H κρίση που προκαλεί ο κορωνοϊός σε παγκόσμια κλίμακα είναι πρωτόγνωρη. Οποιαδήποτε προσπάθεια να προβλεφθούν οι συνέπειές της δεν μπορεί παρά να είναι αυθαίρετη, αφού δεν υπάρχει αντίστοιχο προηγούμενο. Είναι το πρώτο μεγάλο πρόβλημα της εποχής της παγκοσμιοποίησης που θα πλήξει σχεδόν όλες τις χώρες. Και, ίσως, είναι το πρώτο τεράστιο πρόβλημα της ανθρώπινης ιστορίας, που, αν αντιμετωπιστεί, θα αντιμετωπιστεί σε παγκόσμια κλίμακα, με όλες τις δυνάμεις που αναπτύσσονται σε ένα πλανητικό πλαίσιο: επιστήμονες, διεθνείς οργανισμούς, επικοινωνιακά-τεχνολογικά μέσα κ.ά. Τα σύνορα ποτέ δεν υπήρξαν πιο ζωντανά και αναγκαία για την αναχαίτιση μιας πλανητικής καταστροφής και ταυτόχρονα ποτέ δεν υπήρξε πιο επιτακτική η λειτουργία σε ένα υπερεθνικό πλαίσιο πολιτικής δράσης και κατανόησης.
Όσον αφορά την Ελλάδα, αλλά και άλλες χώρες κυρίως του ευρωπαϊκού Νότου, η πανδημία έρχεται να χτυπήσει την πόρτα της σε μια στιγμή που μόλις είχε αρχίσει να βγαίνει από την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Η σύγκριση του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζεται αυτή η πολύ δύσκολη συνθήκη σε σχέση με όσα συνέβησαν στην αρχή της δεκαετίας του 2010 αναδεικνύει τεράστιες διαφορές (χωρίς όμως αυτό να προδικάζει το αποτέλεσμα). Μπορεί οι συνθήκες να είναι εντελώς διαφορετικές, αλλά δεν παύουμε να μιλάμε για δύο πολύ σημαντικές κρίσεις που επιφέρουν τεράστιες μεταβολές στο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό επίπεδο. Κι όμως, η Ελλάδα του 2021 φαίνεται μια διαφορετική χώρα σε σχέση με το 2010. Είναι όμως έτσι;
Το μνημόνιο ποτέ δεν αποτέλεσε κτήμα την ελληνικής πολιτικής τάξης ως φάρμακο της κρίσης. Αντίθετα, τα σκληρά μέτρα που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση για να ελέγξει τη διάδοση του κορωνοϊού έγιναν σχετικά εύκολα αποδεκτά, στον βαθμό μάλιστα που πάρθηκαν πιο έγκαιρα απ' ό,τι σε άλλες πληττόμενες ευρωπαϊκές χώρες.
Πολλοί θα αποδώσουν, και δικαίως, την πιο σημαντική διαφορά στο επίπεδο της πολιτικής ηγεσίας. Σήμερα, η κυβέρνηση αλλά και ο δημόσιος τομέας φαίνεται να αντιδρά με παραδειγματική εγρήγορση, τη στιγμή μάλιστα που είχε να αντιμετωπίσει παράλληλα μια συνοριακή κρίση με την Τουρκία.
Στην αρχή της προηγούμενης δεκαετίας η εγχώρια πολιτική ηγεσία έδειξε να ακολουθεί τα γεγονότα, να υπακούει εντολές εξωτερικής προέλευσης, να μην ελέγχει την κατάσταση, να μην μπορεί να προστατεύσει τους πολίτες της. Σε μεγάλο βαθμό αυτή η ανασφαλής πολιτική διαχείριση της κρίσης, η ανυπαρξία εθνικής στρατηγικής αντιμετώπισης της κρίσης, οδήγησε στην εθνικολαϊκιστική περιπέτεια, στην πολιτική πόλωση και βία που κατέληξε άδοξα στο δημοψήφισμα του 2015. Το μνημόνιο ποτέ δεν αποτέλεσε κτήμα την ελληνικής πολιτικής τάξης ως φάρμακο της κρίσης. Αντίθετα, τα σκληρά μέτρα που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση για να ελέγξει τη διάδοση του κορωνοϊού έγιναν σχετικά εύκολα αποδεκτά, στον βαθμό μάλιστα που πάρθηκαν πιο έγκαιρα απ' ό,τι σε άλλες πληττόμενες ευρωπαϊκές χώρες.
Η καραντίνα, το «Μένουμε Σπίτι», παρά τις κατά τόπους αντιστάσεις και αντιδράσεις, συναντά τεράστια κοινωνική αποδοχή και συμμόρφωση. Αυτό όμως δεν μπορεί να οφείλεται μόνο στη διαφορετική κυβέρνηση ούτε στο γεγονός ότι σχεδόν σύσσωμη η αντιπολίτευση αντιδρά με απίστευτα υψηλό αίσθημα ευθύνης. Η κρίση σήμερα είναι σαν να συναντά μια διαφορετική κοινωνία.
