ΠΕΡΙΠΟΥ ΣΑΝ ΣΟΝΑΤΑ, όπου η έκθεση, η ανάπτυξη και η επανέκθεση υπηρετούνται από μοτίβα, ντιμινουέντα, κρεσέντα και καβατίνες, το βιβλίο της Μαριάννας Κορομηλά (Η Μαρίατων Μογγόλων, Πατάκης) ήρθε να καταπλήξει την ίδια τη συγγραφέα όσο και μας, τους αυτόκλητους αναγνώστες. Η γυναίκα είναι αγαπητή από τα βιβλία της, το ραδιόφωνό της, από το «Πανόραμα»και τις ξεναγήσεις της. Το κλίμα της είναι καλό· μονάχα που η καλή προδιάθεση δεν αποτελεί σοβαρή προϋπόθεση ώστε να σε σημαδέψει ένα βιβλίο. Απαιτείται κάτι έκτακτο, «δοσμένο», όπως λένε, γραμμένο και παραταύτα ακατασκεύαστο.
Φυλλολογώντας το βιβλίο, ο αναγνώστης δικαιούται να διερωτηθεί: Υπάρχει κύριο θέμα; Δεδομένου ότι η προσοχή αποδίδει μόνο όταν συγκεντρώνεται ακέραια, μέσα στην εσκεμμένη διασπορά των θεμάτων καιτη διαπλοκή των μοτίβων, δεν αποκλείεται, συνεπαρμένος κανείς από τον γνήσιο εξωτισμό των ακατάσχετων πηγαινέλα, να μείνει με την αίσθηση ότι έχει να κάνει μόνο με την ιστορία μιας γυναίκας που ατύχησε ή ευτύχησε να ατυχήσει. Πράγματι, η Μαρία Κομνηνή Διπλοβατάτζινα, θυγατέρα του Μιχαήλ Η Παλαιολόγου που στάλθηκε -μόλις δωδεκαετής- να παντρευτεί τον εγγονό του Τζέγκινς Χαν, τον Χουλαγκού, με φανερό σκοπό την ειρήνη μεταξύ Βυζαντινών και Μογγόλων, αποτελεί ισχυρή κεντρική ιδέα.Η αφηγήτρια σηκώνει τέτοιον ιστορικό κουρνιαχτό γύρω από το πρόσωπό της ώστε, λίγο φλώρος αν είσαι, θα πιστέψεις ότι πρόκειται για ιδεοληψία φιλολογική, κάτι μεταξύ ψυχώσεως και έμμονης ιδέας της ερευνήτριας που δεν θέλει να πάει χαμένο το γνωστό καρτελομάνι του μετιέ.
Ο χαρακτήρας της δεν είναι πλαστός, άλλωστε δηλώνει περήφανη για την αρβανίτικη φύτρα της και δεν χάνει την ευκαιρία να το διαλαλεί . Αυτό που την κεντρίζει βουλιμικά είναι ότι προσπαθεί να «γεμίσει τους αδειασμένους χάρτες». Ελλαδίτες και Ελλαδικοί, ρηχές και παραποιημένες συνειδήσεις του πρόσφατου παρελθόντος, τι συγγένεια μπορεί να έχουν με τις ανατολικές εμπειρίες της;
Αξιοποίηση λοιπόν - αλλά τίνι τρόπω; Αν η Κορομηλά περιοριζόταν στο κεντρικό της πρόσωπο η γοητεία θα είχε χαθεί. Διασώθηκε όμως μαεστρικά επειδή η καύλα της, ασυναισθήτως ή προγραμματικώς το ίδιο κάνει, έθεσε σε δορυφορική κίνηση γύρω από τη Μαρία τον δικό της αυτοβιογραφικό αστερισμό. Η Διπλοβατάτζινα όδευσε προς Ανατολάς, αλλά η φιλόδοξη βιογράφος της σπούδασε στη Δύση. «Πολλά έμαθα στη Φραγκιά» ομολογεί. Εξαίρετοι καθηγητές, δικοί μας και ξένοι, σπουδαία πανεπιστήμια και σπουδαία βιβλία. Πλην όμως δεν θέλει και πολύ για να ομολογήσει ότι η άμεση ζωή της λείπει· δεν μπορεί να ξεχωρίσει το άλογο από το μουλάρι, το καλαμπόκι από τη βρώμη, τις φασουλιές από τις μπαμπακιές. «Σκέπτομαι πόσο έξω πέφτουμε όταν αγωνιζόμαστε να μάθουμε ιστορία διαβάζοντας βιβλία, βιβλία, βιβλία, δίχως να γνωρίζουμε τίποτα για τον ίππο και την ιπποδύναμη...». Εύκολο είναι;
Όπως στο ραδιόφωνο λείπει ο τόπος, στα ιστορικά συγγράμματα απουσιάζει η άμεση αίσθηση των πραγμάτων: ήλιοι και φεγγάρια, μυρουδιές και ήχοι, βουνά και πληθυσμοί. Η αφηγήτρια εκφράζει την επιθυμία «να περπατήσει» τους δασκάλους της στα φοβερά περάσματα του Ανατολικού Πόντου. Απόθύμα της βιβλιολατρίας και του έντυπου κόσμου να μεταπηδήσει στον κόσμο της στέπας, των καραβανιών, της ασίγαστης ταξιδεύτριας. Έτσι έχουμε εξαίρετες σελίδες για τις εξόδους της στην εν γένει Ανατολή. Προποντίδα, Κεράτιος, Βόσπορος, Τουρκία, Μέση Ανατολή, Μαύρη Θάλασσα, Συρία. Τυπικά, στις περιπλανήσεις της θηρεύει λείψανα και ράκη της Μαρίας, ουσιαστικά όμως, και χωρίς να το πολυαντιλαμβάνεται, ανακαλύπτει ότι η ίδια ενδέχεται να είναι ένα μάτσο λέξεις. Ο χαρακτήρας της δεν είναι πλαστός, άλλωστε δηλώνει περήφανη για την αρβανίτικη φύτρα της και δεν χάνει την ευκαιρία να το διαλαλεί (σσ. 15, 94,192, 281). Αυτό που την κεντρίζει βουλιμικά είναι ότι προσπαθεί να «γεμίσει τους αδειασμένους χάρτες». Ελλαδίτες και Ελλαδικοί, ρηχές και παραποιημένες συνειδήσεις του πρόσφατου παρελθόντος, τι συγγένεια μπορεί να έχουν με τις ανατολικές εμπειρίες της;
Την «ιστορική» της αποκάλυψη η Κορομηλά δεν την έζησε στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά στη φιλτάτη Συρία. Εδώ βρίσκεται το κέντρο του βιβλίου. «Η μεγαλύτερη έκπληξη ήταν η αποκάλυψη της ταυτότητάς μου, όχι αυτής του διαβατηρίου, αλλά εκείνης που μου απέδιδαν οι Σύριοι και οι Μεσανατολίτες. Στην αρχή δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει. Αντιλαμβανόμουν ότι με έβλεπαν αλλιώς, αλλά πώς; Και γιατί; Τι ήταν αυτό που αναγνώριζαν εκείνοι και αγνοούσα εγώ; Η ελληνική προέλευσή μου είχε τελείως διαφορετικό νόημα για κείνους. Ούτε η χώρα Ελλάδα ούτε η πρωτεύουσα Αθήνα τούς ήταν οικείες... Μα πώς να εξηγήσω την υπέρτατη χαρά τους όταν μάθαιναν ότι είμαι Γιουνάνα (Γιουνάν = Ιων = Έλληνας), άρα Ρουμ Ορτοντόξ, κατά συνέπεια κομμάτι του δικού τους κόσμου; Μόνον που εγώ δεν το ήξερα».
Από άτομο με πλαστή ταυτότητα, αίφνης η αφηγήτρια μεταμορφώνεται σε αληθινό άνθρωπο. Στο Χαλέπι, το εκκλησίασμα υποδέχεται τη Γιουνάνα με χαμόγελα, με κλάματα, βάζοντας το δεξί χέρι στο μέρος της καρδιάς. Οι γυναίκες έκαναν τόπο για να περάσει - είχε έρθει από τη Βασιλεύουσα. «Η δική μας Ελλάδα δεν υπήρχε γι' αυτούς. Ούτε τα αρχαιολατρικά θέσφατα και οι νεοελληνικές κατασκευές περί ενδόξων Αθηναίων προγόνων τους συγκινούσαν. Στις δικές τους αξίες αυτό που μετρούσε ήταν αυτό που εμείς είχαμε απορρίψει μετά βδελυγμίας. Η αίγλη της Κωνσταντινουπολίτικης Ορθοδοξίας - η λάμψη του ρωμαίικου οικουμενισμού, οι συγγένειες και οι κοινοί κώδικες του σεβασμού ανάμεσα στους λαούς της Ανατολής αναδεύονταν μέσα από τις αραβικές και τις ελληνικές ψαλμωδίες, τη διάχυτη αίσθηση της πνευματικής κοινότητας».
«Εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα η ζωή μου άλλαξε άρδην».
σχόλια