Αρχές Αυγούστου. Πρωί. Βρισκόμαστε σε μίνι βοτσαλωτή παραλία σε ελληνικό νησί. Η παραλία είναι πραγματικά μικρή, αλλά η ώρα είναι πρωινή και δεν είμαστε ακόμη ο ένας πάνω στον άλλο. Κατεβαίνω με τη Γ. και τα τρία παιδιά. Δεν έχουμε προλάβει να απλώσουμε τις ψάθες μας όταν από τους θάμνους στο βάθος εμφανίζεται μικροσκοπικός σβέλτος και αφυδατωμένος γεράκος με ταμπεραμέντο killer πωλητή: «Θες νερό, αναψυκτικό, μπύρα;» λέει επιτακτικά στη Γ., που βάζει αντηλιακό στο παιδί. «Δεν θέλουμε τίποτε, ευχαριστώ», του απαντά εκείνη. «Έχω ξαπλώστρα, ομπρέλα, νερό, λέγε τι θέλεις» συνεχίζει εκείνος. Συνειδητοποιώ ότι ο κύριος δεν κάνει πλάκα και ότι πράγματι νοικιάζει ομπρέλες και ξαπλώστρες στη μόλις 50 μέτρων παραλία, θέλω να πιστεύω χωρίς επίσημη άδεια από το Δήμο. Περνάνε 5 λεπτά. «Νερό; Πορτοκαλάδα, μπύρα; Λέγε» μας αιφνιδιάζει από πίσω, δημιουργώντας μου αντανακλαστικά ενοχή. Προσπαθώ να τον αγνοήσω, αλλά η παραλία έχει ήδη αρχίσει να γεμίζει ασφυκτικά. Την ώρα που προσπαθώ να βολέψω το πόδι μου χωρίς να χτυπήσω το σαγόνι του διπλανού, ο εξολοθρευτής με τη σαγιονάρα δίνει το τελειωτικό χτύπημα: «Έχετε τόση ώρα εδώ και δεν έχετε πάρει ακόμη τίποτε. Τι θα γίνει;».
Η ατάκα πάντως που δίνει το στίγμα του καλοκαιριού είναι χωρίς αμφιβολία η παράκληση υποψήφιου παραθεριστή σε ιδιοκτήτη ξενοδοχείου: «Σας παρακαλώ, κάντε μου καλύτερη τιμή, είμαι άνεργος».
Το φετινό καλοκαίρι έμοιαζε σαν όλα τα άλλα. Ήταν όμως; Το δίδυμο ξαπλώστρα-ομπρέλα πέρασε τη λεπτή γραμμή που το διαχώριζε από τα είδη πολυτελείας, καθώς από τη μία οι παραθεριστές υπολόγιζαν και απέρριπταν στα γρήγορα το 100άρι που θα τους έτρωγε στις 10ήμερες διακοπές τους, ενώ, από την άλλη, οι ιδιοκτήτες πάλευαν να τους δελεάσουν με συμπληρωματικά αξεσουάρ, όπως τραπεζάκι ή δίχτυ για να μη γεμίζει άμμο το κινητό. Φέτος οι οργανωμένες παραλίες γέμισαν σκαμπουδάκι-γλαστράκι ΙΚΕΑ, με σκοπό να κάνουν πιο δελεαστικά τα προϊόντα προς ενοικίαση και να πείσουν το κοινό πώς η επένδυση αξίζει. Στη δημοφιλέστερη παραλία μικρού ελληνικού νησιού, η οποία γεμίζει σταθερά όλο το καλοκαίρι από κόσμο και στην οποία ξαπλώστρες και ομπρέλες πιάνουν περίπου τον μισό γιαλό, ο κόσμος φέτος πρώτα ξάπλωνε μασχάλη με μασχάλη στον ελεύθερο χώρο, με τη δική του ομπρέλα, καρέκλα, ξαπλώστρα, ανάκλιντρο, σύνθετο, πριν αρχίσουν διστακτικά να γεμίζουν οι ενοικιαζόμενες, εύκολα η πρώτη σειρά και πολύ αργότερα η τρίτη, πίσω πίσω, που πλέον μοιάζει με υπερτιμημένο διαμέρισμα στο Λυκαβηττό.
Από την άλλη πλευρά, οι λαθρεπιβάτες της σκιάς έκαναν αισθητή την παρουσία τους, δημιουργώντας μια νέα σχολή στα πρότυπα του «δεν πληρώνω», διασκεδάζοντας τους αμέτοχους με τον τσαμπουκά και το θράσος τους και τσακίζοντας ταυτόχρονα τα νεύρα εκείνων που επέμεναν να πληρώσουν το σετ και να το ευχαριστηθούν. Μια πετσέτα ριγμένη ανέμελα μπροστά στην ξένη ξαπλώστρα, μια ψάθα απλωμένη ανάμεσα στις ομπρέλες, κατά κει που δεν πιάνει ο ήλιος, ένα τσάμπα άραγμα τέλος πάντων εκεί που η απαγόρευση μπορεί να γίνει μόνο με βάση τα χρηστά ήθη, άνοιξαν τον δρόμο για νέες πρακτικές επιβίωσης -πόσο μάλλον καλοπέρασης -κάτω από τον ελληνικό ουρανό. Η ατάκα πάντως που δίνει το στίγμα του καλοκαιριού είναι χωρίς αμφιβολία η παράκληση υποψήφιου παραθεριστή σε ιδιοκτήτη ξενοδοχείου: «Σας παρακαλώ, κάντε μου καλύτερη τιμή, είμαι άνεργος».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 2011.