Στην ενημέρωση αυτό που προτάσσεται είναι η επιστημονική γνώση, οι μαρτυρίες που υπογραμμίζουν τον κίνδυνο που διατρέχουμε εάν δεν συναινέσουμε στα κυβερνητικά μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας. Πριν από μια δεκαετία αυτό που πρυτάνευσε ήταν μια παρα-επιστημονική ανάγνωση της κρίσης, οι τηλεοπτικοί σταθμοί και το βαθύ Ίντερνετ συναντήθηκαν στις θεωρίες συνωμοσίας, δίνοντας επιρροή σε μια λογική αντίστασης στη θεραπεία, σε αναζήτηση ανύπαρκτων λύσεων και σωτήρων.
Αρχική ηγετική φυσιογνωμία στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στον δημόσιο λόγο δεν υπήρξε τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο ο Γιάνης Βαρουφάκης, τον οποίον ο πρώτος αργότερα απλώς σχεδόν «αναγκάστηκε» να χρίσει υπουργό Οικονομίας λόγω της εξαιρετικής του δημοτικότητας. Η εναλλακτική οικονομολογία και το υπερφίαλο ύφος του κ. Βαρουφάκη, όπως και άλλων διεθνών αστέρων των οικονομικών που είδαν την κρίση ως ευκαιρία θεωρητικού παιγνίου, ήταν αυτή που κέρδισε συντριπτικό μέρος της κοινής γνώμης, αποδίδοντας όλες τις ευθύνες στο διεφθαρμένο παρελθόν, στους ζηλόφθονους ξένους, στο αόρατο «σύστημα». Εάν το παίζαμε ωραίοι θα μας χαρίζανε τα χρέη, σύμφωνα και με το γνωστό λαϊκό άσμα!
Σήμερα, ο ήρωας στην αντιμετώπιση της κρίσης είναι ένας επιστήμονας εντελώς διαφορετικού ύφους. Ο Σωτήρης Τσιόδρας είναι η φωνή που ακούει σχεδόν με κλειστά τα μάτια η πολιτική τάξη αλλά και σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας. Ένας συντηρητικός, αλλά αξιοσέβαστος από όλους τεχνοκράτης, ένας «καθωσπρέπει», αδιάφορος εμφανισιακά μεσήλικας που ψέλνει στις εκκλησίες, ένας μετρημένος γιατρός που ταυτόχρονα δεν διστάζει να λυγίσει τη φωνή του όταν αναφέρεται στην ανάγκη να προστατευτεί η τρίτη ηλικία, η γενιά της Μεταπολίτευσης ως πολύτιμο κομμάτι της παροντικής μας ταυτότητας. «Για να μείνουμε ζωντανοί, πρέπει να μείνουμε σοβαροί», θα ήταν ίσως το λαϊκό άσμα των ημερών.
Είναι λογοτεχνικά ενδιαφέρον να σκεφτεί κανείς, όπως έκανε ο Χ. Χωμενίδης, εάν το ένα κοινωνικό πρότυπο και οι συνέπειές του έφεραν το άλλο. Εάν, δηλαδή, ο κ. Βαρουφάκης έφερε τον κ. Τσιόδρα. Εάν δεν είχαμε βιώσει τον φόβο της απόλυτης αυτοκαταστροφής πριν από πέντε χρόνια, είναι πράγματι άγνωστο πώς θα αντιδρούσαμε σήμερα.
Αυτό που σίγουρα συμβαίνει, όμως, είναι ότι η Ελλάδα φαίνεται σήμερα πιο έτοιμη να υπερασπιστεί βασικούς πυλώνες της νεωτερικότητας, όπως το υπεύθυνο κράτος και η τεκμηριωμένη επιστημονική γνώση. Αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, κυρίως βορειοευρωπαϊκές και τις ΗΠΑ, που είδαν τον κορωνοϊό ως αφορμή για επιστημονικό πειραματισμό, ως αφορμή για μεταφυσική δικαίωση της οικονομίας της αγοράς.
Με έναν εντελώς περίεργο τρόπο, η Ελλάδα, μαζί με άλλες χώρες-έκπληξη (π.χ. Ν. Κορέα), ανάλογα με τις δυνάμεις της, φαίνεται να αντιμετωπίζει με πολύ μεγαλύτερη οξυδέρκεια το πρόβλημα απ' ό,τι οι συνήθεις ύποπτοι. Η ελληνική εξαιρετικότητα γίνεται σήμερα η δυτική κανονικότητα. Κάτι που προφανώς δεν προσφέρεται για εθνικιστικούς παιάνες όσο για να κατανοήσουμε ότι η Ελλάδα και κυρίως οι ίδιοι οι Έλληνες ποτέ δεν υπήρξαν ένα πράγμα αλλά μια αντιφατική ισορροπία δυνάμεων που ανάλογα με τη συγκυρία και την ηγεσία γέρνει από τη μια (αρχαϊκή) στην άλλη (μοντέρνα) πλευρά. Όπως και όλος ο υπόλοιπος κόσμος.
σχόλια