Οι επιδείξεις μόδας, που αρέσουν πολύ (και) στους άνδρες, πέρα από τα ενδύματα, την κοσμικότητα, τη χλιδή και τα πανέμορφα κορίτσια, έχουν κατά κύριο λόγο την πρόθεση να λανσάρουν το εφήμερο, το φρούδο και σχεδόν το στιγμιαίο. Αυτό που αξίζει επειδή επινοήθηκε αλλά δεν αξίζει κιόλας για τον απλούστατο λόγο ότι αν γίνει «μόδα», γενική απαίτηση και τρόπος όλων παύει αυτομάτως να έχει χάρη και καταντά απλή χρήση. Άρα, το νεόκοπο ένδυμα έχει συγκεκριμένο σκοπό: αντιδρά στο δεδομένο και νομιμοποιημένο, επιδεικνύει κάποιο κίνητρο σκανδαλισμού και, ενώ δεν μιμείται τίποτα γνωστό, θέλει να το μιμηθούν. Πόσο; Τόσο. Είναι πασίγνωστο το πάθημα γυναικών που εμφανίζονται σε κάποιο πάρτι φορώντας -ατυχώς- ένα σύνολο που το φέρει και κάποια άλλη γυναίκα. Άρα η πρωτοτυπία, το μπαμ, έχει να κάνει με τη μοναδικότητα. Άπαξ και διαπιστώνεται μίμηση, το παιχνίδι έχει χαθεί.
Οι σχεδιαστές, που σιγά σιγά κέρδισαν τη φήμη μεγάλων καλλιτεχνών και διαχειριστών της ομορφιάς, το πρώτο που κάνουν είναι να διαπραγματεύονται άγρια με τη φαντασία. Άλλωστε, τα δεδομένα τους είναι πενιχρά. Το «υλικό» τους είναι περιορισμένο: το γυναικείο σώμα, η γύμνια, η ομορφιά και η κίνηση. Για παράδειγμα, μια επίδειξη μόδας που θα έντυνε «άσχημες» γυναίκες -υπάρχει κι αυτή η εκδοχή- θα έχανε σε ύψος και δεξιοτεχνία, για τον απλούστατο λόγο ότι θα ξεκινούσε από το απευκταίο: η γυναίκα που επιδεικνύεται εξ ορισμού είναι ενσάρκωση της ομορφιάς, δηλώνει το αδήλωτο, ενσαρκώνει το ασύλληπτο, οπότε στην κακάσχημη, εφόσον εκ φύσεως είναι ντυμένη την ασχήμια της, το ένδυμα δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα.
Αντίθετα, γίνεται καλλώπισμα και απεριόριστη εκδήλωση από τη στιγμή που ο σχεδιαστής εξαϋλώνει το κορμί και συνάμα το υλοποιεί μόνο εξωτερικά. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι ο ανδρικός πληθυσμός πιστεύει πως όλοι οι μόδιστροι ανήκουν στο τρίτο φύλο. Ο λόγος είναι απλός: η ασύγκριτη φιγούρα που πάει κι έρχεται πάνω στην πασαρέλα δεν θυμίζει μάνα, αδελφή, ερωμένη, εργάτρια, γραμματέα - είναι επινόηση κατά φαντασία, για να της μοιάσουν και να την απομιμηθούν οι απανταχού γυναίκες δεν πρέπει να θυμίζει τίποτα και καμιά. Θα λέγαμε μάλιστα ότι ο απωθημένος φθόνος των μοντελίστ για το γυναικείο κορμί -για τη γύμνια ορθότερα- διαστρέφει την ομορφιά και ενίοτε -παρότι την επινοεί- τη χρησιμοποιεί σαν δεύτερο μέγεθος. Αν η όμορφη γυναίκα «κάνει» τα όποια ρούχα όμορφα, τότε τι χρειάζεται η μόδα; Αν πάλι τα ρούχα και μόνο αυτά «κάνουν» την όποια γυναίκα όμορφη, τότε τι χρειάζεται η φυσική δωρεά; Το μυστικό βρίσκεται στην τρίτη λύση που, ως τρίτη, επιποθεί την πρωτιά και κόβει μονέδα για τους μόδιστρους.
Όταν παρακολουθούμε την Ναόμι Κάμπελ ή τη Σάντρα Μπούλοκ να λικνίζονται πάνω στην πασαρέλα κάνοντας τα πενήντα βήματα και επιδεικνύοντας τελετουργικά τόσο τα πρόσθια όσο και τα οπίσθια, το θέαμα -όπως λένε οι τσιτσιφιόγκοι- επιδέχεται πολλαπλή ανάγνωση. Τι πιο φυσικό για τον άντρα να τις φαντάζεται γυμνές πάνω στις τακουνάρες τους, τσίτσιδες, χωρίς φύλλο συκής, χωρίς επικαλύμματα - τις ίδιες και μόνο αυτές σαν απόλυτα αντικείμενα επιθυμίας; Μόνο που η μόδα δεν υπηρετεί ευθέως το στριπτίζ. Το μετέρχεται βέβαια διακριτικά, δείχνει για να αποκρύψει, χαρίζει με μισόκλειστη παλάμη. Άλλωστε, η ιστορία της μόδας μπορεί να ιδωθεί ως στριπτίζ ανά τους αιώνας. Και ως απελευθέρωση ή μεταμόρφωση της γυναίκας.
Οι θρησκείες ντύνουν, οι μόδιστροι γδύνουν. Στη χώρα μας η παραδοσιακή μαντήλα (η τσίπα) προφύλασσε τη γυναίκα, αντίθετα γυναίκα χωρίς μαντήλα ήταν ξετσίπωτη. Τα ίδια και στο Ισλάμ. Δικαιολογημένα λοιπόν η μόδα θεωρήθηκε δυτική επινόηση, αντίδοτο του χριστιανισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Ανατολή έχει κλείσει ερμητικά τις πόρτες της. Στις τελευταίες επιδείξεις Κινέζων σχεδιαστών, η Κινέζα μοντέλο δεν υστερεί σε τίποτα από τη γνωστή μας εικόνα: ψηλή, λιπόσαρκη αλά δυτικά, με εντυπωσιακά ψηλοτάκουνα, φαινομηρίδα, με άδειο ή ποιητικό βλέμμα - έχοντας αφήσει αιώνες πίσω τη στολή των ερυθροφρουρών και το στυλ Μάο Τσε Τουνγκ.
Επιμένουμε στις γυναίκες και όχι στα συνολάκια, διότι από ενδύματα δεν γνωρίζουμε, αλλά η γυναικεία παρουσία εμπνέει. Θα πρέπει λοιπόν να σκεφτούμε για άλλη μια φορά αυτό που σκέφτονται όλοι οι άνδρες παρακολουθώντας αυτά τα συναρπαστικά πέρα δώθε των γυναικών: η επίδειξη προβάλλει τη γυναίκα πριν από την ερωτική πράξη ή μετά; Άλλωστε, και οι γυναίκες ανάλογα πράγματα σκέφτονται όταν παρακολουθούν ανδρικές επιδείξεις μόδας. Προφανώς, πάσα επίδειξη προηγείται της μοιραίας κατάληξης. Καταγοητεύεται κανείς από αυτό που αφαιρεί, ενώ άπαξ και το αφαιρέσει το μόνο που απομένει είναι η πρόζα, μάλιστα -όπως λένε οι μερακλήδες- η γύμνια της γυναίκας ελκύει σατανικά ενόσω παραμένει κρυμμένη, ανέγγιχτη. Με άλλα λόγια, η ενδυματολογία διαθέτει ανάλογη ρητορική με τη γλώσσα. Όπως τα φορέματα έχουν βαθιά ντεκολτέ, φούστες με τολμηρά σχισίματα, γυμνές πλάτες που υπόσχονται αλλά ποτέ δεν αποκαλύπτουν τη «φύση», παρόμοια η γλώσσα υπονοεί, μετονομάζει, υποκρίνεται, καταφεύγει σε μεταφορές - όλα αυτά για να αξιοποιηθεί η μείζων αρχή: όποιος αναβάλλει την ικανοποίηση είναι μετρ της επιθυμίας.
ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: Ποιητική, εξαμηνιαίο περιοδικό για την τέχνη της ποίησης, Φθινόπωρο - χειμώνας, 2009, Πατάκης.
σχόλια