Στιςσυζητήσεις και στις επαφέςμπορώ κάλλιστα να φανερώνω στους άλλουςπτυχές της χθεσινής μέρας ή της περασμένηςδεκαετίας με την αυστηρή προϋπόθεσηότι η επιλεκτικότητα κρατάει σκοπιά.Έτσι αφήνουμε τους άλλους να ρίχνουνμια βιαστική ματιά στη συνείδησή μας,να παίρνουν μιαν ιδέα για το μέσα μας,αλλά πάντα με τη σκέψη ότι το δικό μαςδεν γίνεται δικό τους επ' ουδενί.
Άρατο καθεστώς μοιάζει οριστικό: Καθέναςκαι η μνήμη του. Το εγώ επιννοεί τονκόσμο του. Αν υποθέσουμε ότι θέλω ναυποστηρίξω το αντίθετο, τι μπορώ νααντιτάξω σε έναν συνομιλητή που μουμιλάει για τα χρόνια του στη μεσηεκπαίδευση, στη στρατιωτική του θητεία,στα ταξίδια και στα αισθηματικά; Αυτόςτα έζησε, αυτός τα ανακαλεί· όποιορόλο κι αν έπαιξαν οι άλλοι, παρέμεινανεξωτερικές φιγούρες, στοιχεία τουπεριβάλλοντος· τι σημασία έχει ανζει μέσα σε κοινωνία και σε πλήθοςσυνεργατών και φίλων; Η μνήμη του δενέχει τίποτα το κοινωνικό, είναι ατομικόκαρδιογράφημα πέρα για πέρα!
Στηνουσία πρόκειται για ένα περίτεχνοτερατουργηματάκι που, επειδή ακριβώςδεν έχει ίχνος αληθείας, τροφοδοτείέναν αριστοκρατισμό με ψευτοδραματικάεπακόλουθα. Ο τάδε βιώνει το «δράμα»του στα μύχια του εαυτού του, είναικλειδαμπαρωμένος και αδιέξοδος. Ισχύειαυτό; Με λίγη προσοχή, το κουκούλι αυτούτου μονότη μπορεί να ξηλωθεί. Την πρώτηευκαιρία μας τη δίνει ο χρόνος. Στιςσιωπηρές και ενδοφασικές συνεδρίες πουσυγκαλεί με τον εαυτό του, αν θέλει ναεντοπίσει μιαν ανάμνηση, το πρώτο πουκάνει είναι να σκεφτεί το κοινωνικόπεριβάλλον. Το ταξίδι (έγινε στην Αυστρία,με ομαδική εκδρομή, με συντροφιάσυναδέλφους)· η γνωριμία με τη Μ.(συνέβη στα σκαλοπάτια του ωδείου, ότανέδωσε το πρώτο της ρεσιτάλ)· τηναρρώστια του (την πέρασε στο τάδενοσοκομείο)· το διδακτορικό του τοέγραψε (σε μια σοφίτα, ακούγοντας απόκάτω τις ορδές των συλλαλητηρίων).
Με ένα λόγο, δυσκολεύεται να επαναφέρειτο παρελθόν στο παρόν χωρίς να προσφύγειστις εξωτερικές συμβάσεις του κοινωνικούχώρου και χρόνου. Πήγες εκεί πριν απότο Πάσχα ή μετά; Συναντηθήκατε τις μέρεςτου μεγάλου σεισμού; Θυμάμαι εκείνη τηνημέρα διότι συνέπεσε με τη δολοφονίατου Μπακογιάννη. Μιλάμε για εξωτερικάγεγονότα βέβαια, για πλαίσια και όχιγια περιεχόμενα. Το ζήτημα όμως είναιαν η μνημονική εικόνα δεν ανακαλείταιχωρίς πλαίσιο, όπερ σημαίνει ότι τοκοινωνικό πλαίσιο όχι μόνο προϋποτίθεται,όχι μόνο είναι συστατικό της ατομικήςμνήμης, αλλά προηγείται κιόλας.
