ΓΕΙΑ ΣΟΥ, ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΟΥ. Για την ομορφιά; (γέλια) Θα σ’ τα πω όλα. Ό,τι ξέρω δηλαδή. Τι έκανα σήμερα; Τι να κάνω κι εγώ, σηκώθηκα το πρωί, έκανα μια εξέταση… εξέταση για την πήξη του αίματος, αυτή που κάνω κάθε δεκαπέντε μέρες. Τώρα το απόγεμα πρέπει να πάρω τον γιατρό μου, γιατί μέχρι δεκαπέντε μέρες πρέπει να παίρνω, την αυτήνα, πώς τη λένε, τη δόση του φαρμάκου. Είναι για την καρδιά αυτό, κατάλαβες;
Ναι, έξι η ώρα το πρωί έχω ξυπνήσει. Νωρίς ε; Χθες Κυριακή, α, όχι, Δευτέρα χθες. Πήγαμε μια βόλτα, γυρίσαμε και φάγαμε. Τίποτ’ άλλο. Έχω φακή μέσα στο ψυγείο, την έχω βγάλει να ξεπαγώσει. Είχα ντυθεί ωραία, όλοι με κοιτάγανε. Ε, πάντα με κοιτάνε, περιμένουν να δουν τι θα φορέσω. (γέλια) Κοίτα να δεις, το πιο σημαντικό είναι τα χέρια. Άκου με που σου λέω. Πάνω απ’ όλα, τα νύχια μου ήταν φτιαγμένα. Όλοι τα νύχια μου κοιτούσαν. Είχα καλό χέρι. Όταν είχα έρθει εδώ πέρα, κάθε Κυριακή φοράγαμε τα μαντίλια. Δεν ξέρω αν τα έχεις προλάβει εσύ· θα ήσουν μικρή. Τα τυλίγαμε γύρω γύρω στο κεφάλι μας, κάναμε διάφορα σχέδια και την Κυριακή το ήξερα πως με περιμένανε να δούνε τι μαντίλα φορούσα. Μετά, φορούσα τα χωριάτικα –ξέρεις–, το άσπρο με το κέντημα. Αμοργιανά ήταν αυτά.
«Ο πιο όμορφος άντρας που γνώρισα ήταν ο Μίμης, ο πρώτος μου έρωτας. Ήταν στο υπουργείο Οικονομικών, αλλά τον χώρισα γιατί ήταν πολύ παράξενος».
Τώρα δεν τα κάνω. Δεν μπορώ. Τώρα ούτε βαφτικά έχω, τα νύχια μου μόνο βάφω. Το αγαπημένο μου είναι το σάπιο μήλο. Παλιότερα; Πάλι το σάπιο μήλο ήταν το αγαπημένο μου. Κραγιόν δεν έβαζα πολύ. Γιατί ήτανε λες και πάω ραντεβού. Έβαζα λίγο. Συνήθως μου άρεσαν τα απλά. Σε κάθε γάμο και κάθε βάφτιση έβαζα άλλο φόρεμα, έραβα νέο, δεν μπορούσα να πάω με το ίδιο.

Τέλος πάντων, που λες, τώρα δεν πιάνουν τα χέρια μου, αν έπιαναν θα τα έκανα όλα. Τώρα δεν μπορώ να τα σηκώσω και πολύ. Θα έκανα κι άλλα στα μαλλιά μου. Θα έκανα δυο κοτσίδες, μία από τη μια, μία από την άλλη. Αυτά τα πράγματα μικραίνουν τον άνθρωπο. Ή τα πιαστράκια στα μαλλιά. Άμα είσαι απλά ντυμένη, μπορείς να τα κανείς αυτά. Άμα είσαι με μια ρόμπα, δεν μπορείς να έχεις στο πλάι τα μαλλιά σου. Το κατάλαβες αυτό; Όλα παίζουν έναν ρόλο. Πάνω απ’ όλα ήταν το ντύσιμο. Εγώ τα ’μαθα αυτά, γιατί η μάνα μου ήταν η καλύτερη μοδίστρα. Ήταν όμορφη γυναίκα, και στη Σαντορίνη. Κατάλαβες. Ήταν η πιο ωραία.
Ο άντρας μου ήταν πολύ όμορφος, σαν αδερφός μου έμοιαζε, ήξερε να ντυθεί κι αυτός. Δουλεύαμε μαζί και γυρνούσαμε αργά, έντεκα το βράδυ, αναλόγως τις μεταφορές. Είχαμε μαγαζί με έκθεση επίπλων, γι’ αυτό λέω μεταφορές. Ε, κι εγώ στο μαγαζί ήμουν πάντα φτιαγμένη. Βάφαμε τότε τα μάτια μας, τα ματοτσίνορά μας. Έπρεπε να ήσουνα περιποιημένη. Δεν ήσουνα τυχαία, ήσουν πωλήτρια. Τώρα, πια, ξυπνάω στις 6, ξανακοιμάμαι μέχρι τις δέκα, πάω για μπάνιο, και το βράδυ βλέπω το έργο και κοιμάμαι νωρίς. Αλλάξανε όλα.
