ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΧΡΟΝΟ ο Τζο Μπάιντεν εξελέγη Πρόεδρος των ΗΠΑ με τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων που έχει λάβει ποτέ υποψήφιος, σε μία από τις πολωτικές εκστρατείες στην ιστορία της χώρας.
Στη συγκυρία εκείνη ο Μπάιντεν, παρά το δεδομένο της ηλικίας του, έμοιαζε η καλύτερη δυνατή υποψηφιότητα για τους Δημοκρατικούς. Προερχόταν από τη μετριοπαθή τάση του κόμματος, ήταν αντιπρόεδρος του πάντα δημοφιλούς Ομπάμα, είχε απήχηση σε κρίσιμα εκλογικά κοινά, παρείχε ασφάλεια στους πιο ηλικιωμένους ψηφοφόρους που ανησυχούσαν για την πανδημία. Το γεγονός ότι δεν προκαλούσε αντισυσπειρώσεις τον έκανε ιδανικό υποψήφιο σε μια αναμέτρηση που εξελίχθηκε σε δημοψήφισμα για τον προκάτοχό του, τον Ντόναλντ Τραμπ.
Όσα ακολούθησαν, δε, την εκλογή Μπάιντεν, με την άρνηση του προκατόχου του να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα και την εισβολή στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου, ενίσχυσαν περαιτέρω τους Δημοκρατικούς και έπληξαν τους Ρεπουμπλικανούς.
Έναν χρόνο μετά, η εικόνα των Δημοκρατικών μοιάζει να ξεθωριάζει. Η αξιολόγηση της προεδρίας Μπάιντεν είναι αρνητική. Η δημοτικότητα του ίδιου του Προέδρου έχει πλέον (ελαφρά) αρνητικό πρόσημο. Η δημοτικότητα της αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις έχει αρνητικό πρόσημο κατά περίπου είκοσι μονάδες. Με εξαίρεση τη διαχείριση της πανδημίας, στα περισσότερα ζητήματα η βαθμολογία είναι αρνητική. Ακόμα και το εμβληματικό νομοσχέδιο του Προέδρου «Build Back Better» με επενδύσεις 1,8 τρισ. δολαρίων για την ανάταξη της οικονομίας φαίνεται να έχει οριακά θετική αποδοχή (47%-44%).
Στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022 το πιθανότερο είναι οι Ρεπουμπλικάνοι να ανακτήσουν τον έλεγχο του Κογκρέσου, κάτι που θα επηρεάσει σημαντικά τη δυνατότητα του Μπάιντεν να υλοποιήσει την ατζέντα του στο δεύτερο μισό της θητείας του.
Πού οφείλεται αυτή η αντιστροφή κλίματος; Πρώτον, σε αντικειμενικά δεδομένα. Η οικονομική κρίση, λόγω της πανδημίας που ακόμα κρατεί, έχει πλήξει τα εισοδήματα των Αμερικανών. Το παγκόσμιο κύμα ακρίβειας, ειδικά σε είδη πρώτης ανάγκης, επιδεινώνει την καθημερινότητα των νοικοκυριών. Ακόμα και αν δεν το χρεώνεται ευθέως η κυβέρνηση, το πολιτικό κόστος δεν το αποφεύγει.
Δεύτερον, σε επιμέρους χειρισμούς. Η αποχώρηση από το Αφγανιστάν –αν και η πλειονότητα των Αμερικανών συμφωνεί με την απεμπλοκή– έγινε με τρόπο που θεωρήθηκε ταπεινωτικός. Στο μεταναστευτικό αρχικά δόθηκε ένα σήμα χαλάρωσης στη φύλαξη των συνόρων, κάτι που έπληξε την κυβέρνηση, η οποία αναθεώρησε τη στάση της προς το αυστηρότερο.
Τρίτον, στην απομάκρυνση των πιο μετριοπαθών ψηφοφόρων. Η πιο αριστερή (progressive) τάση του Δημοκρατικού κόμματος, αν και μειοψηφική, έχοντας ισχυρή οργάνωση, δημοφιλείς ηγέτες και μαχητικότητα, κερδίζει συνεχώς πόντους στην εσωκομματική διελκυστίνδα. Αυτό οδηγεί στη σταδιακή ενίσχυση της λεγόμενης woke ατζέντας, με έμφαση σε ζητήματα όπως η critical race theory, τα οποία απωθούν ένα μέρος μετριοπαθών ψηφοφόρων, που κρίνουν τελικά και τις εκλογές.