Δενξεχνάμε βέβαια ότι ο ιδιωτικός μνήμωνείναι άνθρωπος που μιλάει την κοινωνικώςαποδεκτή γλώσσα και δεν συνεννοείταιμε τον εαυτό του βγάζοντας κραυγές ήμιλώντας ιδιωτική διάλεκτο. Μπορεί ναπαραδίδεται ως παροντικό εγώ στα παλιάτου εγώ, να δίνει μύχιο ραντεβού με τοπαρελθόν του μέσα στον προφυλαγμένοχώρο της συνείδησής του. Ουδεμίααντίρρηση! Το ζητούμενο -αυτό τέλοςπάντως που δεν αφήνει τη βαλίτσα νακλείσει- είναι αν η ιδιωτική μνήμη μπορείνα συγκροτηθεί σολιψιστικά, σάμπως ναμην υπάρχει έξω κόσμος, κοινωνία, ομιλία,θεσμοί και ανθρωπότητα. Ο ίδιος, στησκέψη ότι η μνήμη εξ ορισμού και εκκαταγωγής συνιστά κοινωνική και όχιιδιωτική πράξη, νιώθει προδομένος, σανκόκορας που του αφαίρεσαν το λυρί.
Και όμως, η ίδια η γλώσσα είναι εμποτισμένηαπό κοινωνική μνήμη. Θρησκεία, πολιτική,οικογένεια, εργασία, κράτος, διασκέδασηνοηματοδοτούν από βάθους χρόνου τιςλέξεις. Μήπως με την πόλη συμβαίνειτίποτα διαφορετικό; Τα ονόματα στιςοδούς, τα αγάλματα στις πλατείες, οιμαρμάρινες πλακέτες στις γωνίες είναιη κοινωνική μνήμη χαρτογραφημένη καιεπαναλαμβανόμενη. Προτού θυμηθείς τοπαρελθόν σου, βρίσκεσαι ηδη μέσα στοπαρελθόν της κοινωνικής ομάδας. Γλώσσα,πόλη, κοινωνική τάξη εκπροσωπούν τηνιστορία της ανθρωπότητας. Κατά συνέπειαυπάρχει λόγος που οι αναμνήσειςβαπτίζονται μαθητικές, στρατιωτικές,φοιτητικές, οικογενειακές, ερωτικέςκαι τα λοιπά.
Οι μελετητές που τεκμηριώνουν αυτήν τηθέση (π.χ. ο Χαλμπβάχ) φτάνουν μέχρισημείου να υποστηρίζουν ότι ένας άνθρωποςμόνος δεν έχει ανάγκη τη μνήμη. Χωρίςάλλους τι να θυμηθεί; Σε ποιον να μιλήσει;Ποιος θα του μάθει να μιλάει; Γιατί ναεργαστεί; Ο Ρουσώ δεν δήλωνε τάχα ότιαν βρισκόταν μόνος σε ένα ερημονήσι δενθα έγραφε ούτε μια αράδα; Ο λόγος; Χωρίςαναγνώστες τι να την κάνει τη γραφή;Πάντα, όταν μας αποδεικνύουν ότιεξαρτώμαστε ριζικά και συστηματικά απότους άλλους, στα μύχιά μας και όχι απλώςστις κοινωνικές ανάγκες, νιώθουμευποβιβασμένοι. Θυμόμαστε τα σμήνη απόαφρόψαρα που το ένα είναι αντίγραφο τουάλλου και ακολουθούν παθητικά κοινήκατεύθυνση· τα πτηνά στον ουρανό,τους πιγκουίνους στη φοβερή δημοκρατίατους. Αυτό είναι ο άνθρωπος;
Ότι η κοινωνία συγκροτεί το άτομο καιη συνύπαρξη την ύπαρξη είναι βεβαιωμένοκαι αληθές. Όσο για το κοπάδι, την ορδή,το σμήνος και την κοινωνική μνήμη,ισχύουν μεν, αλλά δεν οδηγούν στοσυμπέρασμα ότι η μνήμη ενός εκάστουείναι αντίγραφο της άλλης. Το ίδιο συμβάνοι ίδιοι άνθρωποι το εσωτερικεύουνδιαφορετικά. Η προσωπικότητα συγκροτείταιπάνω στα μοτίβα της ομοιότητας, τηςδιαφοράς και της αμφισημίας. Ο καθείςκαι η βιογραφία του. Άλλωστε η ατομικήμνήμη καταλήγει πάντα σε αφήγηση - προςτους άλλους. Εξού και το εύστοχοπαραδοξολόγημα. Πάμε (πουθενά)ναβρούμε (κανέναν)ναπούμε (τίποτα).
σχόλια