το 1972;».
Και προεκτείνοντας την σκέψη του: «Το θέμα είναι ότι ξεκάθαρα πίστευε πως η προσωπική του σελίδα στο Facebook είναι ένας ημι – ιδιωτικός χώρος. Ξεκάθαρα έκανε τραγικό λάθος και προσωπικά τείνω να καταλήξω στην άποψη ότι όλα έχουν γίνει χειρότερα με τα social media. Ο Edelstein πόσταρε μια υπόκωφη κλανιά του μυαλού που δεν έπρεπε να έχει απελευθερωθεί από το κρανίο, και ακολούθως κάποιος "φίλος" του στο Facebook την κοινοποίησε και την έδωσε βορά στους λύκους με αποτέλεσμα το NPR –φοβούμενο αντιδράσεις τύπου #MeToo– να τον «κόψει» άμεσα. Συγχρόνως, οι υποστηρικτές του τού έκαναν χειρότερο κακό με τις άναρθρες κραυγές τους περί σταλινισμού και φεμινιστικής αστυνομίας».
«Η άποψή μου πλέον είναι η εξής» καταλήγει ο O' Heihr: «Δεν υπάρχει ιδιωτικός χώρος και το Ίντερνετ είναι ένας απέραντος κήπος μίσους. Α, και επίσης όταν ετοιμάζεστε να ποστάρετε αυτή τη σπαρταριστή, αιρετική σκέψη που σας ήρθε, πάρτε πρώτα μια ανάσα, διαβάστε τη και ξαναδιαβάστε τη. Διαβάστε τη με τη φωνή του χειρότερου εχθρού σας. Βάλτε λίγο καφέ και ξαναδιαβάστε τη. Μετά πατήστε delete και συνεχίστε τη ζωή σας».
Προφανώς και μοιάζει ακραίο ή και αθέμιτο ακόμα να απολύεται κάποιος για κάτι άστοχο / ατυχές / ανάρμοστο / κακόγουστο / προσβλητικό που έγραψε εν θερμώ ή εν ευθυμία στα αναθεματισμένα «κοινωνικά μέσα». Ένας κριτικός ή ένας δημοσιογράφος όμως οφείλει να είναι προσεκτικός (για να μην πούμε τα κλασικά και βαρετά «ψύχραιμος», «αντικειμενικός» και τα ρέστα).
Αυτή η ακραία (και εντελώς ανάρμοστη με το «αδίκημα») τιμωρία όμως, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως χρήσιμη προειδοποίηση ή ως αφορμή για αυτοσυγκράτηση και, ναι, για αυτολογοκρισία (ας μην φρικάρουμε, δεν είναι πάντα κακή ιδέα) σε πολλούς Έλληνες συναδέλφους που παρκάρουν την δημοσιογραφική τους ιδιότητά τους πριν μπουν στα social media όπου συχνά συμπεριφέρονται ως οργισμένα και μοχθηρά τρολ.
Και μετά σου λένε «α, δεν μετράει τι γράφω εδώ, έλα μωρέ, πλάκα κάνουμε, εκτόνωση». Καλώς ή κακώς, μετράει και παραμετράει και δυστυχώς καταγράφεται, ακόμα κι αν το αποσύρεις «εγκαίρως».
σχόλια