Η Αθηναία της προηγούμενης εβδομάδας ήταν η Μάγδα Φύσσα. Η μητέρα του Παύλου Φύσσα, που δολοφονήθηκε πριν από επτά χρόνια από τον Γιώργο Ρουπακιά, μέλος της Χρυσής Αυγής, μίλησε στον Γιάννη Πανταζόπουλο για τα παιδικά της χρόνια, τον τρόπο που μεγάλωσε και πώς έχει καταφέρει, με τη βοήθεια του συζύγου της, να αντέξει την απώλεια του Παύλου. Μεταξύ άλλων, η κ. Φύσσα ανέφερε τα εξής: «Η ελληνική κοινωνία είναι συνυπεύθυνη για τη δολοφονία του γιου μου. Το αίμα του Παύλου έχει κυλήσει στα χέρια των ψηφοφόρων της Χ.Α. Ακόμα και τώρα η πλειονότητα δεν γνωρίζει και δεν ενδιαφέρεται να ασχοληθεί για ποιον λόγο έγινε. Κυρίως, δεν επιθυμεί να μάθει. Αποποίηση ευθυνών, αυτό μας χαρακτηρίζει ως λαό. Διότι, αν σκαλίσει για να διαπιστώσει τι πραγματικά συνέβη, θα αντικρίσει στον καθρέφτη τον ίδιο της τον εαυτό». Ο τυχαίος περαστικός, συμφωνώντας με τα λόγια της μητέρας του Παύλου, σχολίασε: «Οι παραπάνω φράσεις της είναι τόσο, μα τόσο αληθινές και αποτυπώνουν με ρεαλισμό τι είναι η κοινωνία. Ακριβώς αυτό που λέει είμαστε. Δυστυχώς! Της εύχομαι κουράγιο, τίποτε άλλο. Να είναι πάντα καλά. Είναι ένα πρότυπο μητέρας και ανθρώπου γενικότερα». Από τα σχόλια ξεχώρισε επίσης αυτό του χρήστη σαλιγκάρι: «Οι διεφθαρμένοι άνθρωποι είναι υποκριτές. Οι απατεώνες τα καταφέρνουν με την υποκρισία, αυτό είναι το όπλο τους. Οι υποκριτές είτε θα σε κάνουν να αισθανθείς θαυμάσια, γιατί έχουν συμφέρον από σένα, είτε θα μείνουν ανέκφραστοι, εάν δεν τους εξυπηρετείς σε κάτι. Κι αυτό επειδή είναι ανίκανοι να εκφράσουν κάποιο συναίσθημα, πέραν όσων υπαγορεύονται από την υποκριτική τους στάση. Είναι ανίκανοι να εκφραστούν ως άνθρωποι».
☛ Για μια αμήχανη συνάντηση με έναν Σύριο πρόσφυγα σε ένα βερολινέζικο καφέ έγραψε στη στήλη της η Βίβιαν Στεργίου. Περιγράφοντας αυτή την ιδιαίτερη συνάντηση, ανέφερε τα ακόλουθα: «Ο σερβιτόρος ήξερε ελληνικά, γιατί ήταν στην Ελλάδα πρόσφυγας. Στη Λέσβο. Πώς μπορεί να νιώθει ένας Σύριος, προερχόμενος από μια τόσο πολύχρωμη και ζωηρή κουλτούρα, όταν καταδικάζεται στη γερμανική γκριζίλα; Σίγουρα τυχερός, αφού η εναλλακτική θα ήταν θάνατος. Κάπως βουρκώνω, αλλά προλαβαίνω να υποκριθώ ότι είναι απ' τον καπνό του μαγαζιού [...]. Φαίνεται να συμμερίζεται τη γνώμη μου ότι, γενικά, δεν είμαστε καθόλου απαίσιος λαός, κάθε άλλο. Με βλέπει που σκοτεινιάζω, μου γελάει. "Έχετε έναν τέλειο καφέ", μου λέει και γελάει πάλι, "φρέντο καπουτσίνο", και φεύγει. Πιάνω τον εαυτό μου να κολλάει αισιοδοξία. Πώς γίνεται να πέρασες τόσα και να σχολιάζεις τον καφέ; Κι όμως, λογικά μόνο έτσι γίνεται να ξανακερδίσεις τη ζωή, εστιάζοντας στα καλά, ξεχνώντας τελείως τα άλλα, όποιος κι αν είσαι, ό,τι κι αν περνάς».
Το κείμενο αυτό έδωσε αφορμή σε αρκετούς αναγνώστες της LiFO να περιγράψουν με τη σειρά τους αντίστοιχες ιστορίες που έχουν ζήσει με πρόσφυγες και μετανάστες. Μία από αυτές ήταν η ιστορία που μοιράστηκε μαζί μας το βλαχάκι, που θυμήθηκε όσα ακολουθούν: «Αναγκαστικά (αυτό το κείμενο) μου θύμισε ένα άλλο γεγονός. Πριν από περίπου δύο χρόνια είχα πάει το καλοκαίρι στην Λέσβο, όταν τα πράγματα ήταν πολύ πιο ήρεμα και φαινόταν να υπάρχει "κανονικότητα" στο νησί. Tουλάχιστον εγώ αυτό είχα δει τότε, αλλά και σύμφωνα με τα λεγόμενα των ντόπιων, που συνέκριναν την κατάσταση με το χάος του '15. Να πω την αλήθεια, πριν πάω, σκεφτόμουν τις εικόνες λουόμενων και παραθεριστών μαζί με πρόσφυγες-μετανάστες, αναδυόμενους απ' τη θάλασσα, και φοβόμουν αυτό το θέαμα. Ίσως όχι τόσο το ίδιο το θέαμα όσο ένα ξεβρασμένο ανθρώπινο πτώμα. Μάλλον ήταν κάπως "καρμικό" όλο αυτό, διότι ο φόβος μου πραγματοποιήθηκε, όχι με πρόσφυγα-μετανάστη αλλά με πνιγμένο τουρίστα. Tον κάλυψαν μπροστά μας με την ψάθα μας. Ακόμα θυμάμαι το σοκ, τα κλάματα και τον οδυρμό των οικείων του».
Παρόμοια ιστορία είχε να αφηγηθεί και ο Μαύρος Γάτος, ο οποίος το καλοκαίρι του 2015 βρέθηκε στον Μόλυβο και έζησε από κοντά –έστω και ως παραθεριστής– την πραγματική διάσταση του μεταναστευτικού - προσφυγικού. Από εκείνο το καλοκαίρι έχει να θυμάται τα εξής: «Ήμουνα το καλοκαίρι του '15 στη Λέσβο, στον Μόλυβο, τότε που οι βάρκες έρχονταν κατά δεκάδες κάθε μέρα. Πηγαίναμε για μπάνιο στην Εφταλού – ωραία παραλία. Eκεί βγαίνουν οι βάρκες. Φυσικά, ως χαλαροί Έλληνες παραθεριστές πηγαίναμε μετά τις 11, δηλαδή την ώρα που ομάδες προσφύγων βάδιζαν ήδη, με βρεγμένα ρούχα, προς τον Μόλυβο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το χαμόγελό τους. Νόμιζαν οι έρημοι ότι θα έπαυαν τα προβλήματά τους τώρα που είχαν πατήσει το πόδι τους στην Ευρώπη. Το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω ήταν να τους χαιρετήσω με ένα νεύμα και παίζοντας τα φώτα της μοτοσικλέτας. Αντιχαιρετούσαν κι εκείνοι με ενθουσιασμό και ακόμα πλατύτερα χαμόγελα».
σχόλια