Μέσα στην τεράστια σάλα του Μπλου Σταρ -πρώτη θέση, κατάκορφα στο πλοίο- ο επιβάτης που ζυγώνει ψιλοπαραπατώντας πάνω από τα επτά μποφόρ δεν ξέρεις ακριβώς ποιος είναι και τι είναι. Διαβάτης που έχασε το δρόμο; Φίλος που σε ανακάλυψε μέσα στην κοσμοσυρροή; Ο μίστερ Κανένας που ταξιδεύει χαριτοδιπλωμένος μέσα στον εαυτό του; Η «αναγνώριση» σε αυτές τις περιπτώσεις αφυπνίζει αταβιστικές συναντήσεις («κβο βάντις», ή «τις ει») και γεννάει μια σειρά ταυτίσεις και αποταυτίσεις. Είναι επιβάτης (σαν κι εμένα), αλλά άγνωστος. Μοιάζει δική μας φάτσα (κι όμως μιλάει άλλη γλώσσα). Δεν ξέρουμε πούθε κρατάει η σκούφια του, κι όμως ο δρόμος του -είναι προφανές- συναντιέται με τον δικό μας. Τόσο κοντά και τόσο μακριά. Χωρίς να το υποψιάζεται, συνεχίζει την πανάρχαια ιστορία του «ξένου» που, παρά την οικουμενικότητα, τη λίνκουα φράνκα του Ηνωμένου Βασιλείου και την ενδυματολογική εξομοίωση, εξακολουθεί να προσθέτει παραγράφους, επεισόδια και τερπνές παρεξηγήσεις.
Αεροδρόμια, πλατείες, σταθμοί τρένων, λιμάνια, γήπεδα, αγορές διδάσκουν πια με απλά λόγια την παρουσία του πλησίον που δεν υποχρεούται να δηλωθεί. Τον μαντεύουμε βέβαια, τον διαβάζουμε (πάντα με μεταφραστικά λάθη), τον «αγοράζουμε» με το «κόψε φάτσα και βγάλε συμπέρασμα», αλλά η ίδια η παρουσία του παραμένει ανεξέλεγκτη. Αινιγματικό ινκόγκνιτο, προκλητική απάθεια και ένα σφοδρό συναίσθημα αναφυλαξίας έναντι του αγνώστου που, αφού δεν μας μοιάζει, μπορεί να διατηρεί σχέσεις με αδιευκρίνιστες πτυχές της ζωής. Η ψυχική αναφυλαξία είναι μόνιμο συναίσθημα. Ο άγνωστος του αεροδρομίου σε απειλεί με τα φυλετικά του γνωρίσματα, με την πρωτάκουστη γλώσσα του, με την αδυναμία του να σε κοιτάξει κατάματα στην πραγματικότητα δεν είναι αυτός που ενεργεί, αλλά εμείς που πάσχουμε με το παραμικρό. Εξάλλου, είναι ηδονικό να πάσχεις εξαιτίας του άλλου μόνο και μόνο επειδή με αυτό τον τρόπο μπαλώνεις τρύπες στο συγκρότημα που αποκαλείς «προσωπικότητα», νιώθεις στιγμιαίους ιλίγγους και ξορκισμένες απειλές.
Απόδειξη η αγαλλίαση που νιώθουμε μόλις στον οπτικό μας ορίζοντα ανατείλει αναπάντεχα κάποιος γνωστός. Η στροφή του σώματος, οι ενδεικτικές χειρονομίες με υψωμένα χέρια, η αόρατη σκούφια που πετάμε στον αέρα δηλώνουν ανακούφιση και ελευθερία. Επιτέλους, ο δικός μας άνθρωπος πατάει πόδι στο αμφισβητημένο έδαφος, στην ουσία κομίζει ένα πολύτιμο μέρος του εαυτού μας που μας λείπει όσο αυτός απουσιάζει. Μικρή συνάντηση, μεγάλη γιορτή. Αγκαλιές, φιλιά, περιποιημένα φρασίδια, δυσανάλογες συγκινήσεις, καθώς το ταξίδι (με κάθε μέσο) υποκρύπτει ομοιότητες με το άλλο «ταξίδι», που καλύτερα να αποσιωπάται, καθότι το ταξιδιωτικό γραφείο που χορηγεί το εξιτήριο ανοίγει μόνο άπαξ για τον καθένα μας.
