Από τον Andrew L. Mendelson
Πρόεδρο του τμήματος δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Temple
Οι celebrities προσλαμβάνουν υπαλλήλους – ατζέντηδες, δημοσιοσχεσίτες, σωματοφύλακες, στυλίστες – για να προβάλουν και να προστατεύσουν μια συνεκτική εικόνα προς το κοινό. Τα μέσα επιτρέπουν στους διάσημους να παρουσιάζουν μια προσεκτικά καθορισμένη εκδοχή του εαυτού τους, ενώ ταυτόχρονα αποκρύπτουν τις λιγότερο επιθυμητές ή αντιφατικές συμπεριφορές τους.
Οι παπαράτσι είναι διαφορετικοί από τους φωτογράφους που εργάζονται στα περιοδικά, στα κόκκινα χαλιά και στα πάρτι – οι φωτογράφοι επιτρέπουν στους διάσημους τον έλεγχο στον τρόπο που παρουσιάζονται. Η αναζήτηση των παπαράτσι για ωμές, ειλικρινείς φωτογραφίες, είναι, σύμφωνα με την Carol Squires «έξω από τα όρια της ευγενικής φωτογράφισης». Στις φωτογραφίες των παπαράτσι υπάρχει μια αντι-αισθητική που απορρίπτει την «επίσημη», λαμπερή όψη των πλούσιων και διάσημων. Οι καλύτερες φωτογραφίες παπαράτσι τονίζουν φευγαλέες, κλεμμένες στιγμές, ιδανικά χωρίς το αντικείμενο να γνωρίζει ότι φωτογραφίζεται.
Ενώ είναι βεβαίως αλήθεια ότι οι παπαράτσι κάνουν ό,τι κάνουν με στόχο το κέρδος, αυτό δεν μειώνει τον σημαντικό ρόλο που παίζουν οι φωτογραφίες τους. Εκτός από την εισβολή στην ιδιωτική ζωή, οι παραράτσι είναι μια πρόκληση για τον έλεγχο της εικόνας μιας διασημότητας, και άρα για τον πλούτο, το κύρος και τη δύναμή της. Αν μη τι άλλο, οι φωτογραφίες τους ενοχλούν την ελίτ, επιτρέποντας στο κοινό να ανακαλύψει τα ανθρώπινα της ελαττώματα. Όταν βλέπουμε έναν διάσημο στην αγκαλιά κάποιου που δεν είναι ο σύζυγος ή η σύζυγος, ή όταν βλέπουμε ένα «καλό» έφηβο σταρ μεθυσμένο ή φτιαγμένο, η μηχανή του Χόλιγουντ αμφισβητείται. Αυτές οι εικόνες μας προκαλούν να αμφισβητήσουμε τα κίνητρα όσων ασκούν πολιτιστική επιρροή.
Αν και περιστασιακά δυσάρεστο, αυτό το είδος ελέγχου είναι ένα ουσιαστικό μέρος της ηθικής μας ανάπτυξης ως κοινωνία.