Ο πιο όμορφος άντρας που γνώρισα ήταν ο Μίμης, ο πρώτος μου έρωτας. Ήταν στο υπουργείο Οικονομικών, αλλά τον χώρισα γιατί ήταν πολύ παράξενος. Ήταν και επόπτης στα σινεμά και στα θέατρα, και μπορούσα να πηγαίνω ελεύθερα. Τότε στο θέατρο έπρεπε να φοράς τα καλά σου, μη βλέπεις τώρα που πάνε με τζιν σκισμένα και τέτοια. Τότε ήταν διαφορετικά, η Κυριακή μας ήταν για να είμαστε περιποιημένες. Όλα τα έργα ήταν κάθε Κυριακή, δεν είχαμε χάσει κανένα με τις αδερφές μου.
Έπαιζε η Βουγιουκλάκη τότε. Και μας κάναν κομπλιμέντα πολλά, ότι είμαστε ωραίες. Μια μέρα, λοιπόν, πήγα σε μια παράσταση και η κάλτσα μου είχε έναν πόντο και ο Μίμης με γύρισε σπίτι. Αν δεν ήμουν καλά ντυμένη, με γυρνούσε πίσω. Με ήθελε σαν μοντέλο. Ήταν κι αυτός βέβαια μοντέλο. Χωρίσαμε όμως γι’ αυτή την υπόθεση, γιατί είχα ράψει ένα ταγέρ και είχα πάρει μια γούνα και ένα καπελάκι. Και με πρόσβαλε, μου είπε «τα χρωστάς;» και του λέω «από πού κι ως πού;». Ε, κι έτσι χωρίσαμε.
Τι άλλο να σου πω; Ο παππούς έκανε τα λογιστικά στο περιοδικό «Γυναίκα» και πριν πάω πωλήτρια, τις έραβα όλες στο περιοδικό. Και τους κάναμε και τα λογιστικά κάθε χρόνο – ερχόντουσαν τότε στην Κερατέα από το μαγαζί για να συμπληρώσουν τις δηλώσεις. Κατάλαβες; Ήταν άλλο σύστημα αυτό. Εγώ έραβα για το Δημόσιο. Εκεί γνώρισα τον παππού, τον άντρα μου. Και τον Μίμη εκεί τον γνώρισα, του έστειλα και προσκλητήριο και ήρθε και στον γάμο.
Ποια είναι η πιο όμορφη γυναίκα που έχω γνωρίσει; Ε, κοιτά, εμένα με είχαν βάλει στο περιοδικό «Γυναίκα» γιατί, ε, ναι, εγώ είμαι. (γέλια) Όταν έγινε ο γάμος της Άννα-Μαρίας, εγώ έραβα τη γυναίκα του φωτογράφου της. Τον ήξερα δηλαδή τον φωτογράφο του βασιλιά. Και όταν έγινε ο γάμος της, με είχε βγάλει και μένα 18 φιλμ φωτογραφίες και τις είχε βάλει στη βιτρίνα δίπλα από την Άννα-Μαρία, επί της Βουλής. Μου άρεσε τότε να με βγάζουν φωτογραφίες, ναι. Και τώρα μου αρέσει. Τώρα με βγάζει η εγγονή μου. Αλλά δεν μου τις δίνει ποτέ.
Τώρα τι να σου πω για την ομορφιά και τα ρούχα; Να ξέρεις να ντυθείς είναι το κυριότερο, να μη βάζεις άσχετα. Αυτό είναι όμορφο. Να ξέρεις στη φούστα που θα βάλεις τι πάει από πάνω. Αν θες να ράψεις ένα φόρεμα, να είναι στο στυλ σου. Εγώ έβγαζα πατρόν. Πρώτα έβλεπα το φιγουρίνι, μετά τους έπαιρνα μέτρα και μετά το έστρωνα πάνω στο ύφασμα και το έκοβα. Και όλα τα νυφικά που έραψα, με τον ίδιο τρόπο τα έραψα. Τα αγόρια και τα κορίτσια να προσαρμόζονται με το πρόσωπο που έχουν. Κανείς δεν είναι άσχημος. Απλώς πρέπει να βρεις τι σου ταιριάζει. Να είσαι μοντέρνος. Και μένα στα 80 μου, επί έναν χρόνο, με αγάπησε ένας. Και κλείσαμε έναν χρόνο ακριβώς. Πάντα όμορφες είμαστε, και στα 80. Την αγάπη μου από τη Δονούσα, ώρα σας καλή.
Η Αμαλία Κωβαίου είναι μοδίστρα και η πολύ cool γιαγιά της φίλης μας Αμαλίας.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.