«Πώς θα τον κρίνει η Ιστορία;» αναρωτιέται το περιοδικό Economist της 12ης-18ης Μαΐου για τον βρετανό πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ, που την περασμένη εβδομάδα, λίγες μέρες μετά τα 54α γενέθλιά του και έχοντας συμπληρώσει 10 χρόνια στην εξουσία, ανακοίνωσε ότι, και τυπικά, στις 27 Ιουνίου θα πει οριστικό «αντίο» στην «10 Ντάουνινγκ Στριτ».
«Λίγοι Βρετανοί» γράφει το περιοδικό «θα δακρύσουν όταν έρθει εκείνη η μέρα που θα φύγει. Όταν όμως περάσουν μερικά χρόνια, η άποψή τους θα είναι πολύ πιο γενναιόδωρη απέναντί του».
«Με το χέρι στην καρδιά, έκανα ό,τι πίστευα σωστό για τη χώρα μου. Μπορεί να έκανα λάθη, αυτό θα το κρίνετε εσείς» είπε την ημέρα που ανακοίνωσε την ημερομηνία απόσυρσής του. Μια ανάσα - που όμως δεν βγήκε - απείχε από το να ζητήσει συγγνώμη για τον πόλεμο στο Ιράκ. Παραδέχτηκε ωστόσο ότι η επιχείρηση εκείνη δεν κατάφερε τελικά «το αναμενόμενο χτύπημα» κατά της παγκόσμιας τρομοκρατίας, και ότι φεύγει από την πρωθυπουργία «αφήνοντας πολλούς Βρετανούς να πιστεύουν ότι η εισβολή στο Ιράκ ήταν λάθος».
Η Ιστορία θα κρίνει τα πεπραγμένα της 10ετούς πολιτικής του πορείας. Και τότε, η ζυγαριά θα δεχθεί όχι μόνο τις κακές του αποφάσεις σε θέματα εξωτερικής πολιτικής αλλά και το εν γένει θετικό του έργο στην οικονομία της χώρας του, στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και, όπως επισημαίνει ο συνήθως σκληρός με αυτόν Independent, στη σαφή βελτίωση της κατάστασης στα σχολεία και στα νοσοκομεία της Βρετανίας επί των ημερών του. Πέραν όλων αυτών όμως, λίγοι μπορούν να μην αναγνωρίσουν στο πρόσωπο αυτού του ευθυτενούς και ευπροσήγορου Βρετανού τη στόφα ενός γνήσιου πολιτικού ηγέτη, από τους λίγους που έχουν απομείνει στη μάλλον γηρασμένη παρά γηραιά μας ήπειρο.
Ο Μπλερ παρήγαγε πολιτική, δεν ήταν ποτέ παθητικός θεατής της. Μ' όλο το επικοινωνιακό του χάρισμα, συγκρίσιμο στον σύγχρονο δυτικό κόσμο μόνο με εκείνο του, επίσης παρεξηγημένου, Μπιλ Κλίντον, ο Μπλερ δεν έχτισε -ούτε και εφάρμοσε- τις πολιτικές του επιλογές με στόχο ή γνώμονα το «φαίνεσθαι» και τη δημιουργία εντυπώσεων. (Σ' αυτό το παιχνίδι μανούλα ήταν φέρ' ειπείν ο Ζακ Σιράκ, και παλαιότερα -στα καθ' ημάς- ο Ανδρέας Παπανδρέου.)
Ο Μπλερ άλλαξε τον τρόπο που σκεφτόταν και λειτουργούσε το Εργατικό Κόμμα στην Αγγλία. Το έβγαλε από «τη στενάχωρη αριστεροσύνη του» και το έπεισε ότι όχι μόνο δεν είναι ντροπή να γίνει και ο αριστερός μάνατζερ, αλλά μόνο εάν γίνει μπορεί να αλλάξει τα πράγματα προς την κατεύθυνση που πιστεύει εκείνος σωστή.
Προσέξτε τι γράφει ο υπερσυντηρητικός Economist: «Επί των ημερών του η Βρετανία έγινε καλύτερος τόπος να ζεις απ' ό,τι ήταν το 1997, όταν την ανέλαβε. Υπήρξε αδιάκοπη οικονομική ευμάρεια, βελτιώθηκε το βιοτικό επίπεδο του μικρομεσαίου πολίτη, κι ας έχει αυξηθεί η φορολογία εισοδημάτων. Υπάρχουν λιγότερα υποβαθμισμένα σχολεία και νοσοκομεία από ποτέ. Περισσότερα παιδιά παίρνουν τώρα καλύτερους βαθμούς στα σχολεία τους και προχωρούν σε πανεπιστημιακές σπουδές. Και χάρη στην πολιτική που εφάρμοσε για τον ελάχιστο μισθό και φοροαπαλλαγές για τις άπορες εργαζόμενες οικογένειες, εκείνη η μεγάλη ψαλίδα της ανισότητας που βλέπαμε στα χρόνια της Θάτσερ, σήμερα δεν υπάρχει πια».
Όλα αυτά είναι μετρήσιμα μεγέθη, που λέμε. Δύσκολο να τα υποστηρίξεις σε μια πρόχειρη, τηλεοπτική κουβέντα, όπου πάνω σου θα τρέχει ένα τρέιλερ που θα γράφει «καλός ή κακός ο Μπλερ;» - ή στα παράθυρα, για να απαντήσει στο... καίριο ερώτημα κάθε καρυδιάς καρύδι.
Σήμερα όμως λίγοι Βρετανοί δεν θα παραδεχτούν ότι επί των ημερών του η Βρετανία έγινε μια πιο ανεκτική χώρα, η νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα εμπεριέχει πρωτοποριακές διατάξεις ως προς τη φυλάκιση των εγκύων γυναικών, τις συνθήκες κράτησης νεαρών ατόμων, τις θρησκευτικές ελευθερίες (πολύ πιο προχωρημένες από αυτές που εμείς επιτρέπουμε εδώ), τους γάμους μεταξύ ομοφυλοφίλων, την αυτο-διακυβέρνηση για τη Σκωτία και την Ουαλία και, επιτέλους, με δική του στάμπα, κυβέρνηση ενότητας στη Βόρεια Ιρλανδία προτεσταντών και Σιν Φέιν (της πολιτικής πτέρυγας του ΙRΑ).
Στο φευγιό του αναπόφευκτα θα τον συνοδεύει αυτό που οι βρετανοί δημοσιογράφοι ονομάζουν «το λυπημένο μπλουζ της Βαγδάτης». Όσοι υποστήριξαν τον πόλεμο και τώρα το μετανιώνουν (και δεν είναι λίγοι, ούτε και κατακριτέοι κατά τη γνώμη μου) είναι βολικό -αλλά και άδικο- να υποστηρίξουν ότι τους ξεγέλασε ο Μπλερ, ότι τους ενέπαιξε. Βεβαίως πίστεψε και αυτός τα ψεύτικα, όπως αποδείχτηκαν, στοιχεία ότι ο Σαντάμ κατείχε όπλα μαζικής καταστροφής, αλλά δεν υπάρχει ίχνος υποψίας, από κανέναν, ότι (ο Μπλερ τουλάχιστον) γνώριζε ότι ήταν ψεύτικα.
Αντίθετα, όταν έλεγε την περασμένη εβδομάδα «πίστευα ότι έκανα το σωστό για τη χωρά μου», στον κόσμο των παραμυθιών η μύτη του δεν θα μεγάλωνε ούτε χιλιοστό.
σχόλια