ΑΠ' Ο,ΤΙ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, από το παρατεταμένο καλοκαίρι εισερχόμαστε κατευθείαν στον πρόωρο χειμώνα. Με την κυριολεκτική (κρύο) και μεταφορική (απειλή) σημασία του: η εποχή του ψυχρού και άστατου και σκοτεινού καιρού σε συνδυασμό με το δυσμενές ψυχολογικό κλίμα που φαίνεται να απλώνεται όλο και πιο μουντό σχετικά με την εξέλιξη και τις χειμερινές προοπτικές της πανδημίας.
Το σύννεφο σκεπάζει ξανά την Ευρώπη, μαζί με την απειλή νέων lockdowns τοπικής ή εθνικής κλίμακας που πιθανότατα θα κλείσουν τα σπίτια πολύ κόσμου. Ακόμα κι εδώ, που, παρά τις αυξητικές τάσεις, τα νούμερα απέχουν πολύ από το να γίνουν πραγματικά τρομακτικά, δεν ακούς πλέον ανθρώπους να σου λένε (φωναχτά ή ψιθυριστά): «Έλα, μωρέ, ξέρεις εσύ προσωπικά κανέναν που να πέθανε από κορωνοϊό;». Ακόμα και κάποιοι πρώην αγέρωχοι αρνητές έχουν αρχίσει και συμμαζεύονται.
Αντιθέτως, ακούς πλέον από περισσότερους ανθρώπους να σου λένε (με κάπως κλονισμένη φωνή) ότι τα κρούσματα εμφανίζονται σε όλο και στενότερο κοινωνικό περιβάλλον, ότι υπάρχει μια αίσθηση ότι ο κλοιός σφίγγει. Γίνεται ολοένα δυσκολότερο, καθώς αυξάνονται τα κρούσματα και οι νεκροί, να «παρηγορηθεί» κανείς (ενοχικά έστω) από τα ηλικιακά στοιχεία που αναφέρονται στο τέλος του καθημερινού δελτίου του ΕΟΔΥ, σύμφωνα με τα οποία χθες, φέρ' ειπείν, «η διάμεση ηλικία των (χθεσινών) θανόντων συμπολιτών μας ήταν τα 79 έτη και το 96,2% είχε κάποιο υποκείμενο νόσημα ή/και ηλικία 70 ετών και άνω». Έχουμε να κάνουμε ακόμα μπόλικο «doom-scrolling» στις οθόνες μας μέχρι να εμφανιστεί το φως στην άκρη του τούνελ.
Έχουμε κλειστεί τόσο πολύ εδώ και τόσους μήνες που κρατά αυτή η ιστορία στο σπίτι μας (ή και στον εαυτό μας), ώστε φαίνεται να ξεχνάμε ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι μεταξύ τηλεργασίας, Zoom, Netflix και σούπερ μάρκετ.
Ακόμα και οι Γερμανοί που, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουν και τόσο λίγους θανάτους, έχουν επιδείξει μια μάλλον αυτάρεσκη αυτοπεποίθηση στη διαχείριση (και) αυτής της κρίσης, έχουν αρχίσει ελαφρώς να κλονίζονται. Χθες δημοσιεύτηκε στην «Guardian» ένα σχετικό άρθρο του βουλευτή των σοσιαλδημοκρατών και καθηγητή Κλινικής Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, Καρλ Λάουτερμπαχ, το οποίο καταλήγει ως εξής:
«... Το ταξίδι που έχουμε μπροστά μας θα είναι μακρύ και δύσκολο. Ρεαλιστικά, ακόμα κι αν σημειωθεί θεαματική αύξηση στα τεστ, δεδομένων των καιρικών συνθηκών που έχουμε μπροστά μας, δεν μπορούμε να περιμένουμε σημαντική βελτίωση της τρέχουσας κατάστασης πριν από τον Απρίλιο ή τον Μάιο του 2021. Στη Γερμανία, σ' αυτό το στάδιο, η στρατηγική υπαγορεύεται ακόμα από την ευχή να αποφύγουμε μια θεαματική εκθετική αύξηση. Κατά συνέπεια, επιστρέφουμε στα στοιχειώδη: πλήρης διαφάνεια και δημοσιοποίηση όσων (επιστημονικά) γνωρίζουμε και όσων δεν γνωρίζουμε... Η αμφιβολία είναι φυσιολογική στην παρούσα κατάσταση και δεν αποτελεί ντροπή ούτε για τους επιστήμονες ούτε για τους πολιτικούς. Αυτό που αποτελεί ντροπή είναι η ακραία αυτοπεποίθηση, οι φαρισαϊσμοί και η έλλειψη ειλικρίνειας απέναντι στους συνανθρώπους μας».
Ευχής έργο θα ήταν επίσης να μην είμαστε τόσο επικριτικοί με κάποιους συμπολίτες μας, που σε κάποιες περιπτώσεις αδυνατούν να τηρήσουν ευλαβικά τα προστατευτικά μέτρα, όχι επειδή είναι «ψεκασμένοι» ή «κωλόπαιδα» ή έκφυλοι και ανάλγητοι «covidiots» αλλά επειδή, καμιά φορά, δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς λόγω της εργασίας και της ζόρικης (και υποχρεωτικά αεικίνητης) καθημερινότητάς τους.
Έχουμε κλειστεί τόσο πολύ εδώ και τόσους μήνες που κρατά αυτή η ιστορία στο σπίτι μας (ή και στον εαυτό μας), ώστε φαίνεται να ξεχνάμε ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι μεταξύ τηλεργασίας, Zoom, Netflix και σούπερ μάρκετ. Πολλοί είναι υποχρεωμένοι να πηγαίνουν στις πάσης φύσεως δουλειές τους με όλη την μετακίνηση και τον «συγχρωτισμό» που αυτό συνεπάγεται.
Στην ευρύτερη «Δύση» επίσης, δεν είμαστε (ούτε οι Ισλανδοί, ούτε οι Ιταλοί, ούτε οι Έλληνες, παρά τις διαφορές μας) κοινωνικά και πολιτισμικά εκπαιδευμένοι, όπως οι κάτοικοι της ανατολικής Ασίας, στην αυτοματική και απολύτως πειθαρχημένη διαχείριση τέτοιων έκτακτων υγειονομικών περιστατικών μαζικής κλίμακας, όπως η τρέχουσα πανδημία, που για μας είναι μια συνθήκη πρωτοφανής, καταπιεστική και απόκοσμη, η οποία τραβά ήδη πολύ καιρό και το τέλος της μόνο ορατό δεν είναι στον ορίζοντα. Είμαστε πιο ανασφαλείς και έχουμε πολύ λιγότερη υπομονή όταν νιώθουμε ότι παραβιάζονται τα «θεμελιώδη» δικαιώματά μας, ακόμα και στο επίπεδο της ελεύθερης ψυχαγωγίας, που έτσι κι αλλιώς έμοιαζε όλο και πιο πολύτιμη και σπάνια, πολύ πριν εμφανιστεί ο κορωνοϊός και αποτελειώσει κι αυτές τις μικρές χαρές στις άκρες ή στο τέλος της εβδομάδας εργασίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια