ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ «Σταματούν οι προκλήσεις, ξεκινούν οι συζητήσεις», μετά τη νέα και ακόμα πιο προκλητική ενέργεια της Τουρκίας, έγινε «Ξαναρχίζουν οι προκλήσεις, σταματούν οι συζητήσεις». Η θέση της Ελλάδας, άλλωστε, ήταν σαφής εξαρχής, όταν ξεκαθάριζε ότι δεν πρόκειται να δεχτεί οποιαδήποτε συζήτηση υπό το κράτος εκβιασμών και απειλών.
Χωρίς καμία δικαιολογία, ούτε καν πρόφαση, παρά μόνο με τον γνωστό «τσαμπουκά», η Τουρκία, που όλο το προηγούμενο διάστημα ισχυριζόταν ότι επιθυμεί τον διάλογο, διέκοψε την προσπάθεια που γινόταν για έναρξη διερευνητικών συζητήσεων με την Ελλάδα, εκθέτοντας τη Γερμανίδα καγκελάριο, που το είχε πάρει πάνω της. Η Άνγκελα Μέρκελ επέμενε ότι η Τουρκία δεν χρειαζόταν κυρώσεις για να σταματήσει τις προκλήσεις και διαβεβαίωνε ότι θα ερχόταν σε διάλογο. Όταν, μάλιστα, η Τουρκία έκανε ότι δέχεται, η γερμανική διπλωματία είχε σπεύσει να πιστώσει την «επιτυχία» προσωπικά στη Μέρκελ.
Αυτές τις μέρες, στα γερμανικά ΜΜΕ υπάρχει η παραδοχή ότι η νέα τουρκική προκλητικότητα εξέθεσε το Βερολίνο, που πρωτοστάτησε στο να μην επιβληθούν οι κυρώσεις ως μη αναγκαίες. Εκτεθειμένος είναι και ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, με την πρωτοβουλία του για αποκλιμάκωση. Ο Ερντογάν, αφού πρώτα προσπάθησε να γλιτώσει τις οικονομικές κυρώσεις, στη συνέχεια τους άδειασε με εντυπωσιακή άνεση.
Η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει ότι το ζήτημα που έχει προκύψει με την Τουρκία δεν πρόκειται να κλείσει γρήγορα και μάλλον πρόκειται για μια κρίση που θα διαρκέσει.
Η Ελλάδα και η Κύπρος, που ζητούσαν κυρώσεις και διατύπωναν εύλογες αμφιβολίες για το αν ο Ερντογάν θα συνετιζόταν χωρίς αυτές, δικαιώθηκαν, αλλά είναι αντιμέτωπες με το πρόβλημα της Τουρκίας και πάλι. Αυτήν τη φορά, ο Ερντογάν αμφισβητεί το δικαίωμα που δίνει το Δίκαιο της Θάλασσας στην Ελλάδα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ., για το οποίο η χώρα έχει επιφυλαχθεί ότι θα το ασκήσει στον χρόνο που θα κρίνει κατάλληλο.
Για άλλη μια φορά, ο Ερντογάν αποδεικνύει ότι δεν υπολογίζει ούτε το Διεθνές Δίκαιο ούτε τη διπλωματία, αλλά μόνο την ισχύ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μόνη στιγμή που φάνηκε να πτοείται ήταν όταν ο Μακρόν τον απείλησε πως δεν θα μείνει αμέτοχος στη διένεξη με την Ελλάδα και την Κύπρο. Όλο αυτό το διάστημα, όμως, η καγκελάριος Μέρκελ ξόδεψε ένα μεγάλο μέρος του διπλωματικού της κεφαλαίου για να πιέσει τη Γαλλία να κάνει πίσω και να ρίξει τους τόνους απέναντι στον Ερντογάν. Όταν αυτό έγινε, ο Τούρκος Πρόεδρος αγνόησε και τη Μέρκελ. Ίσως αυτήν τη φορά να ξεπέρασε και τα μεταξύ τους όρια, καθώς στις γερμανοτουρκικές σχέσεις το πάνω χέρι το έχει η Γερμανία και όχι η Τουρκία.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, που επιδιώκει την επέκταση της Τουρκίας σε Ανατολή και Δύση, επιχειρεί να την εδραιώσει ως περιφερειακή υπερδύναμη μέσω (και) των παράνομων διεκδικήσεών του στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Όσο για τη σχέση του με την Ε.Ε., έχει δείξει από καιρό ότι επιδιώκει μια ειδική προνομιακή σχέση, από την οποία θα αντλεί μόνο οφέλη, αντί αυτήν του κράτους-μέλους, που θα σήμαινε και υποχρεώσεις.
