ΚΡΑΞΑΜΕ –ΔΙΚΑΙΩΣ– ΤΟΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ επειδή πόζαρε χαλαρά κατά την ποδηλατάδα του στο βουνό, εν μέσω πανδημίας, θανατικού και προστατευτικών μέτρων που δεν επιτρέπουν στον πολίτη να επιχειρεί αναζωογονητικές αποδράσεις στην εξωτική Πάρνηθα ή την αθηναϊκή Ριβιέρα, ρισκάροντας να ξηλωθεί το τρακοσάρι που δεν περισσεύει σε κανέναν.
Δεν θα του κοστίσει και τίποτα, πάντως, αυτή η διαπόμπευση στα social media, θα ξεχαστεί από τη στιγμή που εξάντλησε τον 24ωρο ή 48ωρο κύκλο της η είδηση, μαζί με τις σχετικές εικόνες και τα διάφορα σαρκαστικά memes.
Αντίθετα, μπορεί να είναι τραυματικές και επώδυνες οι μικρές διαπομπεύσεις που συμβαίνουν καθημερινά τριγύρω μας με θύματα ανθρώπους που είτε έχουν νοσήσει και σίγουρα φταίνε οι ίδιοι γι' αυτό («ποιος ξέρει τι έκαναν για να κολλήσουν και τώρα μας θέτουν όλους σε κίνδυνο») είτε «συνελήφθησαν» σε δεδομένη στιγμή από κάποιους αυτόκλητους τοποτηρητές των μέτρων να έχουν τη μάσκα κάτω από τη μύτη ή να μην τηρούν τις πρέπουσες αποστάσεις. Αδιάφορο για τους επικριτές τους αν ανήκουν, όπως συχνά συμβαίνει, στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα που κάνουν χειρωνακτικές δουλειές «εκεί έξω» και δεν έχουν την πολυτέλεια της τηλεργασίας.
Ο κάθε πικραμένος ωρύεται μέσα από το κουκούλι του, ή παραφυλά στο μπαλκόνι του, ή λειτουργεί σαν κάτι παλιούς θυρωρούς που κατασκόπευαν τους ενοίκους της πολυκατοικίας, χωρίς να έχει ιδέα πραγματικά για τα κρυφά δράματα της πανδημίας που συμβαίνουν δίπλα μας. Και αυτοί που εξασκούν σε καθημερινή βάση το παιχνίδι της διαπόμπευσης, του στιγματισμού και της συκοφαντίας δεν είναι συνήθως οι ψεκασμένοι, είναι οι «ορθολογιστές», είναι αυτοί που πορεύονται, υποτίθεται, με ευαγγέλιο την επιστήμη.
Ο κάθε πικραμένος ωρύεται μέσα από το κουκούλι του, ή παραφυλά στο μπαλκόνι του, ή λειτουργεί σαν κάτι παλιούς θυρωρούς που κατασκόπευαν τους ενοίκους της πολυκατοικίας, χωρίς να έχει ιδέα πραγματικά για τα κρυφά δράματα της πανδημίας που συμβαίνουν δίπλα μας.
Τι λέει, όμως, η επιστήμη για το ζήτημα; Σε ένα πρόσφατο ρεπορτάζ του Associated Press για την έξαρση της διαπόμπευσης δικαίων και αδίκων με εργαλείο την πανδημία (ο όρος που έχει επικρατήσει είναι «Covid shaming»), σχολιάζοντας την αντικοινωνική αυτή τάση, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, Ντέιβιντ Μπερνς, δηλώνει χαρακτηριστικά ότι είναι «σαν να ανέβασε ξαφνικά κάποιος απότομα την ένταση σε πρακτικές στιγματισμού που υπήρχαν πάντα»:
«Οι άνθρωποι διαπομπεύουν και στιγματίζουν όταν νιώθουν ότι απειλούνται από κάτι. Χρειάζονται μια ικανοποιητική εξήγηση γι' αυτό που συμβαίνει και όταν δεν τους παρέχεται αναζητούν αποδιοπομπαίους τράγους. Αυτή η διαδικασία τούς βοηθά να επανεπιβεβαιώσουν την αντίληψή τους και να βγάλουν ένα νόημα, ειδικά στο πλαίσιο μιας πανδημίας που μοιάζει με απρόσωπο και αόρατο εχθρό. Δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας κοινωνία που να μην υπέπεσε σε ηθικολογική προσέγγιση της μεταδοτικής ασθένειας».
Στο ίδιο άρθρο φιλοξενείται και η άποψη της Σέρι Τερκλ, καθηγήτριας στο MIT με ειδίκευση στη σπουδή των social media, η οποία λέει ότι η διαπόμπευση των άλλων διασφαλίζει την άποψή μας ότι μόνο εμείς πράττουμε το σωστό. Πρόκειται, όπως λέει, για ένα είδος «μαγικής προστασίας και φαντασίωσης»: «Είναι σαν να χτίζουμε έναν τοίχο ανάμεσα στον εαυτό μας και στους ανθρώπους που νοσούν».
ΗΔΗ, από την πρώτη φάση της πανδημίας, είχε σταυρωθεί αδίκως πολύς κόσμος, όταν αναζητούσαμε εξιλαστήρια θύματα, αποδιοπομπαίους τράγους και «ασθενείς μηδέν» που ξεκίνησαν το κακό. Και οι πρακτικές αυτές διαπόμπευσης και στιγματισμού συνεχίζονται ανά τον πλανήτη, καθώς βρισκόμαστε ακόμα στον αφρό του δεύτερου κύματος.
Πριν από λίγες μέρες πέτυχα κάπου την εξομολόγηση μιας νεαρής Ιρλανδής που νόσησε από τον ιό και, εκτός του πόνου και της οδύνης που βίωσε, βρέθηκε από τη μια μέρα στην άλλη με τον ανακριτικό προβολέα του κοινωνικού της περίγυρου στραμμένο πάνω της:
«Νομίζω ότι στην Ιρλανδία πολλοί άνθρωποι φοβούνται να κάνουν το τεστ επειδή δεν θέλουν να ξέρουν οι άλλοι ότι νόσησαν, τρέμουν τι θα σκεφτεί ο περίγυρός τους... Από τη στιγμή που διαγνώστηκα, με ρωτάνε συνεχώς από πού κόλλησα τον ιό, σαν να βιάζονται να ρίξουν το φταίξιμο σε κάποιον. Ή σε κάποιο μέρος όπου μαζεύτηκαν άνθρωποι. Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν μπορώ να ξέρω, όπως δεν ήξερα από ποιον κόλλησα ανεμοβλογιά όταν ήμουν έξι ή ψείρες όταν ήμουν τεσσάρων. Πρέπει να σταματήσουμε να θεωρούμε υπόλογους τους ανθρώπους για έναν ιό που αναπόφευκτα εξαπλώνεται...»
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.