Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε δώσει μεγάλη επικοινωνιακή βαρύτητα στην ομιλία του στον ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, αλλά όλοι θα τη θυμούνται πλέον για την επική γκάφα που έκανε κατά την εκφώνησή της. Ο πρωθυπουργός, μιλώντας από το βήμα του ΟΗΕ για το κλίμα, απέδωσε τη μεγάλη καταστροφή στο Μάτι στην κλιματική αλλαγή, δίνοντας βάσιμα επιχειρήματα στην αξιωματική αντιπολίτευση να τον κατακεραυνώσει, κατηγορώντας τον για υποκρισία. Σε πολύ έντονο ύφος, του υπενθύμισαν ότι προεκλογικά κατηγορούσε την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και την Περιφέρεια Αττικής για την καταστροφή και τους νεκρούς, ενώ μετά τις εκλογές εμφανίζεται να υιοθετεί πλήρως τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ, που έριχνε την ευθύνη στην κλιματική αλλαγή. Του υπενθύμισαν επίσης, σε επιθετικό τόνο, ότι διόρισε γενικό γραμματέα της κυβέρνησής του μέχρι και τον τότε αρχηγό της Αστυνομίας του ΣΥΡΙΖΑ, Κωνσταντίνο Τσουβάλα, στον οποίο είχε ασκήσει κριτική ο ίδιος και οι συριζαίοι τον είχαν αποπέμψει, αποδίδοντας του ευθύνες. Και στην υπόθεση της επιλογής του Τσουβάλα είναι αλήθεια ότι η ΝΔ δεν έχει δώσει καμία πειστική απάντηση ως τώρα.
Βεβαίως, ο ΣΥΡΙΖΑ δικαιολογείται να παριστάνει τον οργισμένο μετά την γκάφα του Κυριάκου Μητσοτάκη, που κανείς δεν κατάλαβε γιατί είπε όσα είπε. Λάθος του λογογράφου; Μπέρδεψε τα λόγια του; Το επιτελείο του εκ των υστέρων επιχείρησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, αλλά ήταν αργά. Αν πιστεύει αυτά που είπε, πάντως, τότε θα έπρεπε πράγματι να ζητήσει συγνώμη από τον ΣΥΡΙΖΑ για την κριτική που του άσκησε, όπως απαίτησαν τα στελέχη του.
Βασικός λόγος της αδυναμίας της κριτικής του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αμηχανία που τους προκαλεί το γεγονός ότι την ώρα που ανησυχούν μήπως ο Τσίπρας κάνει ΠΑΣΟΚ το κόμμα τους βλέπουν τον Μητσοτάκη να έχει κάνει (εκσυγχρονιστικό) ΠΑΣΟΚ την κυβέρνησή του, δυσκολεύοντάς τους στην κριτική περί ακροδεξιάς κυβέρνησης.
Αυτό που δήλωσε στην ομιλία του στον ΟΗΕ ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ωστόσο, δεν ισχύει. Η φωτιά άναψε από κάποιον απρόσεκτο κάτοικο και επεκτάθηκε γρήγορα λόγω των ισχυρών ανέμων, των οποίων η ταχύτητα ίσως θα μπορούσε να αποδοθεί στην κλιματική αλλαγή. Όμως η φωτιά άναψε από ανθρώπινο χέρι, δεν την προκάλεσε η κλιματική αλλαγή και οι αρμόδιοι που έπρεπε να δώσουν εντολή για εκκένωση δεν το έκαναν, ρίχνοντας ο ένας την ευθύνη στον άλλον.
Αν οι αρμόδιοι της τότε κυβέρνησης είχαν κάνει όσα έπρεπε και ορίζονται διά νόμου γι' αυτές τις περιπτώσεις, τότε κανείς δεν θα δικαιούνταν να τους κάνει κριτική, ακόμα και αν η καταστροφή και οι ανθρώπινες απώλειες ήταν οι ίδιες. Επιπλέον, από διάφορα ρεπορτάζ και έρευνες που έγιναν εμφανίστηκαν ντοκουμέντα που αποδεικνύουν πόσο ανοργάνωτη και απροετοίμαστη ήταν η κρατική μηχανή, παρότι επρόκειτο για περίοδο υψηλού κινδύνου για πρόκληση πυρκαγιάς.
