Το «Spiegel» κυκλοφόρησε με εξώφυλλο τη φωτογραφία με τους κάλυκες που βρέθηκαν στις επιθέσεις στο Χανάου και τίτλο «Γερμανικός Χειμώνας». Θύμισε, έτσι, το «γερμανικό φθινόπωρο» του 1977 και την τρομοκρατία της RAF. Το περιοδικό λέει ευθαρσώς ότι η Γερμανία έχει τεράστιο ναζιστικό πρόβλημα.
Συμφωνούν όλοι; Μάλλον όχι. «Κατά τη σοσιαλιστική λογική, οι δράστες αιματηρών επιθέσεων είναι πάντα δεξιοί και τα θύματα αριστερά». Αυτό ήταν το σχόλιο του πρώην επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Προστασίας του Πολιτεύματος, Χ.Γ. Μάασεν, λίγες ώρες μετά το μακελειό στο Χανάου. Ο Μάασεν είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα το 2018. Τότε διέψευσε δημοσίως τη Μέρκελ, που χαρακτήρισε «ανθρωποκυνηγητό» μεταναστών τις ρατσιστικές επιθέσεις στο Κέμνιτς της Σαξονίας.
Ενώ, λοιπόν, η Γερμανία προσπαθεί να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της ακροδεξιάς απειλής, οι απόψεις του Μάασεν δείχνουν ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα. Είναι η κλασική θεσμική αντιμετώπιση της ακροδεξιάς ρατσιστικής βίας: άρνηση του προβλήματος, αμεριμνησία, ατιμωρησία, ακόμα και συγκάλυψη.
Η δίκη του NSU (ισόβια κάθειρξη της Μπεάτε Τσέπε για συναυτουργία σε δέκα δολοφονίες και σειρά άλλων εγκληματικών ενεργειών την περίοδο 2000-2007) κατέδειξε πολλά για την αδιανόητη αμέλεια και συνευθύνη αστυνομίας και μυστικών υπηρεσιών. Σήμερα, ο υπουργός Εσωτερικών Ζεεχόφερ δηλώνει ότι η βασική ανησυχία του είναι οι ακροδεξιοί εξτρεμιστές, σημαντικότερη απειλή από τους ισλαμιστές εξτρεμιστές και την άκρα αριστερά: «Είναι όλοι τους επικίνδυνοι, όμως ο ακροδεξιός εξτρεμισμός είναι η μεγαλύτερη ανησυχία μου αυτήν τη στιγμή».
Και σήμερα η Ευρώπη ξυπνάει σε εφιάλτη. Γιατί η λεκτική βία κάποτε γίνεται πραγματική. Και όταν κυκλοφορεί ευρέως το παραμύθι της «αντικατάστασης πληθυσμού διά της μετανάστευσης», παραμύθι ιδιαίτερα διαδεδομένο στη χώρα μας, το επόμενο βήμα μπορεί να το κάνει κάποιος σαν τον δολοφόνο του Χανάου: όνειρό του ήταν η μείωση του πληθυσμού στο μισό.
Επιτέλους, μιλάμε για ακροδεξιά τρομοκρατία. Επιτέλους! Διότι επί τόσα χρόνια, όποτε μουσουλμάνος ή μέλος ακροαριστερής οργάνωσης εμπλεκόταν σε βίαιη επίθεση, δεν μεσολαβούσε ούτε δευτερόλεπτο στοχασμού, δισταγμού ή αμφιβολίας. Αμέσως χαρακτηριζόταν τρομοκράτης. Συχνά δεν χρειαζόταν καν βίαιη επίθεση, ο χαρακτηρισμός σκορπιζόταν αφειδώς και αδιακρίτως (τρομοκρατία οι βόμβες, τρομοκρατία όμως και τα τρικάκια ή τα σπρέι, έτσι που χάνονται οι αναγκαίες και προφανείς διαβαθμίσεις). Και δώσ' του μετά αστυνομικά ρεπορτάζ, αναλύσεις, αστυνομικές διαρροές, διασυνδέσεις, φωτογραφίες με όπλα, γιάφκες.
Επί τόσα χρόνια, όμως, όταν είχαμε επιθέσεις σαν την πρόσφατη στο Χανάου, με εννέα μετανάστες νεκρούς, τότε ξυπνούσε ο προσεκτικός, σταθμισμένος, νηφάλιος λόγος. Τότε ξυπνούσε μέσα στους δημοσιογράφους, τους αναλυτές και την πολιτική τάξη ο Μάασεν. Μήπως δεν ήταν ακροδεξιός; Μήπως είχε δική του, αυτοδημιούργητη ιδεολογία; Μήπως ήταν ψυχικά ασθενής; Μήπως ήταν μοναχικός λύκος; Μήπως είναι μεμονωμένο περιστατικό; Μήπως τα κίνητρα δεν ήταν ρατσιστικά, αφού (μετά τους 9 νεκρούς μετανάστες) σκότωσε τη μάνα του και αυτοκτόνησε;
Και για να θυμηθούμε τα δικά μας: μήπως σκότωσαν τον Φύσσα για το ποδόσφαιρο; Μήπως θα μπορούσαμε να δεχτούμε μια σοβαρότερη Χρυσή Αυγή να στηρίξει μια συντηρητική συμμαχία;
Ο Μάασεν μου θυμίζει τον Τάκη Μπαλτάκο, γενικό γραμματέα της κυβέρνησης Σαμαρά. Με την ίδια λυσσαλέα άρνηση αντιμετώπιζε τη ρατσιστική βία στη χώρα. Και έλεγε «Ναι, αλλά για τη βία των μεταναστών δεν λέτε τίποτα». Πότε αυτά; Τον Δεκέμβριο του 2012. Λίγους μήνες πριν από το εφιαλτικό καλοκαίρι του '13, με την κλιμάκωση της βίας που οδήγησε στη δολοφονία Φύσσα. Και λίγο προτού αποκαλυφθεί ο υπόγειος δίαυλος Μπαλτάκου - Χρυσής Αυγής. Γιατί, μην το ξεχνάμε, στη χώρα μας η κυβέρνηση το 2013 συνομιλούσε και παζάρευε με τους υπόδικους σήμερα νεοναζί.
Αυτά θυμήθηκα με τις δηλώσεις Μάασεν. Γιατί τα τάγματα εφόδου, τους μαχαιροβγάλτες, τα ούγκανα που φωτογραφίζονταν με σβάστικες και όπλα, τον Καζάκο που σκότωσε δύο και τραυμάτισε 7 («Έφυγα από το σπίτι μου με το πιστόλι, αποφασισμένος να σκοτώσω όποιον αλλοδαπό έβλεπα στον δρόμο, γιατί το κακό μ' αυτούς έχει παραγίνει»), τον Τομπίας Ρ. στο Χανάου, τους είπαμε πολλά και άσχημα πράγματα. Τρομοκράτες όμως, μέχρι σήμερα, πολλοί από εμάς δεν τους λέγαμε.
Και σήμερα η Ευρώπη ξυπνάει σε εφιάλτη. Γιατί η λεκτική βία κάποτε γίνεται πραγματική. Και όταν κυκλοφορεί ευρέως το παραμύθι της «αντικατάστασης πληθυσμού διά της μετανάστευσης», παραμύθι ιδιαίτερα διαδεδομένο στη χώρα μας, το επόμενο βήμα μπορεί να το κάνει κάποιος σαν τον δολοφόνο του Χανάου: όνειρό του ήταν η μείωση του πληθυσμού στο μισό. Έγραφε «πρέπει να γίνει» και ξεκίνησε να το κάνει πράξη. Και πρόσθεσε άλλους 9 στους πάνω από 100 νεκρούς της ναζιστικής βίας στη Γερμανία τα τελευταία χρόνια.
Ο προηγούμενος εφιάλτης πριν από λίγες εβδομάδες ήταν η εκλογή πρωθυπουργού στη Θουριγγία με τη στήριξη της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD). Για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο η ακροδεξιά πάτησε πόδι στην ανάδειξη κυβέρνησης. Η εκλογή αποτράπηκε χάρη στις αντιδράσεις. Και ίσως έφερε και μια θετική συσπείρωση των δημοκρατικών, συνταγματικών δυνάμεων. Μάλλον έτσι θα γίνει σαφές πως όποιος ψηφίζει το AfD του Χέκε (με απόφαση δικαστηρίου είναι νόμιμο να χαρακτηρίζεται φασίστας) ενισχύει τον ακραίο εθνικισμό. Δηλαδή στηρίζει τους «θερμαστές» της ακροδεξιάς τρομοκρατίας.
Είναι καιρός και στη χώρα μας να αντιμετωπίσουμε την οργανωμένη ακροδεξιά βία ως τρομοκρατία. Και τους «θερμαστές» της ως ιδεολογικό βραχίονα τρομοκρατών. Η δίκη της Χρυσής Αυγής είναι το πρώτο βήμα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.