Θυμάμαι κατά καιρούς Έλληνες συναδέλφους να διατρανώνουν την πεποίθησή τους ότι στα social media έχουν «άδεια» να γράφουν ό,τι θέλουν –εμπρηστικό, θολωμένο, αγρίως υποκειμενικό–, παρκάροντας τη δημοσιογραφική τους ιδιότητα έξω από το προφίλ και τις προσωπικές τους σελίδες.
Καλώς ή κακώς, όμως, δεν λειτουργεί έτσι ακριβώς το σχετικό πρωτόκολλο αλλά και η σαδομαζοχιστική σχέση ανάμεσα στα μέσα και τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, όπως αποδείχτηκε με την απόλυση της δημοσιογράφου της «Washington Post», η οποία «τέθηκε σε διαθεσιμότητα», επειδή τόλμησε να υπενθυμίσει με ανάρτησή της στο Twitter την πιο μελανή κηλίδα στο βιογραφικό του Κόμπι Μπράιαντ (την καταγγελία βιασμού που τον βάραινε και δεν έφτασε ποτέ στη Δικαιοσύνη), λίγη ώρα μόνο μετά την ανακοίνωση του θανάτου του σούπερ σταρ του NBA.
Μπορεί το timing της ανάρτησης να ήταν αντικειμενικά «πρόωρο» και «άκομψο» (παρότι δεν είναι σαφές το σαβουάρ βιβρ και το χρονοδιάγραμμα περί του θρήνου και του RIP διασήμων στα social – πόσες ώρες ή μέρες μετά είναι ok να αναμοχλεύσει κανείς τα σοβαρά, εν προκειμένω, σκοτεινά σημεία μιας δημοφιλούς ύπαρξης;), ομολογώ όμως ότι σοκαρίστηκα με την απόφαση της μεγάλης και έγκυρης εφημερίδας να ενδώσει στην κατακραυγή του όχλου, όπως εκφράστηκε με τους χιλιάδες τραμπουκισμούς που δέχτηκε η ανάρτηση στο Twitter.
O αρθρογράφος που φοβάται να πει στον κόσμο αυτό που ενδεχομένως ο κόσμος δεν θέλει να ακούσει έχει επιλέξει λάθος δουλειά.
Κατά σύμπτωση, δύο μέρες πριν είχε δημοσιευτεί στο επίσης υψηλού κύρους «Atlantic» ένα βαρυσήμαντο κείμενο του βραβευμένου αρθρογράφου και συγγραφέα Τζορτζ Πάκερ με τίτλο «Οι εχθροί του γραψίματος» («The enemies of writing»), στο οποίο, μεταξύ άλλων σύγχρονων δεινών που υπονομεύουν την ελεύθερη λειτουργία του γραπτού λόγου, τονίζεται ακριβώς αυτός ο ανόσιος και εκβιαστικός δεσμός ανάμεσα στα δημοσιογραφικά μέσα και την οχλοκρατία των social media...
«Οι αρθρογράφοι αντιμετωπίζονται πλέον ως εκπρόσωποι μιας συγκεκριμένης ατζέντας ή κοινότητας. Πριν ξεκινήσουμε να διαβάσουμε ένα βιβλίο ή να κάνουμε κλικ σε ένα άρθρο, το πρώτο που θέλουμε να γνωρίζουμε είναι σε ποια ομάδα ανήκει ο/η συγγραφέας του...»
«Η "επίδραση" κωδικοποιείται πλέον και αριθμητικά μέσω των likes, των retweets και των "φίλων" στα social media. Σταδιακά μαθαίνει κανείς να αποφεύγει να εκφράζει σκέψεις και κρίσεις "ανεπιθύμητες" στην ομάδα όπου εμφανίζεται να ανήκει. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, η καλλιέργεια ακολούθων αποτελεί αυτοσκοπό, αντικαθιστώντας το πραγματικό γράψιμο...»
«Όσο για την ιδέα της αυτόνομης στάσης ενός γραφιά, αυτή δεν θεωρείται πια άξια σεβασμού, ούτε καν επιθυμητή. Σε κάνει να μοιάζεις ύποπτος, αν όχι φαιδρός. Αν δεν έχεις κάποιου είδους κοινότητα από πίσω σου να σε επικροτεί, να εγγυάται για σένα, να προπηλακίζει τους αντιπάλους σου, τότε ποιος είσαι;»
«... Ο φόβος των επικρίσεων, της διαπόμπευσης, της γελοιοποίησης, του εξοστρακισμού. Ο φόβος του να βρεθείς ξαφνικά στη λάθος πλευρά, στην αντίθετη όχθη από την ομάδα με την οποία έχεις συνδεθεί. Η ορθοδοξία που επιβάλλεται από την κοινωνική πίεση μπορεί να είναι πιο ισχυρή από οποιαδήποτε επίσημη ιδεολογία: η δημόσια κατακραυγή έχει πολύ μεγαλύτερο βάρος από την κομματική γραμμή στην εποχή μας...»
Και καταλήγει:
«Ο αρθρογράφος που κουβαλά τον βραχνά της αστυνομίας της σκέψης στο κεφάλι του, που πάντα νιώθει την υποχρέωση να αναρωτηθεί: "Μπορώ να το πω αυτό; Έχω το δικαίωμα; Θα δυσαρεστήσω τους «δικούς» μου; Θα ενισχύσω τους «εχθρούς» μου; Πώς θα αντιδράσει το Twitter;" – ο αρθρογράφος που φοβάται να πει στον κόσμο αυτό που ενδεχομένως ο κόσμος δεν θέλει να ακούσει έχει επιλέξει λάθος δουλειά».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO