H πολιτική ήταν και είναι μια υπόθεση διαχείρισης συμβόλων. Ήταν και είναι ένα στρατήγημα επικοινωνίας. Το μόνο που αλλάζει στην πάροδο των ετών είναι τα μέσα και οι φορείς που την ασκούν.
Κάποιες απόψεις που θεωρούν ότι η επικοινωνία έχει υπερκεράσει την πολιτική λόγω της μεγάλης σπουδαιότητας των νέων και παλιών μέσων επικοινωνίας είναι και αφελείς και ανιστόρητες.
Εκεί, όμως, όπου πραγματικά το παιχνίδι φεύγει εκτός δημοκρατικού ελέγχου, εκεί όπου η πολιτική τελικά μπαίνει σε δεύτερη μοίρα με ανεξερεύνητες συνέπειες είναι όταν ο πληθωρισμός της παραπολιτικής επικοινωνίας περιθωριοποιεί την πολιτική επικοινωνία. Όταν η tabloid ηθική (με αριστερό ή δεξιό πρόσημο) διαπερνά τα πάντα.
Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα σημειώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα με την επίσκεψη της γυναίκας του πρωθυπουργού στη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Μια δίκη που σπάνια βλέπει το φως της δημοσιότητας, μια δίκη που σπάνια απασχολεί την κοινή γνώμη, μια δίκη που έχει χρονίσει σε βαθμό ανεξήγητο (ακόμη και αν συνυπολογίσουμε τις εγχώριες δικονομικές αδυναμίες), ήρθε ξαφνικά στην επικαιρότητα επειδή η κ. Μπέτυ Μπαζιάνα δήλωσε παρούσα στον χώρο όπου διενεργείται και εκδήλωσε τη συμπαράστασή της στην τραγική μητέρα του Παύλου Φύσσα.
Η παρουσία πολιτικών σε μια τέτοια δίκη δεν είναι απαραίτητη (εφόσον δεν έχουν άμεση εμπλοκή στην υπόθεση), γιατί μπορεί να εκληφθεί ως μια αδικαιολόγητη μορφή πίεσης στο έργο της Δικαιοσύνης.
Η επίσκεψη αυτή έρχεται σε προεκλογικό χρόνο να συμβολίσει την ευαισθησία της κυβέρνησης ‒και ιδίως του στενού πρωθυπουργικού περιβάλλοντος‒ απέναντι στο πρόβλημα της ακροδεξιάς το οποίο και καταγγέλλει διαρκώς, είτε αφορά τις εθνικιστικές διαμαρτυρίες για τη συμφωνία των Πρεσπών, είτε τον νεοφιλελευθερισμό της ΝΔ, είτε τη λαϊκιστική έξαρση σε ευρωπαϊκές χώρες με την οποία πια δεν αισθάνεται καμία συγγένεια.
Το να καθιστά κανείς σύμβολο προεκλογικής εκμετάλλευσης το πληγωμένο πρόσωπο μιας τραγικής μητέρας θα μπορούσε και να δικαιολογηθεί υπό ορισμένες συνθήκες.
Το να ασχολείσαι, έστω και όψιμα, με τον ακροδεξιό εξτρεμισμό με τον οποίο δεν είχες κανένα πρόβλημα στις πλατείες της αγανάκτησης και όταν συμφωνούσε μαζί σου στη δημοκρατική εκτράχυνση του 2015 βροντοφωνάζοντας ΟΧΙ, θα μπορούσε και να παραβλεφθεί.
Το να συμβαίνει, όμως, αυτό με τέτοιο τρόπο που να σηματοδοτεί την ανάγκη της εκτελεστικής εξουσίας να δηλώσει την ενεργητική παρέμβασή της (διά της συζυγικής ιδιότητας) στις διεργασίες της όλης δικαστικής διαδικασίας αποτελεί τεράστιο θεσμικό ζήτημα.
Η συγκεκριμένη επικοινωνιακή κίνηση, άλλωστε, έρχεται σε συμφωνία με ένα επίσης ανεξήγητο κάλεσμα που διατυπώνεται πρόσφατα από «ειδικούς» γύρω από ζητήματα της Χρυσής Αυγής να παρευρεθούν πολίτες ως επισκέπτες στη δίκη για να πάρουν «μαθήματα Ιστορίας».
