Αυτό που ζούμε δεν έχει manual. Αλλάζει –μέρα με τη μέρα- και μας αλλάζει. Κι αφού, από το ’08 και μετά κλάψαμε, απολυθήκαμε, μεταναστεύσαμε, δεν έμεινε άλλο λάδι να καεί, δεν είναι ότι σηκωθήκαμε. Μεταλλαχθήκαμε. Δεν είναι ότι σκληρύναμε. Γίναμε –γινόμαστε, για την ακρίβεια- ένα καινούριο είδος. Οι έχοντες ακόμη καιρό για ρηχά παράπονα και πολιτικές φλυαρίες στο Facebook, το βαφτίζουν κυνισμό και αδιαφορία και κερδίζουν σε συναισθηματική πληρότητα, να ‘ναι καλά οι άνθρωποι, κι ας λείπει η λογική.
Οι υπόλοιποι –συνήθως με το ζόρι- βλέπουν σταδιακά τη μεγάλη εικόνα. Όλο αυτό που συμβαίνει, όλο αυτό που δεν έχει μείνει τίποτα πλέον όρθιο, τίποτα να σεβαστείς και κανέναν να θαυμάσεις, μία τέλεια παρακμή της οποίας η μπόχα κοντεύει να φτάσει στα ουράνια, είναι μία χρυσή στιγμή, η πιο γοητευτική, ίσως, που ζήσαμε από τη Μεταπολίτευση και μετά.
Αναγκαστικώς όλοι μιλούν ευθέως και λένε αυτό που τους καίει, χωρίς περιστροφές και γραφεία Τύπου. Για πρώτη φορά, χωρίς ψευτο-ανθρωπισμούς, ο καθένας κοιτάει τα δικά του – κι ας είναι ό,τι απέμεινε από τη φωτιά - και τους δικούς του, όσους άντεξαν.
Πικραίνονται οι συνάδελφοι που κανείς δεν νοιάζεται για τα κανάλια που κλείνουν και τον κόσμο που θα μείνει άνεργος. Πικραίνονται τρίδιπλα όσοι ήλπιζαν στον ΣΥΡΙΖΑ και ντροπιασμένοι βρίσκονται αντιμέτωποι με τον πιο άξεστο, αυταρχικό, προκλητικό πολιτικό θίασο που κυβέρνησε ποτέ τον τόπο. Λογικό. Κι όμως, είναι μια εξαιρετική στιγμή. Όχι γιατί πλέον δεν έχει μείνει μάσκα για μάσκα στη θέση της. Όχι γιατί η κρίση γεννά ευκαιρίες, όχι γιατί "να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα", αλλά γιατί για πρώτη φορά ο καθένας κοιτά τη δουλειά του, κι ας μην έχει. Παρακολουθεί τις ειδήσεις μόνο για να βρίσει (και αν) και κεντράρει τον στόχο του. Από το να κάνει παιδιά μέχρι να κάνει διδακτορικό, από το να επιδιορθώσει την τοστιέρα, τώρα που είναι άνεργος και κανείς δεν θα του κάνει τη χάρη να τον σώσει. Το ξέρει.
Λεφτά δεν υπάρχουν σίγουρα, αλλά κυρίως δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Το λένε οι έρευνες, το λέει κι ο καιρός, το λένε κι οι κουβέντες στον δρόμο. Δεν υπάρχει πια ντροπή κι ευγένεια, αλλά δεν υπάρχουν και γύρω γύρω κι αμπαλάζ και δημοσιοσχεσίτικες τρυφερότητες. Αναγκαστικώς όλοι μιλούν ευθέως και λένε αυτό που τους καίει, χωρίς περιστροφές και γραφεία Τύπου. Για πρώτη φορά, χωρίς ψευτο-ανθρωπισμούς, ο καθένας κοιτάει τα δικά του – κι ας είναι ό,τι απέμεινε από τη φωτιά - και τους δικούς του, όσους άντεξαν. Αν προλαβαίνει, δίνει και καμιά χείρα βοηθείας, μέχρι εκεί. Κυνηγά μόνος και βασικά κυνηγάει τον εαυτό του.
Δεν είναι (ακριβώς) κάθαρμα, είναι αυτό που έφτιαξε η εποχή. Μια τέλεια επιβεβαίωση του Δαρβίνου. Δεν θα επιζήσει ούτε ο πιο δυνατός (και πλούσιος) ούτε ο πιο έξυπνος. Θα επιζήσει αυτός που θα προσαρμοστεί. Πέρασαν οι μέρες που εμφανιζόταν στη δουλειά για να κάνει τον ωραίο. Τώρα, αν υπάρχει δουλειά, θέλει αποτελέσματα. Αν δεν υπάρχει, θέλει διπλή προσπάθεια.
Δεν θέλει αμάξι, σπίτι δικό του, αποταμίευση(άλλη παιδαγωγική αηδία της νιότης): θέλει –ακόμη και μέσα στην αναταραχή- να σπουδάσει, να ταξιδέψει, και να χαρεί κι ας μην υπάρχει φράγκο τσακιστό. Και (κάπως) το κάνει, συγκεντρώνεται στον στόχο. Στην αγγαρεία, στην τοστιέρα, στον γκρεμό, σ' αυτό που τον απασχολεί τώρα.
Λεφτά (είπαμε) δεν υπάρχουν, αλλά υπάρχουν τρόποι. Και το κυριότερο: όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν θλιβερά απολειφάδια. Ούτε ν’ ασχοληθείς ούτε να απογοητευθείς ούτε να κλάψεις ούτε καν να σιχαθείς. Αυτό που ζούμε είναι σχεδόν ωραίο, αλλά καθόλου ρομαντικό. Δεν υπάρχει η ορχήστρα του Τιτανικού να παίξει όσο το πλοίο βυθίζεται. Όσοι «τραγουδάνε» ακόμη, ας κάνουν όσες παραφωνίες αντέχουν. Δεν ακούει κανείς, γιατί πια δεν ενδιαφέρεται κανείς. Αμήν.