Για να επιστρέψουμε, λοιπόν, στη σάλα του Μπλου Σταρ, θα πρέπει να κάνουμε και μερικές μαύρες σκέψεις. Είναι αυτές που κάνει κάθε ταξιδιώτης, όσο υπνωτισμένος κι αν ζει από τη συνήθεια, καθώς η θέση του (που, αν αφαιρέσεις το πλοίο, τον δείχνει να κινείται μετέωρος δέκα μέτρα πάνω από τα κύματα) τον αναγκάζει να πικροφαντάζεται το χείριστο. Πολλοί ταξίδεψαν, αλλά κάποιοι ναυάγησαν. Τα κύματα, όπως και τα σύννεφα, είναι δρόμοι, αλλά ενίοτε και τάφοι (γι’ αυτό κανείς ουρανοτσακισμένος ή πνιγμένος δεν παραπονέθηκε ποτέ). Δεν είναι τυχαίο ότι τα αμερικάνικα φιλμ που ειδικεύονται στις καταστροφές επιμένουν στα αεροπορικά και θαλάσσια δυστυχήματα. Όπου η απόλυτη ασφάλεια ισχύει ως μεσοτοιχία με τον όλεθρο (διότι σε ύψος χιλιάδων μέτρων ή στον ωκεανό η ασφάλεια ασκείται στο μαύρο χιούμορ) οι έξυπνοι σκηνοθέτες βγάζουν στη φόρα όλες τις πακεταρισμένες φοβίες του σημερινού υπεροπτικού επιβάτη.
Μετά την αρχική ακαταστασία και τη μουνταρία των θέσεων (κοντά στα παράθυρα!) οι συντροφιές νιώθουν τα σωθικά τους πιο ήρεμα, τα πράγματα και τα σκυλιά στα πόδια τους, οπότε αρχίζει η σωτήρια ψιλοκουβέντα. Ως γνωστόν, οι ταξιδιώτες είναι φλύαροι -και με μεγάλα αυτιά- οπότε η σιωπή έχει εξ υπαρχής τεθεί εκτός παιγνίου. Όσο για τη λοταρία των συναντήσεων, δεν χρειάζεται ο θεός Ερμής για να βρεις γνωστούς. Με μια ματιά εντοπίζεις τον αρχιτέκτονα που καταφθάνει με τη συμβία του, τον φοβερό ψυχαναλυτή που επιστρέφει στην πόλη μετά της καλλικελάδου συντρόφου του. Έξω μαίνονται τα μποφόρ, το κύμα χαστουκίζει τα παράθυρα του πελώριου θαλάσσιου ελέφαντα, ενώ μέσα στην αίθουσα με τις αναπαυτικές πολυθρόνες η αμηχανία της ευζωίας επινοεί τον χαρούμενο εαυτό της προς άμεσο χρήση.
Μια κυκλική ματιά επιβάλλεται εκ των πραγμάτων. Τα Γαλλάκια έχουν πιάσει τα μπροστινά παράθυρα με την απέραντη θέα (τζίφος πια η γαλλική γλώσσα, κανέναν δεν ενδιαφέρει, κανείς δεν την προσέχει• αν ρωτήσεις κάποιον στην τύχη θα σου πει ότι ακούει σουαχίλι…). Οι Ελληναράδες έχουν απλωθεί σε δυο καθίσματα, ο καθένας, με τα πόδια πάντα υπερυψωμένα, μασουλάνε πατατάκια και δεν κρύβουν τη στέρηση του καπνίσματος. Κάποιοι διαβάζουν βιβλία, ενώ οι εφημερίδες σέρνονται ένα γύρω. Το κλου πάντως οφειλόταν στη διπλανή κυρία που αίφνης -χωρίς κανείς να το πάρει χαμπάρι- έπαθε νευρική κρίση με τον απέναντι κύριο, που βροντολογούσε την κομπολόγα του. «Δεν τον βλέπετε τι κάνει; Δεν σέβεται κανέναν! Έλεος! Ντράγκα ντρούγκα, ντράγκα ντρούγκα, είναι δυνατόν να ταξιδέψουμε με αυτό το χάλι;». Η ευζωία, όπως ξέρουμε, είναι αψίθυμη, δεν συγχωρεί τις αβαρίες - πώς να ανεχθεί το κομπολόι που, εκτός των άλλων, δεν σημειώνεται πάνω στο εισιτήριο; Μετά την κρίση, η κυρία βυθίστηκε σε ένα βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου. Προσεχτικός ο ψυχαναλυτής μας, παρατήρησε ότι κρατούσε μεν το βιβλίο σαν παραβάν, αλλά δεν γύριζε τις σελίδες - ωσότου ξεθυμάνει ο θυμός της.
Αμελί Νοτόμπ: Το ημερολόγιο του χελιδονιού, μτφρ. Γ. Καράμπελα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Απροσδόκητο αφήγημα με ήρωα έναν σίριαλ κίλερ που δεν πεθαίνει από σφαίρα. Η Νοτόμπ κινείται μέσα σε καταδικό της στοιχείο.
σχόλια