Έξι χρόνια μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, τέσσερα μετά την έναρξη της δίκης της δολοφονικής εξτρεμιστικής οργάνωσης, το θέμα που προτάσσεται δεν είναι να μάθουμε το τι πραγματικά συμβαίνει στη δικαστική διαδικασία, ποια είναι τα τεκμήρια που θα οδηγήσουν τους υπαίτιους στη φυλακή, γιατί οι κατηγορούμενοι όχι μόνο βρίσκονται εκτός φυλακής αλλά και εκτός της ίδιας της δικαστικής αίθουσας, πότε τελικά θα ολοκληρωθεί αυτή η υπόθεση.
Το ζητούμενο, ξαφνικά, γίνεται μια επικοινωνιακή διαχείριση της δίκης καθώς και η μουσειακή επίσκεψη πολιτών στη δικαστική αίθουσα των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού, στην οποία διενεργείται.
Οι πολίτες μιας ευνομούμενης πολιτείας δεν χρειάζεται να πηγαίνουν να παρακολουθούν τις δικαστικές διαδικασίες από κοντά, ακριβώς γιατί εμπιστεύονται το δικαστικό τους σύστημα και ξέρουν ότι θα αποδώσει ευθύνες εκεί που πρέπει με τον καλύτερο τρόπο.
Αν θέλουν να μάθουν, μπορούν να το κάνουν μέσα από τις δημοσιογραφικές πληροφορίες που προσφέρει ο πλουραλισμός των μέσων ενημέρωσης.
Ακόμη περισσότερο, η παρουσία πολιτικών σε μια τέτοια δίκη δεν είναι απαραίτητη (εφόσον δεν έχουν άμεση εμπλοκή στην υπόθεση), γιατί μπορεί να εκληφθεί ως μια αδικαιολόγητη μορφή πίεσης στο έργο της Δικαιοσύνης.
Αν η δίκη της Χρυσής Αυγής γίνει μια πασαρέλα αντιφασιστικών κινημάτων και «προοδευτικών» προσωπικοτήτων, το αποτέλεσμα θα είναι να ιδεολογικοποιήσει μια διαδικασία που ακριβώς πρέπει να μείνει μακριά από κάθε τέτοια συνύφανση.
Το να πάρει δημοσιότητα η δίκη μέσα από υπερσυμβολικές και μόνο παρεμβάσεις ίσως δώσει πάτημα στην ακροδεξιά συμμορία ότι δεν δικάζεται για τις πράξεις αλλά τις ιδέες της.
Η αιτία που ο δημοσιογραφικός κόσμος δεν ασχολείται και πολύ με το τι συμβαίνει στη δίκη βρίσκεται στο ότι αυτή έχει γίνει ένα μακρόσυρτο σίριαλ για ολίγους.
Αντί να επισπευστεί με κάθε νόμιμο μέσο η όλη διαδικασία, ξαφνικά επιλέγεται να γίνει το πεδίο επίδειξης μιας παραπολιτικής ευαισθησίας, αφορμή για αντιφασιστική προπαγάνδα.
Η Μάγδα Φύσσα ζήτησε από τη γυναίκα του πρωθυπουργού να βοηθήσει να αντιμετωπιστεί η κατάσταση στις τουαλέτες στον χώρο όπου γίνεται η δίκη.
Η σύγχρονη αυτή ηρωίδα, εγκαταλελειμμένη, αφημένη σχεδόν μόνη στο δράμα της, ζήτησε εύλογα να μην πνιγεί στα περιττώματα μέχρι το τέλος αυτής της διαδικασίας, που δεν φαίνεται να έρχεται και πολύ σύντομα.
Στο αίτημά της, όμως, αποκαλύπτεται με τον πιο αφοπλιστικό τρόπο η φαιδρότητα της παραπολιτικής επικοινωνίας που επιλέχθηκε.
Η βασίλισσα, στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι μόνο γυμνή αλλά καλείται να κάνει και τη «βρόμικη» δουλειά ως άλλη Κλερ Άντεργουντ. Η αναίσχυντη πολιτική εργαλειοποίηση της πονεμένης μάνας άλλη μια ντροπή που δύσκολα θα ξεπεραστεί.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO