Είναι, νομίζω, απαραίτητο, αλλά και εύκολο συνάμα, να στηλιτεύσει κανείς την υπαγωγή των χαρτοφυλακίων αντεγκληματικής και μεταναστευτικής πολιτικής στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Ο πολιτικός συμβολισμός είναι ολέθριος.
Η διαχείριση του μεταναστευτικού από το υπουργείο αυτό σηματοδοτεί την εξ ολοκλήρου αντιμετώπισή του ως ζητήματος «ασφάλειας» και όχι «πληθυσμού», όπως το ξέραμε ως σήμερα. Έχει ενδιαφέρον να θυμηθούμε ότι το 2001 ιδρύεται στο υπουργείο Εσωτερικών η Διεύθυνση Μετανάστευσης, η οποία αναλαμβάνει σταδιακά τις περισσότερες αρμοδιότητες μεταναστευτικής πολιτικής που είχε ως τότε εξ ολοκλήρου η Ελληνική Αστυνομία. Θα χρειαστεί μια κρίσιμη οχταετία προκειμένου η διεύθυνση αυτή να αναβαθμιστεί σε Γενική Γραμματεία Πληθυσμού και Κοινωνικής Συνοχής –δηλαδή Γενική Γραμματεία Μεταναστευτικής Πολιτικής– το 2010. Η λέξη «πληθυσμός» χρησιμοποιείται ολικά –και ορθώς–, καθώς αφορά το σύνολο των ανθρώπων που διαβούν στη χώρα ανεξαρτήτως ιθαγένειας, δηλαδή και τους αλλοδαπούς μετανάστες.
Φυσικά, η ασφάλεια (με την πιο στενή έννοια του όρου) και η δημόσια τάξη είναι κρίσιμοι κρίκοι της αλυσίδας της κοινωνικής συνοχής ενός πληθυσμού, πλην όμως δεν είναι οι μόνοι: η πρόσβαση ή μη πρόσβαση σε μια σειρά από κοινωνικά αγαθά, όπως η εργασία, η εκπαίδευση και η υγεία σηματοδοτούν μια πιο περιεκτική έννοια της ασφάλειας που δεν ταυτίζεται μόνο με το αστυνομικό πηλήκιο. Τέλος, είναι διοικητικά ακατανόητο τα ζητήματα διαμονής και εργασίας –για να μη μιλήσουμε για τη στέγαση– των ανθρώπων να ρυθμίζονται από την αστυνομία.
Η αστυνομία δεν είναι πολιτικά ιδεολογικά ουδέτερο σώμα κι έχει μια εγκατεστημένη κουλτούρα που εύλογα εγείρει πρόσθετες ανησυχίες. Επομένως, η ποιότητα και όχι η «ποσότητα» της αποτελεσματικότητάς της εξαρτάται από τους εκάστοτε πολιτικούς προϊσταμένους. Το θέμα λοιπόν είναι το σε ποια κατεύθυνση θα δουλέψει, σε τι θα είναι αποτελεσματική.
Η υπαγωγή του χαρτοφυλακίου αντεγκληματικής πολιτικής στην Ελληνική Αστυνομία είναι επίσης προδήλως προβληματική ως μήνυμα. Η αντεγκληματική πολιτική είναι –εννοείται– ζήτημα των διωκτικών αρχών, αλλά δεν υπάρχει καμία σώφρων πολιτεία που κάνει αντεγκληματική πολιτική μόνο με τις υπηρεσίες δίωξης. Η έννοια του σωφρονισμού και της εν γένει αντιμετώπισης παραβατικών συμπεριφορών περιλαμβάνει, κατ' αρχάς, και δράσεις που αναλαμβάνει η πολιτεία και η κοινωνία πριν από την τέλεση των εγκλημάτων. Εν συνεχεία, περιλαμβάνει τις αναγκαίες δράσεις του κοινωνικού ελέγχου μετά την τέλεση, και τέλος δράσεις με σκοπό να αποτραπεί η επανάληψη της παραβατικής συμπεριφοράς. Το τρίπτυχο «πρόληψη-καταστολή-επανένταξη» είναι ο κοινότοπος μπούσουλας της αντεγκληματικής πολιτικής και σε αυτό το τρίπτυχο, ο ρόλος της αστυνομίας περιορίζεται εξ αντικειμένου στο «καταστολή».
Τα προηγούμενα είναι, νομίζω, στα όρια του καλοπροαίρετα κοινότοπου, αλλά όχι άνευ αξίας. Ο πολιτικός συμβολισμός της μεταφοράς στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη είναι, ωστόσο, να εμπεδώσει ένα αίσθημα «ασφάλειας» στους πολίτες της χώρας, το οποίο η νυν κυβέρνηση θεωρεί πως είχε πληγεί από τις πολιτικές της προηγούμενης. Είναι λοιπόν επιβεβλημένο να στηλιτεύουμε αυτή τη νεοσυντηρητική πολιτική η οποία παλινορθώνει ένα καθεστώς που οι προηγούμενες κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας από το 2004 ως το 2009 –ακόμα και η κυβέρνηση Σαμαρά– είχε αποδεχθεί ως πολιτικά σωστό και διοικητικά κανονικό.
Πάμε όμως τώρα στα πιο δύσκολα: το αναπόδραστο αντιδημοφιλές ερώτημα, το οποίο δεν βλέπω να τίθεται από μας που –ορθώς ξαναλέω– στηλιτεύουμε την μεταφορά αρμοδιοτήτων στο Προστασίας του Πολίτη είναι το εξής: κι αν τελικώς η αστυνομία τα καταφέρει καλύτερα στη διαχείριση των τόσο ευαίσθητων και περίπλοκων αυτών θεμάτων; Όταν λέω «καλύτερα», εννοώ να στελεχώσει επαρκέστερα τις υπηρεσίες και να ακολουθήσει με υψηλότερη αίσθηση του καθήκοντος την πολιτική της κυβέρνησης – ή, αν μη τι άλλο, να μην την υπονομεύει. Διότι, για όσους γνωρίζουν στοιχειωδώς τα πράγματα, ξέρουν ότι τα προηγούμενα υπήρξαν ανυπέρβλητα προβλήματα.
Εξ αντικειμένου, η αστυνομία δεν είναι πολιτικά ιδεολογικά ουδέτερο σώμα κι έχει μια εγκατεστημένη κουλτούρα που εύλογα εγείρει πρόσθετες ανησυχίες. Επομένως, η ποιότητα και όχι η «ποσότητα» της αποτελεσματικότητάς της εξαρτάται από τους εκάστοτε πολιτικούς προϊσταμένους. Το θέμα λοιπόν είναι το σε ποια κατεύθυνση θα δουλέψει, σε τι θα είναι αποτελεσματική.
Από την άλλη, όσο και να διαμαρτυρόμαστε που η μεταναστευτική και η αντεγκληματική πολιτική φεύγουν από το Εσωτερικών και το Δικαιοσύνης αντίστοιχα, είμαι σίγουρος ότι ουδείς μπορεί να είναι και περήφανος για την ως τώρα κατάσταση στα αντίστοιχα πεδία. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που έγιναν στα Υπουργεία αυτά, η κατάσταση στις ελληνικές φυλακές δεν περιποιεί τιμή στο πολίτευμα μας ενώ το αντίστοιχο συμβαίνει και με τα hot spots που στοιβάζονται οι μετανάστες και πρόσφυγες. Να θυμίσω άλλωστε, ότι τον Ελληνικό Στρατό στη διαχείριση του μεταναστευτικού/προσφυγικού δεν τον έβαλε η Δεξιά, αλλά η Αριστερά με τους Αν. Ελ και όχι μάλιστα εξαιτίας των τελευταίων, αλλά σε μια κίνηση απόγνωσης ενώπιον του τεράστιου διοικητικού φορτίου που το έργο αυτό συνεπάγονταν.
Οι παροικούντες στη Ιερουσαλήμ τέλος γνωρίζουν πως, κατά καιρούς, η αστυνομία έχει αποδειχθεί πολλάκις αποτελεσματικότερη στη διαχείριση του μεταναστευτικού και προσφυγικού, και εννοώ με θετικό τρόπο, σε σχέση με άλλους φορείς του ελληνικού δημοσίου. Τέλος, δεν είναι νέο ότι η σύσταση του αυτοτελούς χαρτοφυλακίου Μεταναστευτικής Πολιτικής το 2015 έγινε χωρίς κανέναν πρότερο σχεδιασμό και το αποτέλεσμα ήταν όντως ένας διοικητικός κόλαφος, τα απόνερα του οποίου βιώνουμε ως σήμερα.
Αυτά τα λέω διότι η Αριστερά δεν γίνεται να μην λαμβάνει υπόψη της τον παράγοντα «διοικητική αποτελεσματικότητα» (και, επίσης, τον παράγοντα «πραγματικότητα») στην όποια κριτική ασκεί στις νεοσυντηρητικές πολιτικές που σχεδιάζει να υλοποιήσει η νέα κυβέρνηση. Επομένως, για να μπορούμε να κάνουμε πιο πειστική κριτική στους νέους κυβερνητικούς προγραμματισμούς δεν αρκεί να καταγγέλλουμε τον συμβολισμό τους, αλλά χρειάζεται επίσης να λαμβάνεται υπόψη και ο παράγοντας «επιχειρησιακή επάρκεια», τομέας στον οποίο δεν νομίζω ότι η προηγούμενη κυβέρνηση πρώτευσε.
Η σωστή θέση, για μένα, είναι να χτυπηθεί η δεξιά ιδεοληψία με την «ασφάλεια», την ίδια στιγμή που θα αναδεικνύεται τεκμηριωμένα ότι η επιχειρησιακή επάρκεια στην αντεγκληματική πολιτική έχει όριο όταν δεν συνοδεύεται από πολιτικές πρόληψης της παραβατικότητας και επανένταξης των παραβατών και η επάρκεια αυτή θα είναι εντελώς άχρηστη όταν ο πληθυσμός στις φυλακές θα αυξηθεί ραγδαία και θα γίνει ανεξέλεγκτος. Στη μεταναστευτική πολιτική, τέλος και αναλόγως, η όποια «επιχειρησιακή επάρκεια» θα είναι αναλώσιμη (ή και επικίνδυνη σε επιχειρήσεις τύπου «Ξένιος Δίας»), αν εγκαταλειφθεί το σχέδιο της ένταξης των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία και της κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας από τους ανθρώπους που έχουν ριζώσει στη χώρα.
Εν κατακλείδι, το εύκολο είναι να αντιταχθούμε στον πολιτικό συμβολισμό, τη φαντασίωση της ασφάλειας. Είναι σωστό, αλλά λίγο· και επειδή είναι λίγο κινδυνεύει να γίνει λάθος. Για να αντιτασσόμαστε πειστικά σε αυτήν την ιδεοληπτική φαντασίωση πρέπει πάντα να βλέπουμε τις πραγματικότητες, και όχι να ξοδευόμαστε σε ένα λόγο που τις παρακάμπτει, επικαλούμενος τις αρχές του και μόνο. Διότι, σε τελευταία ανάλυση, κι αυτό ιδεοληψία είναι.
* Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου
σχόλια