Την περασμένη Κυριακή διάβασα με καθυστέρηση το Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου. Και καπάκι –επίσης καθυστερημένα– είδα το Act of Killing του Τζόσουα Οπενχάιμερ. Από άσχετες αφορμές και κουλτούρες, μιλούν, μεταξύ άλλων, για το ίδιο πράγμα: τη μέθη του θεσμισμένου φόνου. Και τον εθισμό του.
Το Γκιακ (που σημαίνει αίμα στα αρβανίτικα), τρίτο βιβλίο ενός σοβαρού, χαμηλόφωνου ανθρώπου, είναι κατά την προσωπική μου γνώμη το σημαντικότερο ελληνικό λογοτέχνημα των τελευταίων χρόνων. Δεν είμαι ειδήμων, ούτε έχω διαβάσει οτιδήποτε κυκλοφορεί, αλλά ούτε οι ειδήμονες έγραψαν κάτι ουσιώδες γι’ αυτό το βιβλίο που έχει κάνει 16 εκδόσεις από στόμα σε στόμα, χωρίς να κολακεύει το μικροαστικό γούστο της μικρής εποχής μας.
Είναι 8 σύντομα διηγήματα και μια παραλογή με άξονα Αρβανίτες από τα πέριξ της Λοκρίδας που πολέμησαν στον μικρασιατικό πόλεμο. Γραμμένα στο αρβανίτικο ιδίωμα, σε πρώτο πρόσωπο και όλα από άντρες, αδρά, λακωνικά και βαρύθυμα, ένα κέντημα μέτρου που ρεγουλάρει την ορμή του λόγου και τον κάνει να ηχεί σαν νερό που κυλάει ανάμεσα σε πέτρες, με μια σχεδόν θεατρική επισημότητα (σαν ο καθένας να στέκεται για λίγο στη σφενδόνη για να γυρέψει την κάθαρση μέσω της ομολογίας), δείχνουν πώς τα άγνωρα χωριατόπαιδα, στο πλαίσιο του «ιερού πολέμου», έκαναν σωρείες φόνων κι εγκλήματα αχρείαστα, που μετά ονομάστηκαν ηρωισμός, αλλά στη συνείδηση έμειναν ως ηδονική αποθηρίωση, μια γιορτή βίας και φόνου που το αίμα τη ζητάει ξανά.
Όταν, κάτω από τη σημαία μιας θρησκείας ή ενός έθνους, ο φόνος παύει να είναι το ύστατο ταμπού και γίνεται πολεμική αρετή, ο άνθρωπος περνάει το όριό του διά παντός, αποχαλινώνεται, χτυπάει τυφλά και δεν επιστρέφει ουσιαστικά ποτέ στην κοινωνία. Παύει να τον χορταίνει ο πολιτισμός. Το αίμα θέλει κι άλλο αίμα. Κι ο πόλεμος, όντως, αποδεικνύεται ο πατέρας όλων μας.
Ίδιας δύναμης και σοβαρότητας είναι το Act of killing (2012). To είδα στη λίστα του BBC με τις καλύτερες ταινίες του 21ου αιώνα – δεν λέω τίποτα καινούργιο, ναι, πρόκειται για αριστούργημα. Χωρίς καμία κορώνα, διδακτισμό ή αμφιταλάντευση, δείχνει την πεζότητα, σχεδόν τη γελοιότητα του Κακού, μέσα από τις σημερινές αφηγήσεις (πάλι σε πρώτο πρόσωπο) αρχηγών παραστρατιωτικών οργανώσεων που πρωτοστάτησαν στη δολοφονία τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου κομμουνιστών τα χρόνια 1965-66 στην Ινδονησία, προλειαίνοντας έτσι τον δρόμο για το διεφθαρμένο καθεστώς του Σουχάρτο.
Ο πρωταγωνιστής, ο Ανουάρ, ένας φιγουρατζής γκάνγκστερ («Γκάνγκστερ σημαίνει ελεύθερος άνθρωπος!» επαναλαμβάνει) που ξεκίνησε πουλώντας στη μαύρη αγορά εισιτήρια για χολιγουντιανά φιλμ και θεωρείται πια μορφή της παραστρατιωτικής ακροδεξιάς, μεταξύ αφέλειας και ζόφου αναπαριστά στην κάμερα το στυλ των 1.000 φόνων που διέπραξε (με σύρμα γύρω απ’ τον λαιμό οι περισσότεροι – «λερώνουν λιγότερο»), χορεύοντας τσα-τσα, κάνοντας νούμερα μιούζικαλ, επισκεπτόμενος συντρόφους εν όπλοις, που είναι σήμερα υπουργοί της κυβέρνησης και εκδότες των μεγαλύτερων εφημερίδων.
Δεν δείχνει να βασανίζεται ιδιαιτέρως από τις Ερινύες. Μόνο όταν υποδύεται το θύμα σε μια σκηνή του υποτιθέμενου action movie που γυρίζουν με θέμα την εποχή εκείνη (ένα ξέμπαρκο κιτσάτο παστίς που χρησιμοποιείται ως πρόσχημα από τον Οπενχάιμερ για να ξεκλειδώσει τον αμέριμνο φονιά), ο Ανουάρ αναρωτιέται φωναχτά αν είναι σαδιστής και πιθανολογεί ότι μάλλον τα εγκλήματά του δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί καλά τα βράδια (αργότερα θα πει ότι τον καταδιώκουν τα ανοιχτά μάτια ενός συγκεκριμένου θύματος).
Το Γκιακ και το Act of Killing λένε κάτι γνωστό, ήδη από τις πρώτες Σταυροφορίες, τους φόνους των Ινδιάνων στην Αμερική, τις γενοκτονίες στην πρώην Γιουγκοσλαβία, και λοιπά και λοιπά: όταν, κάτω από τη σημαία μιας θρησκείας ή ενός έθνους, ο φόνος παύει να είναι το ύστατο ταμπού και γίνεται πολεμική αρετή, ο άνθρωπος περνάει το όριό του διά παντός, αποχαλινώνεται, χτυπάει τυφλά και δεν επιστρέφει ουσιαστικά ποτέ στην κοινωνία. Παύει να τον χορταίνει ο πολιτισμός. Το αίμα θέλει κι άλλο αίμα. Κι ο πόλεμος, όντως, αποδεικνύεται ο πατέρας όλων μας. Είτε θύτης είσαι, είτε θύμα.
Υπάρχουν πολλά έργα τέχνης που μιλούν γι’ αυτόν το φοβερό διασκελισμό. Είναι όμως σπουδαίο ότι δύο νέοι άνθρωποι συνομιλούν ξανά γι’ αυτό, σαν να μη διέσχισαν μια γενιά αυτοαναφορικής σαχλαμάρας – τη γενιά τους.
σχόλια