Το κλίμα αυτό αποτυπώθηκε σε μια σειρά αναμετρήσεων της περασμένης εβδομάδας, όπου η γενική τάση έδειξε ενίσχυση των Ρεπουμπλικανών και απώλειες για τους Δημοκρατικούς σε σχέση με ένα χρόνο πριν. Στη Βιρτζίνια, στην οποία έναν χρόνο πριν ο Μπάιντεν επικράτησε με 10% διαφορά, κέρδισαν οι Ρεπουμπλικανοί. Στο Νιου Τζέρζι, όπου ο Μπάιντεν πέρσι κέρδισε με διαφορά 16%, οι Δημοκρατικοί επικράτησαν με διαφορά μόλις 1,5%. Σε μια σειρά από αναμετρήσεις για διάφορα αξιώματα, σε πολλές Πολιτείες, οι Ρεπουμπλικανοί ενισχύθηκαν. Μάλιστα, όπου οι Δημοκρατικοί κατέβηκαν με υποψήφιο ή ατζέντα της «progressive» τάσης, έχασαν συντριπτικά, ακόμα και σε ευνοϊκές γι’ αυτούς περιοχές.
Συνέβη, δε, κάτι ακόμα πιο ενδιαφέρον εκλογικά. Παρά το ότι η woke ατζέντα έχει γίνει σημαία των Δημοκρατικών, οι Ρεπουμπλικάνοι κατεβάζουν ολοένα και περισσότερους Αφροαμερικανούς ή Λατινοαμερικανούς υποψηφίους, με ανάλογα εκλογικά οφέλη. Στη Βιρτζίνια π.χ. αναπληρωτής κυβερνήτης εξελέγη μια Ρεπουμπλικάνη Αφροαμερικανή γυναίκα και γενικός εισαγγελέας ένας Ρεπουμπλικάνος Λατινοαμερικανός. Κάτι που μοιάζει να δικαιώνει όσους –ακόμα και εντός των Δημοκρατικών– υποστηρίζουν ότι οι υπερβολές της woke ατζέντας επιφέρουν πολιτικό και εκλογικό κόστος στο κόμμα.
Στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022 το πιθανότερο είναι οι Ρεπουμπλικάνοι να ανακτήσουν τον έλεγχο του Κογκρέσου, κάτι που θα επηρεάσει σημαντικά τη δυνατότητα του Μπάιντεν να υλοποιήσει την ατζέντα του στο δεύτερο μισό της θητείας του. Προεξοφλεί αυτό το τι θα συμβεί το 2024; Όχι. Ο Κλίντον το 1994 συνετρίβη στις ενδιάμεσες εκλογές και δύο χρόνια μετά επανεξελέγη. Το ίδιο και ο Ομπάμα το 2010.
Το τι θα γίνει το 2024 θα εξαρτηθεί από το αν θα έχει ανακτήσει δυνάμεις ο Μπάιντεν (αν, φυσικά, είναι ξανά υποψήφιος), από το αν θα έχει αποδώσει η πολιτική του και από το αν οι Δημοκρατικοί βρουν μια ισορροπία ανάμεσα στην progressive και τη μετριοπαθή τάση τους.
Και, φυσικά, υπάρχει ο παράγοντας Τραμπ. Στην παρούσα φάση οι Δημοκρατικοί φαίνεται να έχουν τον Τραμπ μεγαλύτερη ανάγκη απ’ ό,τι οι Ρεπουμπλικάνοι. Η αντιπαράθεση πάνω στα ζητήματα μοιάζει πιο δύσκολη για τους Δημοκρατικούς απ’ ό,τι η αντιπαράθεση με αφορμή το πρόσωπο του βαθιά διχαστικού τέως Προέδρου. Αυτό το ξέρουν και οι Ρεπουμπλικάνοι, η ηγεσία των οποίων προσπαθεί να κρατήσει την ατζέντα και τους οπαδούς του κόμματος, αλλά απεύχεται την επανεμπλοκή του ίδιου. Το θετικό είναι ότι έχουν στελέχη που μπορούν να το πετύχουν αυτό.
Ο Τραμπ, ωστόσο, παραμένει δημοφιλής εντός του κόμματος και οι πιθανότητες να κερδίσει ξανά το χρίσμα, αν το θελήσει, είναι υπαρκτές. Αντιθέτως, οι Δημοκρατικοί μοιάζουν να είναι σε πιο δύσκολη θέση, καθώς ο Μπάιντεν το 2024 θα είναι ογδόντα δύο ετών, η Κάμαλα Χάρις έχει χαμηλές δημοσκοπικές επιδόσεις και άλλα στελέχη δεν έχουν αναδειχθεί ακόμα.
Οι εξισώσεις και για τα δύο κόμματα μοιάζουν πολύ δύσκολες.