Ο ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ ΗΤΑΝ ΜΗΝΑΣ ΚΑΛΟΣ για τη Θεσσαλονίκη. Με είκοσι ή δέκα κρούσματα την ημέρα, όλο και πιο πολλοί είχαν πια την εντύπωση πως η ο Covid ήταν μια υπόθεση ξένη προς τη δική τους ζωή, ένα κόλλημα των δελτίων ειδήσεων και των ιατρικών ανακοινώσεων. Τέλος Σεπτεμβρίου ανακοινώνεται ότι στα λύματα της πόλης η ερευνητική ομάδα του ΑΠΘ σχεδόν δεν ανιχνεύει τον ιό. Στην πόλη έχει αποκτήσει τεράστιο έρεισμα η ιδέα πως τα κρούσματα έχουν συγκεκριμένη προέλευση και περίμετρο: νέοι που επιστρέφουν από τα νησιά, «Σκοπιανοί τουρίστες», Αλβανοί εργάτες και εποχικοί για τις αγροτικές δουλειές.
Ο Οκτώβριος έφτασε με διάφορα επιμέρους γεγονότα που δεν άλλαζαν τη γενική αισιοδοξία. Εμφανίζονται χιλιάδες φοιτητές, αφού το υπουργείο Παιδείας και τα πανεπιστήμια όρισαν πως ένα μέρος των μαθημάτων πρόκειται να γίνει με «φυσική παρουσία». Στο πανεπιστήμιο κάποιοι εισηγούνται στα σοβαρά να γίνει σχεδόν κανονικά το εξάμηνο, με την τήρηση μέτρων εννοείται. Ο ευσεβής κόσμος της πόλης τηρεί με ακρίβεια τα ήθη και τα έθιμα του εκκλησιαστικού ημερολογίου, οργανώσεις και πολιτικές ομάδες κάνουν καθημερινά καλέσματα για πορείες και συγκεντρώσεις. Στους στοιβαγμένους στα απαρχαιωμένα λεωφορεία του ΟΑΣΘ δεν έχει, φυσικά, νόημα η τήρηση των αποστάσεων. Οι μάσκες έχουν μετασκευαστεί σε αξεσουάρ, μπαινοβγαίνοντας απλώς και μόνο για τον φόβο του πρόστιμου ή κάποιας επίπληξης από τον «παράξενο».
Διαμορφώνεται έτσι μια κοινωνική ζωή που θυμίζει τις παλιές καλές μέρες. Στα μέσα του Οκτώβρη τα κρούσματα της περιφέρειας είναι 50-60. Και έπειτα, απότομα, με ξέφρενο ρυθμό, ο ιός ανιχνεύεται σε διάφορες κόγχες της κοινότητας. Και είναι πια ένας ιός σε επιθετική διασπορά, όπου υποψιαζόμαστε εξαπλάσιους ασυμπτωματικούς, με διάχυση σε αυτόν ακριβώς τον κόσμο που υποτιμούσε την ύπαρξή του: στις ηλικίες από 18 έως 30 ή 40.
Η ήττα της πόλης, όμως, είναι ένα σύνθετο κοινωνικό γεγονός, ένα συλλογικό δράμα. Καλύτερο να την αντιμετωπίσουμε ως πολυπαραγοντική ασθένεια που δεν έχει μία και μόνη αιτία
Τι μπορούμε να σκεφτούμε για όλη αυτή την εξέλιξη; Στο δημόσιο σχόλιο ο καθένας ψάχνει με επιμέλεια λαγωνικού και εντοπίζει τους ιδεώδεις φταίχτες της αρεσκείας του. Η ήττα της πόλης, όμως, είναι ένα σύνθετο κοινωνικό γεγονός, ένα συλλογικό δράμα. Καλύτερο να την αντιμετωπίσουμε ως πολυπαραγοντική ασθένεια που δεν έχει μία και μόνη αιτία.
Εδώ συμμετέχουν πολύ διαφορετικά πολιτιστικά οικοσυστήματα: μια πυκνή ενοριακή ζωή αλλά και μια χαρακτηριστική καταναλωτική εξωστρέφεια που πέρασε και στο παλιό στερεότυπο για την ερωτική Θεσσαλονίκη. Οι αρνητές του ιού ή το πολύ μεγαλύτερο ποσοστό όσων απλώς έλεγαν πως η ιστορία με τον κορωνοϊό είναι μια «υπερβολή των μέσων» πολλαπλασιάστηκαν σε δύο πολύ διαφορετικά κοινά: στους συντηρητικούς και στους υπερ-μοντέρνους, στον κόσμο της Εκκλησίας και της εθνικιστικής δεξιάς και στα πλήθη των καφέ της Μητροπόλεως και της Καρόλου Ντηλ. Από τη μια, άνθρωποι των εθίμων και της καχυποψίας για τα «τσιπάκια» και, από την άλλη, το πολύχρωμο ανθρωπομάνι που θεώρησε απλώς πως το δικαίωμα στη διασκέδαση είναι ιερότερο από την γκρίνια των φοβισμένων θείων με τις μάσκες.
Όμως η άνθηση αμέριμνων ή και επικίνδυνων ατομικών συμπεριφορών, η εικόνα των χιλιάδων που δεν πήραν στα σοβαρά την κατάσταση, ενισχύθηκε από σοβαρά πολιτικά και διαχειριστικά λάθη. Εβδομάδες ζούσαμε χωρίς πραγματική εικόνα για την υγειονομική κατάσταση της Θεσσαλονίκης. Δεν βγήκαν κινητές μονάδες για rapid test στο κέντρο παρά μόνο όταν η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει. Συναντούσες ανθρώπους στη γειτονιά που παραδέχονταν πως είχαν πάει σε γάμους με κρούσματα, αλλά φυσικά δεν έκαναν το τεστ γιατί τα 80 ευρώ είναι πολλά. Και είναι πολλά.
Από την άλλη, ένα ολόκληρο σύστημα νυχτερινής (και όχι μόνο) παραβατικότητας έβγαζε ανοιχτά τη γλώσσα στα πρωτόκολλα, στις οδηγίες και στα πρόστιμα. Ψεύτικα κόλπα συμμόρφωσης, μη δηλωμένα κρούσματα σε επιχειρήσεις εστίασης, απόκρυψη και «θέατρο».
Και έπειτα η αιώνια αντίφαση εκείνων που καυτηριάζουν όλες αυτές τις τρύπες στην άμυνα της πόλης και την ίδια στιγμή δεν ήθελαν «καταστολή» ή έσπευδαν να πάνε με το μέρος της «κοινωνίας», που της καταστρέφουν την κοινωνικότητα. Μια φωνή που αγόρευε κατά της ασυδοσίας γινόταν συχνά η ίδια που αντιπαθούσε τους νόμους και στόλιζε τα μέτρα ως «αυταρχικά».
Τώρα έχουμε μια σύνθετη εξίσωση, μια εξίσωση συλλογικής ήττας, πολιτικής ανεπάρκειας και κοινωνικής ανευθυνότητας. Οι παπάδες με τις λαβίδες τους για τη μετάληψη, τα εκτός τόπου και χρόνου party animals του κορωνοϊού, οι δήμαρχοι που δεν ήθελαν «φοβικές υπερβολές», η κυβέρνηση και τοπικοί μηχανισμοί που πίστευαν πως με την τεχνική των ισορροπιών και τη συναλλαγή με συντεχνίες θα αγοράσουν χρόνο.
Θυμάμαι τώρα τα βλέμματα τα κάπως κοροϊδευτικά, το ύφος εκείνων που έβλεπαν την κατάσταση σαν μια φαντασμαγορία με απόμακρες και φουσκωμένες απειλές. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν θα έχουν αλλάξει γνώμη. Είναι τόσο μεγάλη η αγωνία μας μην και διαψευστούμε, που μπορεί να θυσιάζουμε και τα αυτονόητα στον βωμό του πείσματος, της ακαταπόνητης ισχυρογνωμοσύνης.
Μπορεί, φυσικά, κάποιος να αναρωτηθεί αν υπάρχουν ελαφρυντικά για την κακή εξέλιξη: στη θερμοκρασία που έπεσε, στο δεύτερο κύμα που σαρώνει την Ευρώπη, σε συμπεριφορές όμοιες που φαίνεται πως φέρνουν κοντά χώρες με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Μήπως, τελικά, δεν μπορούσαμε να το αποφύγουμε; Μήπως οι μηχανισμοί της διασποράς του ιού ξεπερνούν τις μικρο-κοινωνιολογίες και τις πολιτικές μας υποψίες;
Κάπου, όμως, αυτή η κάπως αφ' υψηλού παρατήρηση των πραγμάτων μού φαίνεται πως κλείνει τη συζήτηση. Σαν να λέει: παντού συμβαίνουν αυτά, το χρονικό της Θεσσαλονίκης είναι ένα ισχνό υποκεφάλαιο στο μεγάλο δράμα του δεύτερου κύματος του Covid που πλήττει βίαια το Παρίσι, όπως και τις πόλεις της Ισπανίας, την Πράγα ή την Καλιφόρνια.
Όσο αλήθεια κι αν έχει αυτή η υψηλή εποπτεία των πραγμάτων, δεν μπορούμε να παραδοθούμε αμαχητί στη μοίρα μας. Στο κάτω-κάτω, μένω σε αυτή την πόλη και γι' αυτήν και τα δικά της πάθη μπορώ, νομίζω, να μιλήσω.
Η Θεσσαλονίκη γνώρισε μια ήττα πρόωρη, που δεν ήταν μοιραία. Γιατί οι όροι που διαμορφώθηκαν και οι υποδομές της δεν είναι «προκαθορισμένα» από τη μεταφυσική πραγματικότητα. Οι δημόσιες εξουσίες στάθηκαν λίγες. Ένα σοβαρό κομμάτι της κοινωνίας ‒όχι αναγκαστικά ψεκασμένο ή ανορθολογικό, αυτές οι εξηγήσεις παραείναι βολικές‒ συνέργησε στο κακό, και μάλιστα το επιτάχυνε.
Τώρα θα ζήσουμε περιμένοντας καλύτερα νέα μέσα από την επιβεβλημένη μας ακινησία. Η πόλη σίγησε, πληρώνοντας τη φαντασμένη της υπερ-κοινωνικότητα, τη μιζέρια των υποδομών της και τις ασύνταχτες και μικρές κινήσεις των εξουσιών της.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.