Το βλέπω, το διαβάζω, το διαπιστώνω σε πολλές από τις δημιουργίες των νεότερων καλλιτεχνών: δυσκολεύονται να μιλήσουν για τη συμβατική πραγματικότητα αυτού που πιο παλιά ονομάζαμε «μικροαστική ζωή». Δυσκολεύονται και δυσφορούν. Το προφανές, το συνηθισμένο, η βιωματική ύλη των γονιών τους και αυτών των ίδιων ακόμα δεν τους κεντρίζει καλλιτεχνικά. Για να αισθανθούν κάτι –πέρα από την πλήξη–, πολλοί καταφεύγουν ξανά και ξανά στο φανταστικό, στην τερατολογία, στα θαυματουργικά σημάδια. Οι συμβολισμοί είναι το σίγουρο καταφύγιο, το ίδιο και τα δάνεια από τη φιλοσοφία και οι άλλες θεωρητικές αναφορές.
Θέλω όμως εδώ να σκεφτούμε κάτι παράλληλο. Ίσως είναι αυθαίρετο, ίσως και όχι. Αυτή η δυσπιστία για το μπανάλ σκηνικό είναι όπως η απογοήτευση από τη συμβατική δημοκρατία και τους μηχανισμούς της. Στις λατινογενείς γλώσσες η «αναπαράσταση» και η «αντιπροσώπευση» εκφράζονται με την ίδια λέξη, τη λέξη representation. Τι έχει συμβεί, λοιπόν, τα τελευταία χρόνια; Μια διπλή τάση απόρριψης και των δύο τόπων. Το να αναπαραστήσει κανείς τον κόσμο στον οποίο έχει ριχτεί του φαίνεται περιττό και ανάξιο. Πιστεύει, αντιθέτως, ότι «κάνει κάτι» μόνο όταν επιλέγει τις πιο αλλόκοτες και τοξικές ζώνες του.
Κάπως έτσι ερμηνεύτηκε το περίφημο «η κρίση ως ευκαιρία» από κάποιες πολιτισμικές ελίτ: η κρίση έγινε μια καλή δικαιολογία για να μετατοπιστεί ο φακός στα ερείπια. Έπαψε να ενδιαφέρει η αναπαράσταση των ρωγμών και όλη η προσοχή στράφηκε στις καταρρεύσεις και στις θεαματικές πτώσεις. Οι ρωγμές βάζουν δύσκολα στις αφηγήσεις μας. Οι θεαματικές καταστροφές, από την άλλη, διευκολύνουν το storytelling.
Η κρίση έγινε μια καλή δικαιολογία για να μετατοπιστεί ο φακός στα ερείπια. Έπαψε να ενδιαφέρει η αναπαράσταση των ρωγμών και όλη η προσοχή στράφηκε στις καταρρεύσεις και στις θεαματικές πτώσεις. Οι ρωγμές βάζουν δύσκολα στις αφηγήσεις μας. Οι θεαματικές καταστροφές, από την άλλη, διευκολύνουν το storytelling.
Το ίδιο περίπου συνέβη και σε σχέση με τη μορφή πολιτείας στην οποία βρεθήκαμε να ζούμε. Το ότι συχνά αισθανόμαστε πως δεν αντιπροσωπευόμαστε πια πολιτικά (και το ένιωσαν χιλιάδες αυτό) έγινε σε κάποιους πρόσχημα για την περιφρονητική στάση απέναντι στην «αντιπροσώπευση». Έτσι, άνθρωποι που δεν αντέχουν να μείνουν σε γενική συνέλευση ή σε οργανωμένη συζήτηση πάνω από ένα δίωρο, άνθρωποι που βαριούνται να πάρουν τον λόγο και να στηρίξουν κάτι πέρα από ένα «ναι» και ένα «όχι», αποφάσισαν πως η αντιπροσώπευση είναι νεκρή και διεφθαρμένη και πως μόνο η άμεση δημοκρατία έχει νόημα.
Ο παραλληλισμός μεταξύ των δύο διαφορετικών απογοητεύσεων έχει, νομίζω, έναν κοινό παρονομαστή. Το φόντο του είναι ο βιαστικός (πιστεύω) ενταφιασμός της μεσαίας τάξης. Υπάρχει, πάλι, ένας θόρυβος για το θέμα διεθνώς, μια μεγάλη συζήτηση για τις μεταβολές, την παρακμή ή τον «θάνατο» της μεσαίας τάξης. Η μεσαία τάξη, παραδοσιακά, είναι ο χώρος που μπορεί να διατηρεί μια απόσταση από τη μεγάλη μιζέρια και τον μεγάλο πλούτο, από τις καταστάσεις ριζικής στέρησης αλλά και από την έξοδο των πλούσιων ελίτ από την κυκλοφορία της καθημερινότητας.