Η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει ότι το ζήτημα που έχει προκύψει με την Τουρκία δεν πρόκειται να κλείσει γρήγορα και μάλλον πρόκειται για μια κρίση που θα διαρκέσει. «Δεν ξαφνιαστήκαμε. Ήμασταν έτοιμοι για όλα» λένε στην κυβέρνηση, με τον πρωθυπουργό να ζητά ξανά από τους Ευρωπαίους εταίρους να δουν το θέμα των κυρώσεων στην Τουρκία, παρότι της είχε δοθεί περιθώριο συμμόρφωσης ως τα μέσα του Δεκεμβρίου.
Η Ελλάδα όλο το προηγούμενο διάστημα δεχόταν πιέσεις από την Τουρκία για διάλογο άνευ όρων, με επιμονή στο θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, αλλά η ελληνική κυβέρνηση παρέμεινε στη θέση ότι αυτό δεν το συζητά, καθώς αφορά το νόμιμο δικαίωμά της στην άμυνα. Στην πρόσφατη ανακοίνωσή του το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών περιγράφει τους νέους όρους που θέτει: α) να αποσύρει η Ελλάδα τους «μαξιμαλιστικούς ισχυρισμούς» που ενσωματώνονται στον Χάρτη της Σεβίλλης, δηλαδή τα δικαιώματα που της δίνει το Δίκαιο της Θάλασσας, για τα οποία η Τουρκία τής ζητά όχι απλώς να μην τα ασκήσει αλλά να παραιτηθεί από αυτά και β) να σταματήσει τις ασκήσεις και τις στρατιωτικές δραστηριότητες, που κατ' αυτήν «αυξάνουν την ένταση» στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Φυσικά, τίποτε από αυτά που ζητά η Τουρκία δεν θα μπορούσε να συζητήσει καμία ελληνική κυβέρνηση.
Ο πρωθυπουργός, ωστόσο, σε συνέντευξή του στα «Νέα», μιλώντας για το ενδεχόμενο προσφυγής στη Χάγη, παραδέχτηκε για πρώτη φορά δημόσια ότι «ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο πολύ δύσκολα θα σου δώσει το 100% όσων διεκδικείς». Θεωρεί όμως, όπως είπε, ότι το συνολικό όφελος «που θα αποκομίσει η χώρα από μια ειρηνική επίλυση της μιας διαφοράς που έχουμε με την Τουρκία θα είναι πολλαπλάσιο του όποιου κόστους μπορεί να υπάρχει στην κοινή γνώμη από κάποια απόφαση». Είπε επίσης πως το γεγονός ότι η Ελλάδα συζητάει ένα ζήτημα που αφορά την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο «σημαίνει πως αναγνωρίζουμε ότι αυτή είναι μια περιοχή όπου και η Τουρκία έχει διεκδικήσεις».
Αυτές είναι απόψεις που ένα μέρος της «πατριωτικής βάσης» της Νέας Δημοκρατίας δεν αποδεχόταν μέχρι πρότινος. Ούτε μεταξύ των κομμάτων έχει συμφωνηθεί δημόσια κάτι τέτοιο, αν και, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, υπάρχει σιωπηλή συμφωνία από καιρό. Αυτό, άλλωστε, ήταν το νόημα των περίφημων δηλώσεων που επανέλαβαν και οι δύο υπουργοί Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ (Κοτζιάς και Κατρούγκαλος), να «μην είμαστε μοναχοφάηδες», οι οποίες είχαν προκαλέσει αντιδράσεις. Αυτό, όμως, που για την ελληνική πολιτική ηγεσία είναι ίσως μια εύλογη υποχώρηση –και για όσους διαφωνούν, μεγάλη–, για την Τουρκία δεν είναι καθόλου αρκετό.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.