«Ο ΝΟΕΜΒΡΗΣ ΠΑΝΤΑ ΜΟΥ ΦΑΙΝΟΤΑΝ σαν τη Νορβηγία των μηνών» είχε γράψει κάποτε σε μια επιστολή της η Έμιλι Ντίκινσον. Δεν το εννοούσε ακριβώς για κακό, ούτε και για καλό όμως, και πάντως δεν φαινόταν να έχει ευοίωνη και φωτεινή διάθεση όταν έκανε λόγο αμέσως πριν, στο ίδιο κείμενο, για «λακωνικά μεσημέρια και αυστηρά δειλινά».
Τούτος ο Νοέμβρης διαγράφεται ήδη ιδιαίτερα μουντός για την Ευρώπη, που βρίσκεται ήδη σε καθεστώς καθολικού ή σχεδόν καθολικού lockdown, ενώ από χθες έχει πέσει βαριά και η σκιά του τρομοκρατικού χτυπήματος στη Βιέννη με θύματα ανθρώπους που βγήκαν για ένα τελευταίο ποτό πριν από το κλείσιμο της εστίασης για τον υπόλοιπο μήνα (και βλέπουμε...).
Παρότι εμφανίζει κι αυτή αντίστοιχες με την υπόλοιπη ήπειρο αυξητικές τάσεις των καθημερινών κρουσμάτων, η ίδια η Νορβηγία δεν τα πάει και τόσο άσχημα (μέχρι χθες είχε τα μισά συνολικά κρούσματα από εμάς και λιγότερους από τους μισούς θανάτους) σε σχέση με το μεγαλύτερο κομμάτι της Ευρώπης (μέσα σ' αυτό κι εμείς αυτήν τη φορά), που λόγω της νέας ραγδαίας εξάπλωσης της πανδημίας, μετά το όνειρο θερινής νυκτός, βρίσκεται σε κατάσταση «ενσυνείδητης» καταστολής ή επιβαλλόμενης χειμερίας νάρκης.
Δεν υπάρχει, πλέον το στοιχείο του «νεωτερισμού» (απόκοσμου και ανησυχητικού και δυσοίωνου έστω) που χαρακτήριζε την πρώτη καραντίνα της περασμένης άνοιξης. Δεν υπάρχει διάθεση για ανταλλαγές συνταγών μαγειρικής, ούτε για διαλογισμό και εσωτερική αναζήτηση. Υπάρχει μόνο ψυχολογική κόπωση σε βαθμό εξάντλησης και απελπισία εν όψει των νέων αβάσταχτων οικονομικών δεινών.
Εκ των υστέρων, ήταν σαν να βρισκόταν σε άρνηση ή σε υπνωτική καταληψία (θα ξυπνήσουμε μια λαμπρή χριστουγεννιάτικη μέρα και όλα θα έχουν περάσει) η Ευρώπη, που είναι να σαν να συνειδητοποιεί τώρα μόλις την επιστροφή της στο επίκεντρο της πανδημίας, φτάνοντας την τελευταία εβδομάδα να απαριθμεί τα μισά σχεδόν από τα κρούσματα ολόκληρου του πλανήτη.
Δεν υπάρχει, όμως, πλέον το στοιχείο του «νεωτερισμού» (απόκοσμου και ανησυχητικού και δυσοίωνου έστω) που χαρακτήριζε την πρώτη καραντίνα της περασμένης άνοιξης. Δεν υπάρχει διάθεση για ανταλλαγές συνταγών μαγειρικής, ούτε για διαλογισμό και εσωτερική αναζήτηση. Υπάρχει μόνο ψυχολογική κόπωση σε βαθμό εξάντλησης και απελπισία εν όψει των νέων αβάσταχτων οικονομικών δεινών.
«Βάσει δεδομένων έρευνας που έγινε σε χώρες της περιοχής, παρατηρούμε, χωρίς έκπληξη, ότι η κόπωση των ερωτηθέντων αυξάνεται σε κρίσιμο βαθμό, ενώ εκτιμούμε σήμερα ότι σε κάποιες περιπτώσεις φτάνει το 60%» ανέφερε σε ανακοίνωσή του τον μήνα που μας πέρασε ο διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την Ευρώπη, Χανς Κλούγκε, σημειώνοντας με επιτακτικό τρόπο (με απόγνωση σχεδόν) ότι για να αντιμετωπιστεί αυτή η τάση παραίτησης και οργής συγχρόνως του κοινού, οι Αρχές θα πρέπει να αφουγκραστούν την κοινή γνώμη και να συνεργαστούν μαζί της, αναζητώντας πιο αποτελεσματικές λύσεις.
Ο σκεπτικισμός όσον αφορά την ικανότητα διαχείρισης της διπλής κρίσης (υγεία, οικονομική επιβίωση) είναι μεγάλος και δεν εκπορεύεται από αρνητές και ψεκασμένους αλλά από κανονικότατους ανθρώπους που βλέπουν τον βιοπορισμό τους να γίνεται όλο και πιο δραματικά επισφαλής, ειδικά αν ανήκουν στις κατηγορίες που πλήττονται άμεσα από τα μέτρα.
Ιλαρή σχεδόν μέσα στην τραγωδία της μοιάζει η περίπτωση της Ιταλίας, η οποία ξεκίνησε ως μακάβρια παιδική χαρά για τον ιό, για να αναδειχτεί στη συνέχεια (από τα διεθνή μέσα) σε υπόδειγμα διαχείρισης της «επιστροφής στην κανονικότητα», τώρα όμως, εν μέσω έντονων κοινωνικών αναταράξεων, γίνεται σύμβολο της αποτυχίας των άνισων και σπασμωδικών ημίμετρων και των περίεργων συμβιβασμών που έχουν χαρακτηρίσει συνολικά την ευρωπαϊκή πολιτική (μη λέμε μόνο για τον Τραμπ, να κοιτάμε και τα χάλια μας) στο ζήτημα της πανδημικής κρίσης, η οποία έχει μπει για τα καλά στον δεύτερο γύρο της, που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα είναι και ο τελευταίος.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι μέρες των τραγουδιών στα μπαλκόνια δεν θα ξανάρθουν αυτήν τη φορά. Και το επόμενο καλοκαίρι είναι πολύ, πολύ μακριά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.