«Μεσοαστός» ήταν αυτός που κυκλοφορούσε μέσα στο πλήθος και ως τμήμα του σύγχρονου πλήθους, έχοντας όμως τη δυνατότητα να πάρει κάποιες αποστάσεις από τα πράγματα και την άγρια αμεσότητά τους. Ενώ ο μεγαλοαστός δεν έχει επαφή με τα σώματα του λεωφορείου ή του μετρό ούτε με τις ουρές για τον ΕΟΠΥΥ ή με άλλες συνθήκες της τετριμμένης καθημερινότητας, η μεσαία τάξη είναι εκείνη που τα λούζεται όλα, μπορώντας όμως ακόμα (με δυσκολίες και εμπόδια) να διαθέτει περισσότερες επιλογές. Η ζωή της έτσι επιφυλάσσει ελευθερίες, δίχως να επιτρέπει πια τις πολυτέλειες και τις σημαντικές «αποδράσεις» των αλλοτινών καιρών.
Σε αντίθεση με την έξοδο των μεγαλοαστών –μέσα από τη δυνατότητά τους να πληρώνουν όλες τις υπηρεσίες που τους κρατούν σε απόσταση ασφαλείας από τη μέση ζωή–, οι μεσοαστοί γνωρίζουν την κοινωνία στην οποία ζουν και τις πληγές της. Δεν βρίσκονται εκτός της, αλλά εντός και εκτός.
Είναι αλήθεια ότι πολλά έχουν αλλάξει προς το χειρότερο. Σε όλο τον προηγμένο κόσμο οι πιο άνετες και ηδονιστικές εκδοχές «μεσοαστικής ζωής» έχουν ξεδοντιαστεί και μαζί μ' αυτές έχουν χάσει την ισχύ τους και κάποιες αυταπάτες. Λόγου χάρη, η αυταπάτη ότι μπορεί κανείς να κερδίζει συνεχώς, ενώ την ίδια στιγμή άλλα τμήματα της κοινωνίας (πιο χαμηλά) γλιστρούν προς τον πάτο των διακοσίων (και όχι τετρακοσίων) ευρώ τον μήνα.
Ας το πούμε κι έτσι: μια αντιτραγική και ρηχή ιδέα επικεντρωμένη στη λήθη της φτώχειας και των φτωχών φαίνεται πράγματι να ανήκει στο παρελθόν. Αυτή η λήθη ήταν μια παραίσθηση ή μια «τρέλα μεγαλείου» (folie de grandeur) της επιτυχημένης και βέβαιης για το αύριο μεσαίας τάξης. Το ότι όμως μια τέτοια αυταπάτη ανήκει στο παρελθόν δεν σημαίνει ότι «πέθανε η μεσαία τάξη» ή ότι έγινε ένας σωρός ερειπίων σε μια έρημο. Και για να έρθω στο αρχικό μου θέμα, πιστεύω ότι πολλοί από τους μιλένιαλ δημιουργούς αδικούν τους όρους της «τάξης» τους. Σπεύδουν, για παράδειγμα, να γυρίσουν την πλάτη στο μπανάλ υλικό της περιρρέουσας ελληνικής ζωής, αναζητώντας την παραξενιά και το στυλιζάρισμα εννοιών. Με κάποιον τρόπο, πάνε ίσως να επαναλάβουν το λάθος του νέου ελληνικού κινηματογράφου μετά το 1974: εκείνος, τότε, πέταξε συχνά το μωρό μαζί με τη σκάφη, λ.χ. για να μην κάνει συντηρητική ηθογραφία στράφηκε στην αλληγορία και στον μεταφυσικό συμβολισμό.
Τώρα ο κίνδυνος είναι να μη δοθεί χώρος για να μελετηθούν καλλιτεχνικά και πολιτικά οι αλλαγές της μεσαίας τάξης. Και όχι μόνο αυτό. Ο κίνδυνος είναι να μη δοθεί δεύτερη ευκαιρία στα δημοκρατικά και δημιουργικά στοιχεία της μεσαίας τάξης. Η ελληνική «μπαναλιτέ» να ιδωθεί απλώς ως επικράτεια φασιστών νοικοκυραίων, ματαιωμένων πρωτόγονων αρσενικών ή χυδαίων παθών που το μόνο που χρειάζεται είναι η καταγγελία και το βίαιο ξεσκέπασμά τους.
Θα ήταν κρίμα να χαθεί η ευκαιρία για έναν πιο βαθύ και στοχαστικό ρεαλισμό. Τόσο στην τέχνη όσο και στις πολιτικές μας κρίσεις για τη μεσαία τάξη που έχει δυνατότητες μεταμόρφωσης, ακόμα και μέσα στον θάνατό της. Αυτό συχνά το ξεχνούν οι βιαστικοί νεκροθάφτες της, και ιδίως τα θυμωμένα παιδιά της.
σχόλια