Καθημερινά σχεδόν,θέλουμε δεν θέλουμε,γινόμαστε ψευδοψυχογιατροί παρακολουθώνταςτις αρνήσεις των άλλων.Βγήκε ποτέ άνθρωπος στογυαλί –πολιτικός, τρα-γουδιστής, μοντέλο– καινα μην πει τη φοβερή φράση: «δεν το λέωβέβαια επειδή ο x είναι μπροστά αλλά διότιτο πιστεύω», «μη σκεφτείτε ότι έχω τίποταμε τον άνθρωπο, απλώς αυτή είναι η γνώμημου», «το μόνο που μισώ είναι το ψέμα, ναμην μπορείς να κοιτάξεις τον άλλον στα μάτια» κτλ. κτλ. Τρόπος του λέγειν, θα έλεγεκανείς, ελιγμοί και ψευτομασκαρέματα σανκι αυτά που δοκιμάζουμε διαρκώς ενώπιονκαι εν απουσία των άλλων. Εντέλει τι κοστίζει μια άρνηση, μια αρνησούλα που βοηθάειτον ομιλητή και ενίοτε τον ακροατή; Τίποτα.Μόνο που αυτό το τίποτα –σαν τα πλαγιόριζα φυτά– πάει του μάκρους, γιατί είναι σανδίπατη βαλίτσα.
Όποιος μιλάει κρύβεται. Αυτό θέλειτουλάχιστον. Τα λόγια δεν είναι παράθυραπου ανοίγουν για να δούμε, παρά παρελκυστικές κινήσεις. Κάθε φράση, εκτός απόαπάτη, είναι και χορευτική κίνηση, αληθινόμιμόδραμα όπου, χαμένο ή κερδισμένο, τονόημα δεν ανήκει σε κανέναν. Τυχαία μήπως έλεγαν οι παλιοί ότι όποιος μιλάει πολύθέλει να ξεγελάσει; Αυτό που πιθανόταταδεν υποψιάζονταν είναι ότι ο ομιλητής δενξεγελάει μόνο τον άλλον – αλλά κυρίως τονεαυτό του. Πώς είναι δυνατόν να ξεκινάειμε άρνηση όταν αυτό που αρνείται είναιαυτός ο ίδιος, που τον κλείνει σε ένα κουτί(χωρίς πάτο) και όταν τον ξανασυναντήσειεπαναλαμβάνει την ίδια ρητορική κίνηση; Ουσιαστικά ομολογεί ότι μόνο αν τουεπιτρέψουν να ξεφύγει από ένα μέρος τουεαυτού του θα τους προσφέρει το υπόλοιπο.
Και το υπόλοιπο τι είναι; Μπορεί ναζήσει χωρίς το άλλο, ή μήπως συνδέεταισκοτεινά με το αποποιηθέν; Ο ομιλητής,καλόπιστος ή κακόπιστος αδιάφορο, προδίδει μιαν αδυναμία. Δεν είναι σε θέση νααναλάβει την ευθύνη σύνολου του εαυτούτου. Άρα μόνο υπό όρους μπορεί να παίξειτο παιχνίδι της διυποκειμενικότητας.Όπως στολιζόμαστε προτού βγούμε από το κατώφλι του σπιτιού μας, παρόμοια και ταλόγια –καλλυντικά πρώτης γραμμής– επέχουν θέση πλαστής μουτσούνας. Τα «δεν»πολλαπλασιάζονται σαν μικρόβια. Δενείμαι ρατσιστής, δεν είμαι μκρόψυχος, δενείμαι (αυτό που σκέφτεστε, είμαι αυτό πουσκέπτομαι εγώ).
Επ’ αυτού οι ψυχαναλυτές στήνουν μέγαπάρτι. Η επιθυμία είναι τετραπέρατη στημασκαράτα. Κάθε φορά που ο συνομιλητήςμας συνάγει ένα επικίνδυνο συμπέρασμα,απαντάμε: όχι δεν το σκέφτηκα αυτό, ούτεκαν μου πέρασε από το νου. Οσάκις οασθενής αποποιείται κάτι, ο ψυχαναλυτήςξέρει ότι εκεί υπάρχει «ψωμί». Πράγματι,όπου ο αναλυόμενος προφασίζεται ότιλείπει, χτυπάει η κουδούνα της παρουσίαςτου. Εκεί είναι, κι ας μην μπορεί να το αποδεχτεί. Όσο ανθίσταται τόσο αποδεικνύειότι η άρνηση είναι άκυρη. Ουσιαστικάομολογεί ακούσια ότι δεν θέλει να τον ψάξουμε πίσω από την άρνησή του, αλλά μόνοστις καταφάσεις του. Παραδέχεται δηλαδήότι όσο αρνείται –εμμανώς ενίοτε– τόσοαποδέχεται ότι το αποποιηθέν είναι βαρύφορτίο που αδυνατεί να σηκώσει. Αυτό δενσημαίνει ότι ο αρνούμενος είναι απολύτωςανυποψίαστος έναντι στην άρνησή του.Αισθάνεται πιθανώς ότι η άρνηση τον προστατεύει, ότι είναι μια κλειστή πύλη πουτον σώζει από κάτι που δεν θα ήθελε να τοδει κατά πρόσωπο. Όποιος ενδιαφέρεται ειδικά για τονφροϋδο-λακανισμό μπορεί να διαβάσειτον Άνθρωπο με τα ποντίκια, το άρθρο για την«αποποίηση» και βέβαια τα τρία άρθρα σταΓραπτά, όπου σχολιάζεται η εισήγηση τουεγελιανού Ζαν Ιπολίτ. Στον παράδρομοπάντως έχουμε τη δυνατότητα να ψευτοφιλοσοφήσουμε για το ρόλο της άρνησης στηνκαθημερινή ζωή.
Οταν λέμε «μη φαντάζεστεότι έχω τίποτα μαζί σας,αλλά…», στην πραγματικότητα ομολογούμε ότιπράγματι κάτι έχουμε εναντίον «σας». Η άρνησηδηλαδή, δίκην κυονόκρανης ειρηνευτικής δυνάμεως, μας επιτρέπει (και μας ευεργετεί) ναείμαστε εκεί που δεν δηλώνουμε παρόντες,και πιο σωστά, να παρουσιάζουμε αυτό πουείμαστε με τον τρόπο του δεν είμαστε. Πιοσκουληκιάρικα, κάθε αποποίηση αποδέχεταιεν κρυπτώ ότι το «οχληρό» ζήτημα υπάρχεικαι μακροημερεύει. Τον ναρκισσισμό όσοτον αρνούμαστε τόσο σοβεί και τραυματίζεται. Συνάμα το αποποιηθέν δεν καταργείται.Δεν το πετάμε στον κάλαθο των αχρήστωνσαν ξεθυμασμένη μπαταρία. Το διατηρούμεπεριέργως πως με το «δεν» του.
Αλλά και η κατάφαση δεν είναι τόσοαθώα όσο θέλει να δείχνει. Όταν βεβαιώνουμε κάποιον για την ειλικρίνεια ή για τηνανιδιοτέλειά μας, τι άλλο κάνουμε από τονα παρουσιάζουμε καταφατικά κάτι πουδεν ισχύει; Είναι σαν να λέμε: υποψιάζεστεότι είμαι λαμόγιο ή απατεωνίσκος, αλλά«δεν είμαι» αυτό που νομίζετε. Στις αρετέςκαταφάσκουμε ενώ στα κουσούρια αρνού-μαστε. Ποια είναι η διαφορά; Αν ισχύει ότιμε το άκουσμα του «όχι» πρέπει να σημειώνουμε «ναι», τότε με το άκουσμα του «ναι»θα πρέπει να σημειώνουμε «όχι».Τόση διπλωματία το εγώ; Τόση παραβατικότητα; Αν φανταζόμαστε το εγώ σανμυθικό τέρας που αποσύρεται στα βάθητου εαυτού του και εξυφαίνει δολοπλοκίες,πλανιόμαστε. Δεν έχει καμιάν ενότητα, δενμπορεί να δει ούτε να αποδεχτεί τον εαυτότου. Στην ουσία δεν τον ξέρει. Απλώς τονυποφέρει. Ζει σε ένα μικρό κατάλυμα μεπανάκριβο νοίκι – και βαθύ υπόγειο.
σχόλια