Η εκλογική βάση της ΝΔ έδειξε να ενοχλείται για άλλη μία φορά εντόνως από τις δηλώσεις αυτές και, σε αντίθεση με την εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ που ανεχόταν τα πάντα, δεν κρύβει τη δυσφορία της για ό,τι την ενοχλεί. Όπως για το μεταναστευτικό, για παράδειγμα, το οποίο η κυβέρνηση αδυνατεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, προκαλώντας την κριτική του εκλογικού της κοινού, που δεν φαίνεται να έχει διάθεση για επιείκεια. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κριτική που δέχεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη από τη βάση των ψηφοφόρων της είναι πολύ πιο πιεστική από εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι σχεδόν διεκπεραιωτική και για την ώρα δεν της δημιουργεί κανένα πρόβλημα.
Βασικός λόγος της αδυναμίας της κριτικής του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αμηχανία που τους προκαλεί το γεγονός ότι την ώρα που ανησυχούν μήπως ο Τσίπρας κάνει ΠΑΣΟΚ το κόμμα τους βλέπουν τον Μητσοτάκη να έχει κάνει (εκσυγχρονιστικό) ΠΑΣΟΚ την κυβέρνησή του, δυσκολεύοντάς τους στην κριτική περί ακροδεξιάς κυβέρνησης κ.λπ. Από την άλλη, όλος ο ΣΥΡΙΖΑ, ηγεσία και νομενκλατούρα, ασχολείται με το ποιος θα επικρατήσει στο επερχόμενο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και δεν έχουν πολύ χρόνο για όλα τα άλλα. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν έχουν διατυπώσει καμία πολιτική πρόταση αυτούς τους μήνες και ο καθένας αυτοσχεδιάζει.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από την άλλη, εμφανίζεται ως μετριοπαθής που δεν θέλει να πάρει εκδίκηση, εξού και στην υπόθεση Novartis περιορίζει τα βέλη στον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, κίνηση που έχει θετική απήχηση σε ένα κεντρώο κοινό που τον ψήφισε (και δείχνει να τον ενδιαφέρει περισσότερο), ενοχλεί όμως τους δεξιούς ψηφοφόρους που προσδοκούσαν «τιμωρία». Αλλά και ο Αλέξης Τσίπρας με τους βουλευτές του ψήφισαν τη μείωση του ΕΝΦΙΑ του Μητσοτάκη και δεν θα έλεγε κανείς ότι του ασκούν σκληρή και ανελέητη κριτική. Μια παραπομπή του Αλέξη Τσίπρα, πάντως, θα συσπείρωνε τον ΣΥΡΙΖΑ και αυτό θα βοηθούσε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ανακάμψει. Πιθανόν αυτό να μέτρησε στην απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Στο εσωτερικό της ΝΔ, όπως είναι αναμενόμενο, ενισχύονται οι μητσοτακικοί, ενώ υποχωρούν οι καραμανλικοί, κάποιους από τους οποίους ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσπαθεί να προσεταιριστεί, προωθώντας τους σε σημαντικές θέσεις, ακόμα και εκείνους που κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Τσίπρα συνομιλούσαν με στελέχη του περιβάλλοντος του πρώην πρωθυπουργού και ήταν απέναντί του. Αντιθέτως, ενοχλημένοι εμφανίζονται αρκετοί σαμαρικοί που στήριξαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη και εκείνος βασίστηκε πολύ σε αυτούς προεκλογικά, προσεγγίζοντας και πολιτικά το κοινό τους. Ένα κοινό που έχει ενοχληθεί για τη μετεκλογική του στάση και στη Συμφωνία των Πρεσπών και στο μεταναστευτικό.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το κενό που υπάρχει στα δεξιά της ΝΔ, προκαλεί κάποιον προβληματισμό, αλλά για την ώρα δεν τους ανησυχεί ιδιαιτέρως. Το να προσπαθείς να ισορροπήσεις μεταξύ της φιλελεύθερης και της πατριωτικής δεξιάς δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, αν και ο Μητσοτάκης επιθυμεί διακαώς να εμφανίζεται ως πολιτικός του κέντρου. Το κοινό που τον ψήφισε, όμως, είναι όλων των τάσεων και αν χάσει οποιοδήποτε κομμάτι, θα έχει πρόβλημα. Άλλωστε οι φιλελεύθεροι, στους οποίους ανήκει ο ίδιος, ήταν πάντα μειοψηφία στη ΝΔ. Τα δύσκολα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι μπροστά. Όσο περνάει ο χρόνος τόσο τα προβλήματα θα υψώνονται μπροστά του. Ειδικά το μεταναστευτικό, αν δεν βρει τρόπο να το διαχειριστεί, θα έχει μεγάλο κόστος, όπως είχε οπουδήποτε αλλού που δεν τα κατάφεραν οι ηγεσίες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO